Μια σκανδαλώδη αδικία προσπαθούν να αποκαταστήσουν πολιτικοί στο Βέλγιο και τη Γερμανία, οι οποίοι αγωνίζονται να καταργήσουν τις συντάξεις που εξακολουθούν να παίρνουν πρώην συνεργάτες των Ναζί.
Οι δικαιούχοι είναι περίπου 30 άτομα, όλοι πάνω από 90 χρονών, που ζουν στο Βέλγιο. Κάθε μήνα λαμβάνουν μία επικουρική σύνταξη από τη Γερμανία, η οποία κυμαίνεται μεταξύ 425 και 1.275 ευρώ, αποκάλυψε ο ερευνητής Αλβιν ντε Κόνινκ, σε δηλώσεις του στη βελγική εφημερίδα De Morgen.
Η σύγκριση που κάνει προκαλεί μάλιστα αλγεινή αίσθηση: «Ενώ οι Βέλγοι που υποχρεώθηκαν σε καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία δεν πήραν παρά μία αποζημίωση 50 ευρώ τον μήνα, εκείνοι που φυλακίστηκαν στο Βέλγιο ως συνεργάτες των κατακτητών μπορούν σήμερα να υπολογίζουν τα χρόνια της φυλακής ως συντάξιμα».
Πώς όμως προέκυψε αυτή η σύνταξη;
Μετά τη γερμανική εισβολή στη Γαλλία, το Βέλγιο ο Χίτλερ εξέδωσε «διάταγμα», στο οποίο όριζε ότι οι αλλοδαποί που συνεργάζονται εθελοντικά με τα SS υποστηρίζοντας τη γερμανική πλευρά θα δικαιούνται σύνταξη.
Όπως επισημαίνει στην Deutsche Welle ο Γερμανός ιστορικός Μάρτιν Γκέλνιτς «από την 1η Ιανουαρίου 1940 τα SS τάχθηκαν στο πλευρό της Βέρμαχτ, του γερμανικού στρατού. Με το νομικό καθεστώς που ίσχυε τότε δεν θεωρούνταν μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος (NSDAP) αλλά δημόσιοι λειτουργοί του Γερμανικού Ράιχ. Κατά συνέπεια θα δικαιούνταν σύνταξη».
Ο Γκέλνιτς λέει ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί ο συνολικός αριθμός των δικαιούχων σε όλον τον κόσμο, αναφέρει ωστόσο ενδεικτικά ότι μόνο στη Λετονία, στη δεκαετία του ’90 υπήρχαν ακόμη περίπου 1.500 πρώην συνεργάτες των Ες Ες, οι οποίοι ελάμβαναν τη σύνταξή τους σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στη γερμανική νομοθεσία.
Αγνωστα τα ονόματα των δικαιούχων – ή μήπως όχι;
Στο Βέλγιο το ζήτημα άρχισε να απασχολεί τη δημοσιότητα στα τέλη του 2016, όταν παρουσιάστηκαν τα πρώτα σχετικά στοιχεία από την «Ομάδα Ανάμνηση», στην οποία συμμετέχει και ο ντε Κόνινγκ.
Στη συνέχεια το Κοινοβούλιο του Βελγίου είχε επιχειρήσει να εντοπίσει, με τη βοήθεια των γερμανικών Αρχών, τα ονόματα των δικαιούχων προκειμένου να ζητήσει τον τερματισμό των πληρωμών.
Στη Γερμανία η βουλευτής του Κόμματος της Αριστεράς (Die Linke) Ούλα Γιέπκε είχε καταθέσει πριν από δύο χρόνια σχετική ερώτηση στη Βουλή. Ωστόσο έλαβε την απάντηση ότι «η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν μπορεί να καταθέσει στοιχεία των δικαιούχων» που λαμβάνουν σύνταξη σύμφωνα με τα όσα προβλέπονται στη νομοθεσία και ότι «δεν διαθέτει στοιχεία για το κατά πόσον ορισμένοι δικαιούχοι με μόνιμη κατοικία στο Βέλγιο ήταν πρώην συνεργάτες εθελοντές των SS».
Εν τω μεταξύ, τρεις βουλευτές από το Βέλγιο προσπαθούν κι εκείνοι να ανακαλύψουν τα ονόματα των δικαιούχων. Πρόκειται για τον Ολιβερ Μενγκέν, επικεφαλής του φιλελεύθερου κόμματος Démocrate Fédéraliste Indépendant, καθώς και δύο σοσιαλιστές βουλευτές. Σε εισήγησή τους προς την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων του Κοινοβουλίου ζητούν να τερματιστεί, δια της διπλωματικής οδού, αυτή η «παντελώς απαράδεκτη κατάσταση».
Ο Μενγκέν ισχυρίζεται ότι μέχρι στιγμής η γερμανική πλευρά δυσχεραίνει την εξεύρεση λύσης. «Τα ονόματα αυτών των ανθρώπων είναι γνωστά στον γερμανό πρεσβευτή, αλλά δεν δίνονται στην κεντρική κυβέρνηση του Βελγίου, γι’αυτό και δεν μπορούν να ληφθούν τα ενδεδειγμένα μέτρα», προσθέτει.
«Χωρίς αξιολόγηση» η εκταμίευση
Ο γερμανός ιστορικός Μάρτιν Γκέλνιτς βλέπει τεράστια νομικά κωλύματα στην προσπάθεια των βέλγων πολιτικών. Οπως επισημαίνει, «οι νόμιμες αξιώσεις για την καταβολή σύνταξης βασίζονται στη νομοθεσία περί κοινωνικής ασφάλισης, η οποία -σε αντίθεση με το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων- δεν προβλέπει κυρώσεις σε περίπτωση ποινικών παραβάσεων. Το σκεπτικό του νομοθέτη είναι ότι η καταβολή σύνταξης δεν προϋποθέτει κάποια ποιοτική αξιολόγηση».
Πάντως και στη Γερμανία έγιναν κάποιες προσπάθειες για να σταματήσει η συνταξιοδότηση πρώην συνεργατών των SS.
Ο τροποποιητικός νόμος περί κοινωνικής ασφάλισης που ψηφίστηκε τον Ιανουάριο του 1998 προβλέπει ότι παροχές δεν χορηγούνται, εάν ο δικαιούχος «στη διάρκεια του ναζιστικού καθεστώτος είχε παραβιάσει τις ανθρωπιστικές αρχές, καθώς και τις θεμελιώδεις αρχές του κράτους δικαίου». Αυτή η παραβίαση τεκμαίρεται ότι έχει συμβεί, σύμφωνα με τον ίδιο νόμο, σε περίπτωση που είχε συνδράμει εθελοντικά τα SS.
Ωστόσο αυτή η νομική ρύθμιση ισχύει μόνον για όσους είχαν αιτηθεί σύνταξη μετά τις 13 Νοεμβρίου 1997 και άρα δεν αφορά όσους παίρνουν ήδη τη σύνταξή τους. Η Ούλα Γιέπκε σε γραπτή δήλωσή της προς την Deutsche Welle υπογράμμισε ότι «στην πραγματικότητα έχουν αποκλειστεί μόνο 99 άτομα επί συνόλου σχεδόν 100.000».
Το τελικό συμπέρασμα του Μάρτιν Γκέλνιτς είναι ότι και η τελευταία προσπάθεια των Βέλγων βουλευτών να τερματίσουν τη συνταξιοδότηση πρώην συνεργατών των SS, μάλλον δεν θα ευοδωθεί. Και αυτό γιατί οι περισσότεροι δικαιούχοι δεν ζουν πλέον. «Αλλά και από τους επιζώντες η κάθε περίπτωση θα πρέπει να εξεταστεί ξεχωριστά, γιατί, κατά τα ισχύοντα, δεν είναι αυταπόδεικτο ότι η συμμετοχή στα SS θεωρείται έγκλημα πολέμου. Νομίζω ότι τελικά θα αφήσουν τον χρόνο να κυλήσει σιωπηλά…» συμπεραίνει ο γερμανός ιστορικός.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News