Ο Μάρκο Φριτς, ο γερμανός διαιτητής του ντέρμπι που δεν τελείωσε, επιστρέφει σήμερα στην πατρίδα του. Αύριο, λογικά, θα πάει στη δουλειά – είναι τραπεζικός υπάλληλος. Θα έχει πολλά να διηγηθεί στους συναδέλφους του γι’ αυτά που είδαν τα ματάκια του σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα στη χώρα του λαμπρού ανοιξιάτικου ήλιου. Εκείνοι θα τον κοιτάξουν με δυσπιστία. Οσα κι αν έχουν ακούσει για την Ελλάδα με την καφρο-ευρωπαϊκή κουλτούρα, θα τον περάσουν για τερατολόγο.
Στα έντεκα χρόνια που «σφυρίζει» στην Μπουντεσλίγκα, αποκλείεται να έχει ζήσει «ντου» οπαδών χωρίς λόγο κι αφορμή, μόλις στο τρίτο λεπτό ενός παιχνιδιού. Και, μάλιστα, χωρίς να υπάρχουν στο γήπεδο υποστηρικτές της αντίπαλης ομάδας. Αποκλείεται να έχει δει σεκιουριτάδες, ανήμπορους να αντισταθούν σε 20-30 εισβολείς. Ή άνδρες των ΜΑΤ να στέκονται απέναντί τους σε απόσταση λίγων μέτρων και να τους κοιτούν, περιμένοντας πότε θα… ευαρεστηθούν να αφήσουν το ματς να συνεχιστεί. Αποκλείεται να έχει δει Αστυνομία, που δεν ξέρει παρά να ρίχνει χημικά, δίπλα σε 25.000 κόσμο. Ασφαλώς δεν του έχουν ξανατύχει και παράγοντες που νοιάζονται μόνο για το τομάρι της ομάδας τους. Από τον Ολυμπιακό του ζητούσαν να το διακόψει αμέσως, με το που εμφανίστηκαν οι «χαχόλοι». Να πάρουν τους βαθμούς, και το ματς ας πάει να… Από τον Παναθηναϊκό, να το συνεχίσει. Την ώρα που τα… καλόπαιδα έκοβαν, ακόμη, απειλητικές βόλτες στο ταρτάν. Κι ο σώζων εαυτόν, σωθήτω.
Οι συνάδελφοί του στην τράπεζα θα διασκεδάσουν ακόμη περισσότερο, εάν ο Φριτς πρόλαβε να μάθει και τα υπόλοιπα χαΐρια μας. Οτι οι δυο μεγαλύτεροι σύλλογοι της χώρας δεν κατάφεραν να παίξουν ούτε στο μπάσκετ. Κι ότι το φύλλο αγώνα του μπασκετικού ντέρμπι που ματαιώθηκε δεν έκλεισε σε γήπεδο, αλλά σε γραφείο (ΕΣΑΚΕ), για τον φόβο των Ιουδαίων. Θα γελάσουν με την καρδιά τους – και με το δίκιο τους.
Θα έπαθε και ο Τζιμπρίλ Σισέ «την πλάκα του». Ενώ βραβευόταν (από τον Παναθηναϊκό) έβλεπε γύρω του περίεργους τύπους με full-face, φωτιές, καπνούς και ανθρώπους στις εξέδρες να κλαίνε – όχι από συγκίνηση, αλλά από τα δακρυγόνα. Οσο κι αν ξέρει από Ελλάδα -σε αντίθεση με τον ανυποψίαστο γερμανό διαιτητή- αυτό δεν το περίμενε. Είχε φορέσει τα καινούργια του γυαλιά, ειδική παραγγελία για την περίσταση (στα χρώματα της παλιάς του ομάδας, με ένα χρυσό τριφύλλι στον βραχίονα), και είχε έρθει για να ζήσει μια στιγμή που θα του έμενε αξέχαστη. Θα του μείνει, αλλά για λάθος λόγο.
Ποιοι ήταν αυτοί, που αποφάσισαν να καταστρέψουν το ντέρμπι; Εχθροί του Αλαφούζου, που θέλουν να τον δουν να φεύγει -επιτέλους- από την ΠΑΕ. Εχθροί του Ολυμπιακού, που αναζητούσαν τον Καραπαπά για να τον δείρουν. Εχθροί του Παναθηναϊκού, που θέλουν να τον στείλουν στη Β’ Εθνική. Χούλιγκαν, που συνεχίζουν τον ανελέητο πόλεμο των Συνδέσμων. Ηλίθιοι, που δεν θέλουν να δουν τον αντίπαλο να κερδίζει. Ή, απλώς, «μπαχαλάκηδες», που προτιμούν τα γήπεδα για τις φρικτές τους παραστάσεις. Γιατί εκεί βρίσκουν κοινό και «ασυλία». Οποιοι κι αν είναι, σημασία έχει ότι δρουν με τη βεβαιότητα πως στα γήπεδα, το χέρι του Νόμου δεν μπορεί να τους φτάσει.
Τα έχουμε δοκιμάσει (σχεδόν) όλα. Θεσπίσαμε την αντικειμενική ευθύνη των ΠΑΕ, με ποινές εξοντωτικές. Εγκαταστήσαμε κάμερες ασφαλείας. Ταυτοποιήσαμε τον κάτοχο κάθε εισιτηρίου. Βάλαμε σεκιουριτάδες. Βγάλαμε την Αστυνομία έξω από τα γήπεδα, για να μην ερεθίζονται οι αντι-εξουσιαστές. Απαγορεύσαμε τις οργανωμένες μετακινήσεις οπαδών της φιλοξενούμενης ομάδας. Φέραμε ξένους διαιτητές. Αλλάξαμε τρεις φορές, σε τέσσερα χρόνια, το νομικό πλαίσιο για τη βία στους αθλητικούς χώρους. Αλλά τα αίσχη, αίσχη. Επειδή το Κράτος φρόντισε για όλα τ’ άλλα, εκτός από τη δική του δουλειά: να προστατεύει τον πολίτη από τα κακοποιά στοιχεία.
«Πρέπει να τελειώνουμε με αυτούς τους τύπους», αναφώνησε το πρωί της Δευτέρας (στον Σπορ FM) ο αρμόδιος υπουργός, Γιώργος Βασιλειάδης, με την αγανάκτηση του αναρμόδιου. Αναρωτήθηκε, πού βρίσκονταν οι άνδρες ασφαλείας του ΟΑΚΑ την ώρα της εισβολής. Γνωρίζει καλύτερα από τον καθέναν, ότι οι (υποτιθέμενοι) σεκιουριτάδες είναι εντελώς ανεκπαίδευτοι – ρουσφέτια των ΠΑΕ, που αναζητούν ένα μεροκάματο. Επίσης, ότι είναι νομοθετικά άοπλοι για να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις. Τα όρια της εξουσίας τους είναι, ακόμη, αντικείμενο διαβουλεύσεων.
Για τις ευθύνες της Αστυνομίας, πέταξε την μπάλα στην εξέδρα. Αλλά, δεν περιμέναμε από τον κ. Βασιλειάδη να μας το πει: το Κράτος είναι ξεχαρβαλωμένο – είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της ανικανότητας. Είτε τα σπάνε σε δρόμους και πλατείες (όπως το Σάββατο στο Αγρίνιο), είτε σε γήπεδα, οι δράστες φεύγουν ανενόχλητοι από τον τόπο του εγκλήματος. Δακρυσμένοι, ίσως, από τα δακρυγόνα που πέφτουν δια πάσαν νόσον και μαλακίαν, όμως ελεύθεροι και ωραίοι. Η σύλληψη σε περιστατικά βίας είναι τόσο σπάνια, όσο το να κερδίσει κανείς το Τζόκερ. Σε αυτό η Αστυνομία δεν διαφέρει από τους χούλιγκανς: έχει πιστέψει ότι το «ξύλο» είναι κάτι σαν έθιμο, που πρέπει να τηρείται στους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κάποιοι θα τις ρίξουν, κάποιοι θα τις φάνε, κι έπειτα όλοι μπορούν να γυρίσουν στα σπίτια τους. Αραγε, πόσο χειρότερα θα είχε κάνει τη δουλειά της εάν χθες, παραλλήλως με το ντέρμπι στο ΟΑΚΑ, παιζόταν και το Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός στο μπάσκετ;
Η ατιμωρησία των φυσικών αυτουργών είναι η μεγαλύτερη πληγή των ελληνικών γηπέδων. Κάθε χαλασμένο μυαλό μπορεί να κάνει όποια ασχήμια σκεφτεί, εντελώς δωρεάν. Οχι μόνον οι ανώνυμοι αλήτες, αλλά και οι αξιότιμοι κύριοι που έχουν επαγγελματική ή επιχειρηματική σχέση με τα σπορ. Οπως ο υπεύθυνος Επικοινωνίας της ΠΑΕ Ολυμπιακός, ο οποίος, μέσα στον χαμό του χθεσινού ντέρμπι, έστελνε… φιλάκια στους Παναθηναϊκούς. Οπως ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, που άφησε το κόκκινο στρινγκάκι στον πάγκο του Ολυμπιακού. Ή, όπως ο Ουάρντα, που αθωώθηκε για τις προκλητικές του χειρονομίες, για τις οποίες είχε κριθεί ένοχος από την ίδια του την ομάδα. Ας μην πάμε πιο πίσω.
Δεν υπάρχει σωτηρία. Ακόμη και ο (νέος) Κανονισμός Αγώνων Ποδοσφαίρου (ΚΑΠ) έχει συμβιβαστεί με αυτά τα έκτροπα, που γίνονται όλο και πιο συχνά. Αναφέρει ότι σε περίπτωση εισβολής οπαδών και συμπλοκής τους με την Αστυνομία, ο διαιτητής μπορεί να αφήσει το παιχνίδι να συνεχιστεί, εφόσον δεν υπάρχουν τραυματίες. Το ντέρμπι στο ΟΑΚΑ δεν τελείωσε, επειδή ο διαιτητής ήταν Γερμανός. Εάν ήταν Ελληνας, σήμερα θα μιλούσαμε για το ωραίο γκολ του Γκερέρο και την υπέροχη σέντρα του Κούτρη…
Το ποιοί θα την πληρώσουν, το έχετε καταλάβει. Οι μόνοι αθώοι του αίματος: οι ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού και ο προπονητής τους. Θα χάσουν (πιθανότατα) άλλους έξι βαθμούς, από αυτούς που κατέκτησαν στα γήπεδα με κόπο και ιδρώτα, και θα τρέχουν να γλιτώσουν τον υποβιβασμό, παίζοντας τα εντός έδρας παιχνίδια τους κεκλεισμένων των θυρών. Κι έτσι, όπως είπε και ο κ. Βασιλειάδης, «θα τελειώνουμε με αυτούς τους τύπους». Ή, μήπως, όχι;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News