Η Μέριλιν είναι μια σταρ. Πανέξυπνη, μαχητική, σκανδαλιάρα, κοινωνική, χαριτωμένη, με τέλεια ματοτσίνορα και κομψές κινήσεις, αδηφάγα, η οποία εκτός από το φαγητό των γάτων και των σκύλων (δεν αφήνει κροκέτα για κροκέτα άμα τη εμφανίσει στο ταψάκι τους), τρελαίνεται, επίσης, να ποζάρει. Εχει γίνει η σταρ των ελληνικών social media, και αν το μυαλό σας πήγε στη Μέριλιν Μονρόε έχετε κάνει λάθος. Η εν λόγω Μέριλιν είναι μια γουρουνίτσα, μωρό ακόμη, και ευτυχισμένη κάτοικος του αγροκτήματος «Αρότρια».
Μια σπουδαία αθηναία μεταφράστρια, η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (Μαρίτα για τους φίλους της), και μια σπουδαία μαγείρισσα, η Βίκυ Καπούτση, εδώ και μερικά χρόνια αποφάσισαν να γίνουν αγρότισσες και αποσύρθηκαν σε ένα κτήμα στην Ερέτρια, καλλιεργώντας βιολογικά φρούτα και λαχανικά και κλείνοντας σε βαζάκια (η Βίκυ) απίθανες νοστιμιές. Φυσικά τα σκυλιά και οι γάτες δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την παρέα τους, όμως σιγά σιγά το κτήμα μεταμορφώθηκε σε μια πραγματική κιβωτό με κάθε λογής πλάσματα, κοτούλες, αρνάκια, κατσικούλες, γαϊδουράκι, χήνες και πάπιες, που το καθένα έχει το όνομά του και μεγαλώνει με σεβασμό, αποδεικνύοντας πόσο έξυπνα και συναισθηματικά είναι τα ζώα και πόσο έντονη και ξεχωριστή προσωπικότητα έχει το καθένα, αρκεί να τα παρατηρήσεις (και να τα αφήσεις να την ξεδιπλώσουν).
Φυσικά ούτε λόγος για σφάξιμο. Συνεισφέρουν απλά με το μαλλί τους, τα αβγά και το γάλα τους, που γίνεται θεσπέσιο βούτυρο και τυρί.
Πού τα ξέρω όλα αυτά; Πρώτον, οι κυρίες είναι φίλες μου αλλά ο καθένας μπορεί να έχει ενημέρωση, αφού μας τροφοδοτούν καθημερινά στο Facebook με φωτογραφίες και πληροφορίες για την εξέλιξη των ζωντανών τους. H Μέριλιν, λοιπόν, είναι το τελευταίο απόκτημα της Αρότριας, μια γουρουνίτσα, που η Βίκυ έσωσε κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή από του Χάρου τα δόντια: «Επέλεξα να πάρω αυτό το πλάσμα από μια μονάδα παραγωγής και σφαγής γουρουνιών στον Πισσώνα Ευβοίας γιατί σήμερα θα ήταν κανονικά η μέρα που θα αποχαιρετούσε τον κόσμο τούτο. Δεν μπορώ να σώζω όλα τα ζωάκια του κόσμου, μπορώ να σώζω όμως κάποια. Και χαίρομαι όταν το καταφέρνω. Ευχαριστώ Μ που το αποφάσισες. Επίσης Μ θέλω να σου πω πως εκτρέφει και μοσχαράκια, αν ενδιαφέρεσαι (καταλάβατε…). Αυτό είναι ένα τυχερό γουρουνάκι. Καλώς μας ήρθες!», έγραψε στην ανάρτησή της η StouBiky στις 20 Μαρτίου κι εμείς αρχίσαμε να παρακολουθούμε έκθαμβοι το μεγάλωμα ενός από τα πιο έξυπνα πλάσματα του κόσμου μας.
Οπότε δεν μου έκανε καμία εντύπωση όταν διάβασα ότι ο ρώσος ντοκιμαντερίστας Βίκτορ Κοσακόφσκι ανέκραξε «Βρήκαμε τη Μέριλ Στριπ μας!», τη στιγμή της πρώτης του συνάντησης με την σταρ, που θα γινόταν πρωταγωνίστρια στο νέο του έργο «Gunda», όπως είναι και το όνομά της. Η Γκούντα του Κοσακόφσκι είναι μια από τις τετράποδες παρουσίες του κινηματογράφου, που θα μείνει αξέχαστη, γιατί η ιστορία της έχει στιγμές έντασης ικανές να ανταγωνιστούν ισάξια ένα ανθρώπινο δράμα. (Δείτε το επίσημο trailer της ταινίας)
Χοιρομάνα, που ζει σε ένα νορβηγικό αγρόκτημα, η Γκούντα μοιράζεται τον κινηματογραφικό της χρόνο με δώδεκα γουρουνάκια, αρκετές αγελάδες και μερικά φιλοπερίεργα κοτόπουλα, των οποίων η έρευνα για μια άγνωστη δασική έκταση παίρνει τις διαστάσεις μιας μεγάλης ιστορίας εξερεύνησης. Γυρισμένο ασπρόμαυρο, εν μέρει από τον ίδιο τον Κοσακόφσκι, χωρίς voiceover ή ανθρώπινη παρουσία, το «Gunda» προσφέρει μια εντυπωσιακή απεικόνιση του κόσμου μέσα από τα μάτια των ζώων.
Μιλώντας μέσω Zoom, ο σκηνοθέτης εξηγεί στον Τζόναθαν Ρόμνεϊ των Financial Times, ότι στόχευε, πάνω απ’ όλα, να δείξει ότι τα ζώα έχουν τη δική τους απίστευτη προσωπικότητα: «Ηθελα να μην έχω ανθρώπους, απλώς να ζήσω για 90 λεπτά στον κόσμο των ζώων, να ακούσω τον ήχο τους, να κοιτάξω μέσα από τη δική τους οπτική. Γι’ αυτό η κάμερα βρίσκεται πολύ χαμηλά, σχεδόν αγγίζει το έδαφος, στο επίπεδο των ματιών των ζώων», λέει.
Τα γυρίσματα έγιναν σε αγροκτήματα και καταφύγια ζώων σε διάφορες χώρες, και η ταινία δεν είναι ανοικτά πολεμική, αν και είναι σίγουρο ότι οι θεατές θα δουν με άλλα μάτια, πλέον, τα ζώα εκτροφής, τα οποία είναι κάτι πολύ περισσότερο από απλά πηγή τροφής. «Η τέχνη δεν είναι προπαγάνδα, γι’ αυτό δεν χρησιμοποιώ αριθμούς. Το 2020, σκοτώσαμε 1,5 δισ. χοίρους , 66 δισ. κοτόπουλα, 300 εκατ. αγελάδες. Αλλά δεν έβαλα τίποτα από αυτά στην ταινία επειδή το πρόβλημα, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι δεν δεχόμαστε τα ζώα ως άτομα. Καθένα από αυτά είναι κάποιος, με τους δικούς του αγώνες, τα δεινά, τα συναισθήματα, την ευτυχία», λέει ο Κοσακόφσκι.
Αυτός είναι και ο λόγος που η ταινία του είναι ασπρόμαυρη. «Ακόμα και τα γουρουνάκια έχουν προσωπικότητες, το καθένα είναι διαφορετικό. Σε έγχρωμη εικόνα, βλέπετε μόνο αξιολάτρευτα γουρουνάκια. Τα μάτια τους είναι πολύ μικρά, οπότε δεν τα βλέπετε, αλλά αν βγάλετε το χρώμα, κοιτάζετε αμέσως τα μάτια τους, βλέπετε την προσωπικότητα», υποστηρίζει.
Ο Κοσακόφσκι ανακάλυψε τη Γκούντα κατά την πρώτη του επίσκεψη στο αγρόκτημά της, όπου οι χοίροι είναι ελεύθεροι να τριγυρίζουν και να σκάβουν, σε αντίθεση με τον εγκλεισμό σε μαντριά με σκληρό δάπεδο: «Μπήκαμε σε έναν τεράστιο αχυρώνα, όπου υπήρχαν κάπου 20 χοιρομάνες, και μια από αυτές με πλησίασε και με κοίταξε, πολύ φιλικά. Είναι σαφές ότι σου μιλάει με τα μάτια της, επικοινωνεί», λέει.
Ο ρώσος σκηνοθέτης κέρδισε την εμπιστοσύνη της Γκούντα με την επίσκεψή του μια εβδομάδα πριν γεννήσει τα 16 μωρά της, αν και δεν έζησαν όλα. Τα εντυπωσιακά κοντινά πλάνα από τη γέννηση επιτεύχθηκαν χάρη στην κατασκευή ενός αντιγράφου του χοιροστασίου της Γκούντα, έτσι ώστε να γίνεται μαγνητοσκόπηση στο εσωτερικό του ενώ η κάμερα βρισκόταν απ΄έξω. Το αποτέλεσμα είναι εντυπωσιακό. Υπάρχουν στιγμές μεγάλης… γουρουνοχαράς, ιδίως σε μια σκηνή, που δείχνει την ευχαρίστηση των πλασμάτων ενώ πίνουν σταγόνες βροχής. Ωστόσο, προσοχή: Η «Gunda» δεν είναι μια χαριτωμένη και ειδυλλιακή ταινία σε μια φάρμα με ζώα ανθρωπόμορφα, αλλά μια μελέτη της φύσης, που δεν επηρεάζεται καθόλου από τα συναισθήματα, αντίθετα μας ντροπιάζει…
Η ανησυχία του Κοσακόφσκι για τα ζώα ξεκίνησε όταν ήταν μόλις τεσσάρων ετών. Είχε φίλο ένα γουρουνάκι, τον Βάσια, μια μέρα όμως τον βρήκε σερβιρισμένο στο τραπέζι. «Οι συγγενείς μου σκότωσαν τον καλύτερό μου φίλο. Πάντα λέω ότι έγινα το πρώτο χορτοφάγο παιδί στη Σοβιετική Ένωση. Τρέλανα την οικογένειά μου», αποκαλύπτει.
Οι κοινές πεποιθήσεις οδήγησαν τον Χοκίν Φίνιξ να γίνει εκτελεστικός παραγωγός της «Gunda». Ο δημιουργός της έστειλε την ολοκληρωμένη ταινία στον ηθοποιό μετά την ομιλία του για τα δικαιώματα των ζώων την βραδιά των Οσκαρ του 2020. «Με ρωτούσαν “εσύ έγραψες την ομιλία του; Επανέλαβε ακριβώς αυτά που λες κάθε μέρα πριν από το γύρισμα ”. Είμαστε πολύ κοντά ο ένας στον άλλο, νομίζω ότι κάτι θα βγει από αυτή τη συνεργασία», δήλωσε σχετικά στους Financial Times ο ρώσος σκηνοθέτης.
Ωστόσο ο Κοσακόφσκι είναι εξίσου αφοσιωμένος και στην ανθρώπινη δικαιοσύνη: τον Απρίλιο, προσχώρησε σε μια ομάδα περίπου 100 ατόμων, που έκαναν απεργία πείνας για να υποστηρίξουν το αίτημα του φυλακισμένου πολιτικού της ρωσικής αντιπολίτευσης Αλεξέι Ναβάλνι για ιατρική φροντίδα. Ο σκηνοθέτης, ο οποίος έκανε απεργία πείνας επί έξι ημέρες, δήλωσε ότι δεν το έκανε επειδή συμφωνεί πολιτικά με τον Ναβάλνι, αλλά από ενσυναίσθηση προς την οικογένειά του. Για αυτόν, τα τρέχοντα προβλήματα της Ρωσίας είναι μεγαλύτερα από τον Βλαντίμιρ Πούτιν, και πηγάζουν από μια παράδοση αιώνων: «Οποιος κι αν είναι στην εξουσία στη Ρωσία, ο λαός θα τον κάνει αυταρχικό δικτάτορα. Ακόμα κι εγώ, αν ήμουν πρόεδρος, η παράδοση θα με έκανε να θυμίζω μνημείο. Σε πέντε χρόνια, ολόκληρη η χώρα θα γινόταν χορτοφάγος, και στη δεύτερη θητεία μου, όλοι θα γίνονταν vegan», λέει.
Γεννημένος το 1961 στο τότε Λένινγκραντ, ο Κοσακόφσκι έδωσε το στίγμα του το 1994 με τη μελέτη μια δυσλειτουργικής αγροτικής οικογένειας, «The Belovs», και στη συνέχεια έκανε την «Wednesday» («Τετάρτη», 1997), μια ταινία για περίπου 70 κατοίκους της Αγίας Πετρούπολης, που έτυχε να γεννηθούν εκεί την ίδια μέρα με εκείνον: είναι ο τρόπος του, λέει, να θέτει ερωτήσεις σχετικά με την ταυτότητα και το ατομικό πεπρωμένο.
Ο Κοσακόφσκι ζει τώρα στο Βερολίνο, έχοντας εγκαταλείψει τη Ρωσία το 2008. Δεν έλαβε κρατική χρηματοδότηση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν το ήθελε: «Από το τέλος της εποχής του Γέλτσιν, συνειδητοποίησα ότι η κυβέρνησή μου είναι διεφθαρμένη. Δεν ήθελα να συμμετάσχω σε αυτό και δεν είμαι αρκετά δυνατός για να πολεμήσω σαν τον Ναβάλνι», λέει.
Οι ταινίες του ταξινομούνται ως ντοκιμαντέρ, αν και η λέξη, σύμφωνα με τον Κοσακόφσκι, έχει αλλάξει κάπως το νόημά της, χάνοντας την καλλιτεχνική διάσταση, με την οποία ο ίδιος συνδέεται ακλόνητα: «Αν πείτε “ντοκιμαντέρ”, οι άνθρωποι σκέφτονται αμέσως ότι εννοείτε ρεπορτάζ. Πώς να αποκαλέσω τις ταινίες μου; Δεν απευθύνονται στο μυαλό σας, απευθύνονται στην καρδιά σας. Δεν θέλω να σας δώσω πληροφορίες. Δεν θέλω να σας διδάξω, θέλω να συμμετάσχετε, θέλω να νιώσετε. Θέλω να δείτε κάτι που δεν έχετε ξαναδεί», εξηγεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News