To 1907 ήταν η χρονιά που από τους πίνακες ενός μεγάλου ζωγράφου χάθηκαν η λεπτή διάθεση και η τρυφερότητα, οι ισχνές, μελαγχολικές μορφές των κλόουν και των πιερότων, των φτωχών, των αρρώστων και των αναπήρων. Θα αναρωτηθείτε για ποιον λόγο αυτό το γεγονός υπήρξε τόσο σημαντικό. Διότι, ο ζωγράφος δεν είναι άλλος από τον Πάμπλο Πικάσο. Και αυτή η «εξαφάνιση» σηματοδότησε την αρχή του Κυβισμού (κάθε τέλος, άλλωστε, είναι ένα νέο ξεκίνημα) η οποία ξεκίνησε από ένα συγκεκριμένο πίνακα. Τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν».
Ο Πικάσο ξεκίνησε να σχεδιάζει αυτό το έργο, όπως όλα τα προηγούμενα. Αλλά το συγκεκριμένο όμως έμελλε να γίνει η αφορμή να αλλάξει το στυλ του. Επί έξι μήνες κυοφορούσε εκατοντάδες σχέδια αυτού του πίνακα. Πιθανόν, διότι και ο ίδιος ψυχανεμίζονταν ότι έκανε κάτι μεγάλο, κάτι αληθινά επαναστατικό. Αυτό που άξιζε να αφιερώσει όλη του την ενέργεια. Ο πίνακας προοριζόταν να αλλάξει για πάντα τον τρόπο που η Τέχνη προσεγγίζει την πραγματικότητα
Πέντε γυναίκες, πέντε γυμνά σώματα που αρχικά απαρτίστηκαν από επιφάνειες ρόδινου χρώματος, πέντε άδεια και (ίσως για αυτόν ακριβώς τον λόγο τόσο τρομαχτικά) βλέμματα. Και τα κορμιά, αυτά τα μπερδεμένα σε ασημιές και γαλάζιες αποχρώσεις, να μοιάζουν με μαχαίρια. Καμιά καμπύλη. Καμιά γυναικεία τρυφερότητα, οι μορφές δεν μοιράζονται τον χώρο, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους. Η έλλειψη ενότητας σχεδόν σοκάρει. Απευθύνονται, σχεδόν περιφρονητικά, μόνο σε αυτόν που τις κοιτάζει. Κι εκεί ακριβώς βρίσκεται η επανάσταση. Η ανατροπή. Η μορφή είναι αυτή η οποία θριαμβεύει πια πάνω στο περιεχόμενο κι όχι το αντίθετο. Τόσο που όταν ο Πικάσο κάλεσε τον Μπρακ να δει τις «Δεσποινίδες της Αβινιόν», εκείνος δήλωσε σοκαρισμένος ότι «παρά τις επεξηγήσεις σου, με το έργο αυτό είναι σαν να μας δίνεις να φάμε στουπί και να πιούμε πετρέλαιο».
Oι δεσποινίδες της Αβινιόν.
Κι όμως αυτός ο πίνακας μανιφέστο, μακρόχρονος κάτοικος του ατελιέ στις πλαγιές της Μονμάρτης, αυτό το έργο που σχεδόν ζηλότυπα φύλαγε από τα βλέμματα τρίτων ο Πικάσο, δεν είχε αρχικά την αναγνώριση που του άξιζε. Ο συλλέκτης Ντουσέ τον αγόρασε έναντι ευτελούς ποσού το 1924 (γεγονός που ο Πικάσο μετάνιωσε). Ακόμη και τότε όμως η θέαση των «Δεσποινίδων της Αβινιόν» ήταν δυνατή μόνο με ραντεβού. Κι ενώ ο Ντουσέ σχεδίαζε μετά τον θάνατό του να τον κληροδοτήσει στο μουσείο του Λούβρου, οι υπεύθυνοι αρνήθηκαν την προσφορά του. Μόλις το 1937 αποκτήθηκε από στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Νέα Υόρκη κι έκτοτε αποτελεί ένα από τα πολυτιμότερα εκθέματα του.
Στο μεταξύ ο διάσημος καλλιτέχνης, ο άνθρωπος που αυτάρεσκα δήλωσε «δώστε μου ένα μουσείο και θα το γεμίσω», δε σταμάτησε ούτε λεπτό να δημιουργεί. 60.000 έργα άφησε πίσω του, μνημεία τέχνης που έχουν παραιτηθεί από τους κανόνες της κλασικής προοπτικής, για να ξεδιπλωθούν, μέσα από τη ματιά του ζωγράφου, με όλες τους τις πλευρές. Κι όλα αυτά προκειμένου να αποδοθεί η ουσία τους κι όχι η οπτική τους εμφάνιση.
Ζωγραφίζοντας τη «Γκερνίκα»
Ο μεγάλος Ισπανός, ο οποίος γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1881 στη Μάλαγα, όπως κάθε γνήσια διάνοια, πάντα υπήρξε έτοιμος να αλλάξει τις μεθόδους του κι έτσι τακτικά εγκατέλειπε τη διάθεση για τολμηρούς πειραματισμούς, επιλέγοντας ξανά διάφορες παραδοσιακές μορφές τέχνης. Του ήταν πολύ εύκολο να περιφρονεί ακόμη και την ίδια την ευφυΐα του. Τόσο απλό, όσο και το να ειρωνεύεται όσους επιχειρούσαν να ερμηνεύσουν τα έργα του. «Όλοι θέλουν να καταλάβουν την Τέχνη. Γιατί δεν προσπαθούν να καταλάβουν το τραγούδι του πουλιού;» έλεγε. Ήξερε, βλέπετε, πόσο φτωχά είναι τα λόγια μπρος σε ένα κελάηδισμα.
Το οξύ και ευαίσθητο καλλιτεχνικό πνεύμα του Πικάσο, που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ταραχώδη ζωή και τον αυταρχικό χαρακτήρα του θα έχει την ευκαιρία το κοινό να προσεγγίσει μέσα από τη θεματική έκθεση «Πάμπλο Πικάσο – Ζαν Κοκτώ: Οι καινοτόμοι του Μοντερνισμού. Kunstmuseum Pablo Picasso Münster & Συλλογή Γιάννη Kονταξόπουλου», που θα εγκαινιαστεί την Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2015 στο Ίδρυμα Β. & Μ. Θεοχαράκη, σε συνεργασία με το Μουσείο Picasso της Γερμανίας και τη Συλλογή Γιάννη Κονταξόπουλου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News