Στον δρόμο για το Λεωνίδιο, λίγο μετά τον Τυρό στα εφτά χιλιόμετρα, υπάρχει ένα όμορφο ορεινό χωριό. Oταν ο επισκέπτης μπει στα Πέρα Μέλανα, αντιλαμβάνεται ότι παραδοσιακός οικισμός με τα στενά δρομάκια, τις διώροφες πέτρινες κατοικίες χωρίς πολλά ανοίγματα, την πλούσια βλάστηση και τα άφθονα νερά, σε έναν λόφο πάνω από τον όρμο του Λιβαδιού στη Νότια Κυνουρία, διαφέρει. Οι ήχοι από τις συνομιλίες των ηλικιωμένων στο κεντρικό καφενείο του χωριού είναι ασυνήθιστοι, και αν δεν είσαι Τσάκωνας δεν καταλαβαίνεις τι λένε. Γιατί μιλούν μεταξύ τους, μια διάλεκτο 3.000 χρόνων.
Η τσακωνική διάλεκτος, γλώσσα των κατοίκων της αρχαίας Σπάρτης, της εμβληματικής πόλης-κράτους της Πελοποννήσου, εξακολουθεί να μιλιέται στην Τσακωνιά, περιοχή που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος της Κυνουρίας. Η δημοσιογράφος Αντζελα Ντάνσμπι επισκέφτηκε την περιοχή και ετοίμασε ένα αφιέρωμα στην τσακωνική διάλεκτο, που δημοσιεύεται στο BBC.
Στα Κάτω Μέλανα η Ντάνσμπι συνάντησε την «αυτοκράτειρα των Τσακωνικών», όπως λένε την Θωμαΐδα Κουνιά, ιδιοκτήτρια και εκδότρια της αρκαδικής εφημερίδας «Κυνουρία», την οποία παρέδωσε πριν από λίγα χρόνια στον γιο της Δημήτρη Κουνιά. Oταν η κυρία Κουνιά μιλάει με τη φίλη της, ο έλληνας διερμηνέας που συνοδεύει την αγγλίδα δημοσιογράφο, δεν καταλαβαίνει τι λένε μεταξύ τους. Χρειάζεται να του μεταφράζει στα ελληνικά η κυρία Κουνιά και εκείνος στη συνέχεια μεταφράζει στα αγγλικά. Είναι «σαν παιχνίδι κινέζικων ψιθύρων», και της προκαλεί δέος, γράφει η Αντζελα Ντάνσμπι στην ιστοσελίδα του BBC, καθώς ακούει «δύο από τους τελευταίους ανθρώπους που μιλούν μια από τις πιο παλιές γλώσσες του κόσμου».
Σήμερα, περίπου 2.000 από τους 10.000 Τσάκωνες, κυρίως οι μεγαλύτεροι, εξακολουθούν να μιλούν Τσακωνικά σε 13 κωμοπόλεις, χωριά και οικισμούς, που βρίσκονται γύρω από τα Πέρα Μέλανα. Τα μιλούν συχνά στο σπίτι τους και περιστασιακά σε δημόσιους χώρους. Ωστόσο, το μέλλον της διαλέκτου παραμένει αβέβαιο.
«Χάνουμε τα Τσακωνικά χωρίς αυθεντικούς δασκάλους», είπε στην αγγλίδα δημοσιογράφο η κυρία Κουνιά, η οποία εδώ και 40 χρόνια προσπαθεί να διατηρήσει ζωντανή τη γλώσσα της: «Είναι καθήκον μου να το κάνω», λέει.
Η τσακωνική διάλεκτος δεν είναι σημαντική μόνο για την ταυτότητα και την πολιτιστική κληρονομιά των Τσακώνων, κυρίως είναι η μοναδική συνεχής κληρονομιά των αρχαίων Σπαρτιατών. Είναι επίσης η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ελλάδα -που προηγείται των Νέων Ελληνικών κατά περίπου 3.100 χρόνια- και μία από τις παλαιότερες γλώσσες στην Ευρώπη.
«Αν χάσουμε τη γλώσσα μας, δεν θα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είμαστε Τσάκωνες», εξηγεί η Ελένη Μάνου, δασκάλα της τσακωνικής διαλέκτου και συγγραφέας, που ζει στο Λεωνίδιο, την de facto πρωτεύουσα της Τσακωνιάς.
Τα Τσακώνικα βασίζονται στη δωρική γλώσσα των αρχαίων Σπαρτιατών και είναι η μόνη διάλεκτος που έχει απομείνει από τον δωρικό κλάδο των ελληνικών γλωσσών. Αντίθετα, η Νέα Ελληνική γλώσσα κατάγεται από την ιωνική και την αττική διάλεκτο. Ενώ καθεμιά από αυτές χρησιμοποιεί παρόμοιο αλφάβητο, τα Τσακωνικά έχουν περισσότερα φωνητικά σύμβολα, διαφέρουν ως προς τη δομή και την προφορά, και είναι πιο κοντά στα Αρχαία Ελληνικά παρά στα Νέα Ελληνικά.
Μια φράση που μοιάζει με τα Τσακώνικα είναι το περίφημο λακωνικό «Μολών λαβέ» («έλα -αν τολμάς- να τα πάρεις») με το οποίο απάντησε στους απεσταλμένους του βασιλιά των Περσών, ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας και αρχηγός των ελλήνων στρατιωτών, το 480 π.Χ. στη Μάχη των Θερμοπυλών, μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην παγκόσμια ιστορία, όταν ο Ξέρξης του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα του.
Η Λακωνική ήταν η δωρική διάλεκτος που μιλούσαν στην πόλη-κράτος της Σπάρτης στη Λακωνία, και από τον Μεσαίωνα έγινε γνωστή ως Τσακωνική ή Τσακώνικα. «Τα Τσακώνικα είναι η κύρια απόδειξη της σύνδεσής μας με την Σπάρτη», επισημαίνει η Ελένη Μάνου. «Και από την άποψη της καρδιάς, είμαστε άμεσοι απόγονοι. Οταν πηγαίνουμε στη Σπάρτη, οι Τσάκωνες νιώθουμε σαν στο σπίτι μας», λέει.
Αν και τα Πέρα Μέλανα και τα άλλα χωριά, όπου εξακολουθούν να ομιλούνται τα Τσακώνικα, βρίσκονται περίπου 55 έως 100 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της αρχαίας Σπάρτης, η απόστασή τους από την αρχαία πρωτεύουσα βοήθησε στην διατήρηση της γλώσσας. Το 396 μ.Χ., όταν οι Βησιγότθοι λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σχεδόν ολοσχερώς τη Σπάρτη (όπως και την Κόρινθο και το Αργος), οι εναπομείναντες Σπαρτιάτες εγκατέλειψαν την πόλη τους και εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις ορεινές περιοχές. Τους επόμενους αιώνες, τα Τσακώνικα διατηρήθηκαν στις απομονωμένες αγροτικές κοινότητες περνώντας ήσυχα από γενιά σε γενιά.
Αυτές οι κοινότητες παρέμειναν σχετικά απομονωμένες μέχρι την Επανάσταση του 1821, που οδήγησε στη δημιουργία του νέου κράτους, την μαζική εκπαίδευση και την βελτίωση των υποδομών. Με την κατασκευή δρόμων και λιμανιών οι άνθρωποι είχαν πλέον τη δυνατότητα να φύγουν από τα χωριά: «Πολλοί κάτοικοι έφυγαν και δεν επέστρεψαν ποτέ», λέει στο BBC η Θωμαΐς Κουνιά.
Τη δεκαετία του 1950, το ηλεκτρικό ρεύμα έφτασε σε όλα τα χωριά της Τσακωνιάς και το ραδιόφωνο συνέδεσε τους κατοίκους με τον έξω κόσμο. Πολλοί μετανάστευσαν σε άλλες χώρες αναζητώντας καλύτερες ευκαιρίες εργασίας. Eνας από αυτούς ήταν και ο Πάνος Μαρνέρης, τώρα δάσκαλος της διαλέκτου, ποιητής και τραγουδοποιός και επίσης ιδιοκτήτης και διαχειριστής της ιστοσελίδας Τσακώνικα.
«Μέχρι το 1970, όταν έφυγα για τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο Τυρός και άλλα χωριά στην περιοχή όπου μεγάλωσα μιλούσαν 100% Τσακώνικα», λέει, «Αλλά κάθε χρόνο που ερχόμουν για επίσκεψη, όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν τα μιλούσαν και αυτό με ενοχλούσε. Ο δρόμος από το Aστρος για το Λεωνίδιο έγινε το 1958. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι άνθρωποι σταμάτησαν να μιλούν Τσακώνικα», παρατηρεί.
Περίπου 5.000 άνθρωποι μιλούσαν την αρχαία διάλεκτο στα τέλη της δεκαετίας του 1950, σύμφωνα με την Ελένη Μάνου. Αλλά μειώθηκαν σε λιγότερους από τους μισούς τις επόμενες δεκαετίες καθώς τα Νέα Ελληνικά έγιναν η εθνική γλώσσα το 1976, και ήρθαν δάσκαλοι για να τα διδάξουν στην Τσακωνιά. Τα Τσακώνικα, εξάλλου, είχαν το στίγμα της «χωριάτικης γλώσσας». Ετσι, ο πατέρας της κυρίας Μάνου αρνήθηκε να της τα διδάξει διάλεκτο κρίνοντας τη διάλεκτο περιττή και ντροπιαστική. Το ίδιο έκαναν και άλλοι γονείς της γενιάς του, απόφαση για την οποία πολλοί λυπούνται τώρα, καθώς τα Τσακώνικα έχουν ενταχθεί στον κατάλογο με τις υπό εξαφάνιση διαλέκτους της UNESCO.
Μέχρι τη δεκαετία του 1990, τα Τσακωνικά διδάσκονταν μαζί με τα Νέα Ελληνικά σε ορισμένα τοπικά σχολεία, αλλά στη συνέχεια το μάθημα έγινε προαιρετικό. Και σήμερα πια, στα περισσότερα από αυτά τα γερασμένα χωριά δεν λειτουργούν καν σχολεία: «Μόνο 12 παιδιά ζουν σήμερα στο χωριό μου», λέει η κυρία Κουνιά, «Και χωρίς μια νεότερη γενιά είναι μεγάλο πρόβλημα να διατηρηθεί τη γλώσσα».
Η επιβίωση της διαλέκτου είναι αμφίβολη, το στίγμα, όμως, έχει εξαλειφθεί προ πολλού: «Τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, υπήρξε μια αλλαγή στάσης. Τα Τσακώνικα έγιναν κάτι το οποίο έπρεπε να θεωρείται πολύτιμο και όχι να κρύβεται», λέει η Ελένη Μάνου, «Στην πραγματικότητα, πολλοί νεαροί Τσάκωνες ήταν θυμωμένοι με τους γονείς και τους παππούδες τους επειδή δεν τους μιλούσαν Τσακωνικά. Ζήτησα από τον πατέρα μου να τα μιλάει στα παιδιά μου, αλλά αρνήθηκε. Τώρα είναι της μόδας στη νεότερη γενιά».
Σήμερα, δάσκαλοι, φιλόλογοι και πολιτικοί προσπαθούν ανυπόμονα να αναβιώσουν την ιστορική διάλεκτο. Τουλάχιστον, την αντιμετωπίζουν με τον σεβασμό που αξίζει στη γλώσσα του βασιλιά Λεωνίδα της Σπάρτης.
Στο Λεωνίδιο, δίγλωσσες πινακίδες στα Τσακώνικα και στα Ελληνικά καλωσορίζουν τους επισκέπτες. Μια από αυτές δηλώνει περήφανα: «Η γλώσσα μας είναι τα Τσακωνικά. Ρωτήστε να σας πουν». Ακόμα, στα Πέρα Μέλανα υπάρχει Λαογραφικό Μουσείο και στο Λεωνίδιο λειτουργεί τον «Αρχείον Τσακωνιάς», σωματείο και πνευματικό ίδρυμα, που ιδρύθηκε το 1954 «με στόχο τη συγκέντρωση, παρουσίαση και αξιοποίηση των στοιχείων που συνδέονται με την ιστορία, τη γλώσσα, τη λαογραφία, τα ήθη και τα έθιμα της Τσακωνιάς από την πρώτη της καταβολή μέχρι των ημερών μας».
Ακόμη, εδώ κι 15 χρόνια κάθε καλοκαίρι (εκτός από το φετινό που ακυρώθηκε λόγω κορονοϊού) πραγματοποιείται το Melitzazz, ένα πενθήμερο φεστιβάλ αφιερωμένο στην Π.Ο.Π. τσακώνικη μελιτζάνα και στη μουσική (με συναυλίες από τζαζ και ροκ μέχρι βαλκανικές μουσικές και παραδοσιακά τσακώνικα τραγούδια), τη σύγχρονη τέχνη και τον κινηματογράφο.
«Σήμερα είναι ντροπή να μην μιλάς τα Τσακωνικά», παρατηρεί στο αφιέρωμα του BBC ο νεαρός δήμαρχος της Νότιας Κυνουρίας Χαράλαμπος Λυσίκατος ο οποίος είναι πολύ υπερήφανος για την τσακώνικη καταγωγή του και αποκαλύπτει ότι «είναι όνειρό μου να τα μιλήσουν περισσότεροι Τσάκωνες».
Ιστορικά, τα Τσακώνικα ήταν μια προφορική γλώσσα. Σύμφωνα με τον αυστηρό τρόπο της ζωής τους, οι Δωριείς χρησιμοποιούσαν τη γλώσσα «λακωνικά» και μόνο από ανάγκη, και δεν έγραφαν τίποτα. Έτσι, υπάρχουν σχετικά λίγες λέξεις Τσακώνικες, περίπου 8.000 έως 10.000, σε σύγκριση με τα 5 εκατ. λέξεων των Νέων Ελληνικών.
«Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν υπάρχει τσακωνική λογοτεχνία», εξηγεί ο Μαξίμ Κισιλιέρ, καθηγητής Γλωσσολογίας και διευθυντής του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο της Αγίας Πετρούπολης στη Ρωσία, τον οποίο τιμούν οι Τσάκωνες γιατί μιλάει άπταιστα τη γλώσσα τους, -ξέρει μάλιστα ακόμα και διαφορές ανάμεσα σε χωριά-, «Αλλά υπάρχουν εκφράσεις αγάπης», λέει.
Το φτωχό λεξιλόγιο, πάντως, δεν αποτελεί πρόβλημα, καθώς η διάλεκτος δανείζεται τις λέξεις που της λείπουν από τα Ελληνικά, και κάποιες από τα Γαλλικά. Η μεγαλύτερη πρόκληση, όμως, είναι η διατήρηση της γλώσσας γραπτώς, καθώς «έχει πολύ ιδιαίτερη φωνητική και είναι πολύ δύσκολο να καταγραφεί τυπογραφικά», λέει ο Κισιλιέρ.
Η καλύτερη προσπάθεια μέχρι στιγμής είναι ένα τρίτομο λεξικό που εκδόθηκε από τον θείο της κυρίας Κουνιά, το 1986. Και τώρα πολλοί προσπαθούν να το ενημερώσουν και να το δημοσιεύσουν ξανά στο διαδίκτυο. Η πρωτοβουλία υποστηρίζεται ηθικά από τους δήμους της Νότιας και Βόρειας Κυνουρίας και το Αρχείο Τσακώνων αλλά δεν διαθέτουν τα χρήματα για την έκδοσή του.
«Αυτό που δεν γράφεται, ξεθωριάζει», παρατηρεί ο Σωτήρης Στενιώτης, ο οποίος άρχισε να συντάσσει λέξεις για ένα νέο λεξικό της διαλέκτου. «Στην εποχή της πληροφορίας και του Ιντερνετ, δεν πρέπει να χάσουμε μια γλώσσα. Κάθε χωριό της Τσακωνιάς θα πρέπει να διαθέτει ένα κέντρο Τσακωνικών για τους κατοίκους του ενώ χρειάζεται να γίνονται μαθήματα Τσακωνικών στη Σπάρτη και την Αθήνα», υποστηρίζει.
Ο πρόεδρος του Πραστού Δημήτρης Πετρής σκοπεύει να δημιουργήσει ένα τέτοιο κέντρο σε μια εγκαταλελειμμένη ταβέρνα στο σχεδόν έρημο χωριό του. Προς το παρόν, μόνο το «Αρχείον Τσακωνιάς», ο σύλλογος Φίλων Πραστού και κάποιοι ακόμη προσφέρουν μαθήματα. Φέτος, ειδικά, η πανδημία ενέπνευσε την Ελένη Μάνου να προσφέρει μαθήματα εκμάθησης της διαλέκτου για πρώτη φορά online, ανοίγοντας τον δρόμο για επέκταση της διδασκαλίας. Η κυρία Μάνου ελπίζει, επίσης, να ξεκινήσει μια εκπομπή στο ραδιόφωνο για να ενώσει τις περιοχές που μιλούν τα Τσακωνικά. Η ψηφιακή επανάσταση έφτασε, εξάλλου, και στα σκονισμένα αρχεία της Τσακωνιάς: ο σύλλογος έβαλε στόχο να ψηφιοποιήσει όλες τις τσακώνικες εκδόσεις του.
Για να επιβιώσει, βεβαια αυτή η γλώσσα «θα πρέπει να εμπλακούν περισσότεροι άνθρωποι, ειδικά οι νέοι» όπως λέει ο Πάνος Μαρνέρης, και τους παρακαλεί να συμμετάσχουν.
Η μάχη θα είναι σίγουρα δύσκολη. Τα σύγχρονα, ψηφιακά λεξικά μπορούν να σώσουν τις λέξεις των αρχαίων Σπαρτιατών, που έχουν απομείνει ζωντανές αλλά μόνο αν ο Λεωνίδας έλεγε στους Τσάκωνες «Μολών λαβέ»…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News