575
|

Βούρε, εσύ αποφασίζεις

Βούρε, εσύ αποφασίζεις

Όταν ανέλαβε διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδας, στα καλλιτεχνικά στέκια της Θεσσαλονίκης επικράτησε μια παγωμάρα. Κάποιοι, ευνοημένοι ηθοποιοί από την προηγούμενη διοίκηση, άφηναν να εννοηθεί ότι μετά τον Σωτήρη Χατζάκη υπάρχει μόνο το χάος. Άλλοι έλεγαν ότι ο Γιάννης Βούρος δε διαθέτει τα προσόντα για τη συγκεκριμένη θέση, και μερικοί πρόφεραν το όνομά του και γελούσαν. Εν ολίγοις, δεν τον υποδέχθηκαν και με ροδοπέταλα. Το ίδιο συνέβη με την πλειοψηφία των πολιτών και των δημοσιογράφων της πόλης. Μάλιστα, ήταν τέτοια η λύπη τους που έχαναν τον Χατζάκη, που για αρκετές μέρες μετά την ανακοίνωση, τον συναντούσαν στο δρόμο και του συμπεριφέρονταν λες και ήταν ήρωας πολέμου. Θυμάμαι, πριν δυο βδομάδες, να τρώω σε ένα εστιατόριο και να πετάγεται ο ιδιοκτήτης λαχανιασμένος μέσα από την κουζίνα για να προλάβει να τον χαιρετίσει. Πανάθεμά τον, δε νομίζω να είχε πάει ποτέ θέατρο.

Χθες, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη Τύπου για τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό της περιόδου 2013-2014. Δεν έχω ιδέα πώς ένας διευθυντής επιλέγει τις παραστάσεις για μια σεζόν, ούτε μπορώ να ξέρω πότε πρόλαβε ο Βούρος να καταστρώσει πλάνα για την καινούρια χρονιά. Λογικά, με το χρέος που παρέλαβε, τον περιορισμένο προϋπολογισμό και την έλλειψη χρόνου, θα ένιωθε σαν ελέφαντας μέσα σε ασανσέρ. Με ποια κριτήρια αποφασίζεις; Διαλέγεις παραστάσεις που θα κόψουν εισιτήρια για να μειώσεις το έλλειμμα ή το ρίχνεις στην κουλτούρα για να μη σε χαρακτηρίσουν «ελαφρύ» κι «ανίδεο»; Ο ίδιος, στον πρόλογό του, δήλωσε ότι βασικός του στόχος ήταν το ΚΘΒΕ να «καταστεί ένα θέατρο ανοιχτό στον πολίτη και να καλύψει τις ανάγκες, τις αναζητήσεις και τα ενδιαφέροντα διαφορετικών κατηγοριών κοινού». Υποθέτω ότι αυτοί είναι οι στόχοι κάθε διευθυντή θεάτρου. Ποιος, δηλαδή, επιθυμεί ένα θέατρο «κλειστό» στον πολίτη; (ούτε που έχω ιδέα τι μπορεί να σημαίνει πρακτικά αυτό). Η γενικούρα του προλόγου ήταν τόσο κουραστική, που αίφνης έτρεξα στο πρόγραμμα.

Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα, ήταν ότι κάτω από αρκετές παραστάσεις ήταν γραμμένο με έντονα μαύρα γράμματα «το έργο ανεβαίνει για πρώτη φορά στο ΚΘΒΕ». Λες και υπήρχε μια ανάγκη να τονιστεί η πρωτοπορία – παρότι δεν έχουμε δει ακόμη τη σκηνοθεσία, πρωτοποριακό δεν είναι να ανεβάζεις στο Βασιλικό Θέατρο το «Γλυκό πουλί της νιότης». Πεθαίνεις από ανία. Το δεύτερο σημείο που μου κέντρισε την προσοχή, είναι ότι αντίθετα με τον προκάτοχό του, ο Γιάννης Βούρος θα σκηνοθετήσει μόνο μία παράσταση, τους «Τρεις Σωματοφύλακες», στην παιδική σκηνή. Προσοχή, τα παιδιά είναι οι πιο απαιτητικοί θεατές. Έξυπνη κι ασφαλής η επιλογή του να απομακρυνθεί από τον χαρακτήρα των παραστάσεων και να αφήσει νέους και παλιούς σκηνοθέτες να δώσουν τον προσωπικό τους τόνο. Τουλάχιστον, θα μπορεί να επικαλείται τον πολυπρόσωπο κι ετερόκλητο χαρακτήρα του ΚΘΒΕ.

Τέλος, έχω την αίσθηση ότι πραγματικά προσπάθησε να εντάξει καινούριες προσπάθειες στο ρεπερτόριο, μιας και το σημαντικό είναι η νέα γενιά ηθοποιών-σκηνοθετών της πόλης να βρει μια διέξοδο μέσα από τις Συμπληγάδες της κρίσης. Αν και δεν είμαι ειδικός για το θέατρο, κοιτώντας το πρόγραμμα σου μένει μια ισορροπημένη γεύση: ούτε νιώθεις σαν να ταξιδεύεις στη Βενετία, όπου λιγώνεσαι από τον ενθουσιασμό, ούτε αισθάνεσαι ότι περιπλανιέσαι στο μελαγχολικό κέντρο των Τιράνων. Μάλλον, έχεις την αίσθηση ότι περπατάς σούρουπο στη λεωφόρο Νίκης. Μαγεύεσαι από την ιστορική ομορφιά του τοπίου, αλλά ανυπομονείς να τελειώσει και η νέα παραλία για να αλλάξει παραστάσεις το μάτι σου. Αναμένεται μια δύσκολη σεζόν, όπου το τέλος θα το κρίνουν οι θεατές. Μόνο που ελπίζω αυτή τη φορά, σε αντίθεση με την παλιά τηλεοπτική σειρά του Mega, οι επιλογές του κοινού να συμπέσουν με αυτές του Βούρου. Γιατί στο τέλος, Βούρε, εσύ αποφασίζεις.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News