1528
|

Μία έντιμη κουβέντα με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο

Μία έντιμη κουβέντα με τον Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο

Μετά την πρεμιέρα του Αίαντα στην Επίδαυρο, στις 17/7, όπου το κοινό χειροκροτούσε όρθιο επί πέντε λεπτά τον σκηνοθέτη Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο να στέκεται δίπλα στον μεταφραστή του έργου, Δημήτρη Μαρωνίτη, μου γεννήθηκαν μια αρμαθιά απορίες. Γιατί άραγε επιλέχθηκε ο Νίκος Κουρής για τον κεντρικό ρόλο, είναι η αυτοκτονία μια ουσιαστική πράξη, πρόκειται για κρητικό μοιρολόι αυτό που παρακολούθησα, ήταν τελικώς ένα ζωντανό μνημείο το ζωγραφισμένο όστρακο που αντικατέστησε επί σκηνής το νεκρό σώμα του Αίαντα; Ο ενωτικός λόγος του Οδυσσέα προς το τέλος, απέναντι στον πολλά βαρύ Αγαμέμνονα, ήταν νίκη της πολιτικής-διαπλοκής ή απόδοση τιμής στον ήρωα; Μήπως, τελικώς, η πιο τραγική συνειδητοποίηση του βίου μας, είναι ότι προσπαθούμε να ορίσουμε τη μοίρα μας;

Αν κι έφευγε για ολιγοήμερες διακοπές, τον συνάντησα τη Δευτέρα το μεσημέρι σε ένα καφέ κοντά στο θέατρο του Νέου Κόσμου. Μολονότι καθίσαμε κάτω από την παχιά σκιά ψηλών δέντρων, η ζέστη ήταν αφόρητη, και τα απηυδισμένα τζιτζίκια έκαναν τόσο θόρυβο, που ήταν λες και τη συζήτησή μας συνόδευε το «μπουπ-μπουπ» ραδιοφώνου στη διαπασών. Από τη μια μεριά του στρογγυλού τραπεζιού, οι ερωτήσεις ενός θεατή, όχι κριτικού θεάτρου, που επιδίωξε τη συνάντηση ώστε να βρει χρήσιμες απαντήσεις σε όσα τον απασχολούσαν. Από την άλλη, ένας σκηνοθέτης πραγματικός εργάτης, με σημαντική τριβή στα αρχαία κείμενα («Αχαρνείς», «Εκκλησιάζουσες», «Τρωάδες», κ.ά) μετρημένος στα λόγια του, με εμφανή απέχθεια στις κοινοτυπίες, σαφής στις λέξεις που επέλεγε να χρησιμοποιήσει, με χιούμορ, και αν μη τι άλλο, με διάθεση πολιτική. Ακολούθησε μια έντιμη κουβέντα, με εκατέρωθεν παραδοχές, η οποία εξελίχθηκε σε μπρα-ντε-φερ ρεαλισμού εναντίον ηρωισμού.

«Ο θάνατος του παιδιού σου είναι αξεπέραστος»

Η συνέντευξη δεν είχε ορεκτικά, ξεκινήσαμε ευθύς με το κυρίως πιάτο. «Δεν υπήρχε κάτι που να μου άρεσε περισσότερο ή λιγότερο σε αυτό που παρουσιάσαμε, άλλες έγνοιες είχα όταν την παρακολουθούσα ανάμεσα στους θεατές, πιο πρακτικές. Αν θα κοβόταν το ρεύμα, αν θα έπεφτε το σκηνικό, αν τα πράγματα που δουλέψαμε θα λειτουργούσαν στην Επίδαυρο». Πάντως, απρόβλεπτα υπήρξαν, όπως η αναπάντεχη είσοδος ενός παιχνιδιάρη σκύλου στη σκηνή. «Αυτές είναι ωραίες συμμετοχές», θα πει χαμογελώντας, και θα προσθέσει πως «με ενδιέφερε η αύρα του κόσμου. Δεδομένου ότι οι θεατές εκφράζονται ακόμη και με την αναπνοή τους, ήθελα να δω αν και πώς θα συντονιστούν. Με εντυπωσίασε η συγκέντρωση του κοινού σε τέτοιο βαθμό, που αρχικώς αναρωτιόμουν αν βαριούνται».

Ο ιδρυτής του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ήταν ειλικρινής όχι μόνο επειδή δεν έκρυψε τις δικές του, καθόλα ανθρώπινες, αγωνίες, αλλά κυρίως γιατί δεν «κόντυνε» την οδύνη που γεννάει μια αυτοκτονία ώστε να μπορέσει να τη χωνέψει και να την αποδώσει σκηνοθετικά. Συζητώντας για τη συμπεριφορά και τη σύνθεση του ακροατηρίου, μόλις του επισήμανα το μεγάλο αριθμό τουριστών, παρατήρησα το πρόσωπο του να σκληραίνει. Θυμήθηκε ένα ζευγάρι Νορβηγών, που χρόνια παραθερίζουν στην Καρδαμύλη, οι οποίοι τον βρήκαν μετά την παράσταση. «Ο μεγάλος τους γιος είχε αυτοκτονήσει πριν χρόνια γιατί δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι ο μικρότερος αδελφός του είχε σκοτωθεί σε τροχαίο. Οι γονείς αναζητούσαν απαντήσεις στην ιστορία του Αίαντα, προσπαθούσαν κάπως να κάτσει μέσα τους ο θάνατος του παιδιού τους. Αυτός ο πόνος δεν ξεπερνιέται με τίποτα…».

Αφού μου έλυσε την απορία για τη μουσική, «όχι, δεν ήταν κρητικό μοιρολόι η μουσική για τον Αίαντα, είχε επιρροές από βαλκανικούς ήχους, ηπειρώτικους, αραβοκρητικούς, μεσογειακή θα τη χαράκτηριζα», κι αφού ξεκαθάρισε ότι θα κρατήσει για τον εαυτό του τις όποιες μεταγενέστερες αλλαγές στην παράσταση, «αυτά ανήκουν στην κουζίνα κι όχι στο σερβίρισμα, θα κάνω τις αλλαγές στις πρόβες κι όχι στη συνέντευξη», ύστερα υπερασπίστηκε με πάθος τον πρωταγωνιστή Νίκο Κουρή. «Δεν συμφωνώ μαζί σου ότι ο Νίκος δεν ήταν έτοιμος για τον ρόλο, ακολούθησε πιστά αυτό που του πρότεινα, δεν με αιφνιδίασε στην παράσταση κάνοντας άλλα από αυτά που είχαμε συμφωνήσει. Έχει μια σκοτεινή πλευρά που ταιριάζει στον ρόλο, είναι ευφάνταστος και παίρνει μεγάλες πρωτοβουλίες στην πρόβα, είναι ταλαντούχος, συγκροτημένος, εργατικός και καλός άνθρωπος. Θέλω να συνεργαστώ ξανά μαζί του». Πλέον, τα μπράτσα μας είχαν προθερμανθεί αρκετά ώστε να συγκρουστούμε για την έννοια της αυτοκτονίας.

«Η αυτοκτονία είναι γενναία πράξη, όχι αποδοχή ήττας»

«Η αυτοκτονία είναι μια πράξη γενναία, όχι αποδοχή ήττας. Όλοι μας έχουμε σκεφτεί αυτοκτονίες αλλά δεν τις τολμήσαμε». «Ναι, όμως είναι πράξη ουσίας; Δεν θα μπορούσε ο Αίας να μην εγκαταλείψει και να συνεχίσει ζωντανός να πολεμάει για την τιμή του;», αποκρίνομαι ρωτώντας. Εκμεταλλεύομαι την παύση προβληματισμού και πυροβολώ ξανά, με την άγνοια, όπως αργότερα θα φανεί, αμούστακου αγοριού. «Και στην τελική, ο Αίας γνώριζε ότι κουμάντο κάνουν οι Θεοί. Γιατί πήγε κόντρα στην Αθηνά; Γνώριζε ότι θα χάσει…». Η απάντησή του κρυστάλλινη, δίχως διπλωματικές περιστροφές.

«Ο Σοφοκλής είναι βαθιά θεολογικός, οπότε ο ήρωάς του δεν αμφισβητεί την ύπαρξη Θεών. Ο ποιητής μέσω του κεντρικού ήρωα δείχνει την επιθυμία του να καθορίζει ο ίδιος τη μοίρα του, για αυτό ο Αίας αναλαμβάνει όλη την ευθύνη, παρά το γεγονός ότι τον τρέλανε η Αθηνά. Η ντροπή που νιώθει είναι ασήκωτη. Η τιμή του έχει καταρρακωθεί. Μόλις συνειδητοποίησε ότι είχε σφάξει τα κοπάδια των Αχαιών και όχι τους ίδιους, νιώθοντας ότι η αδικία στο πρόσωπό του έχει ακυρώσει την ύπαρξή του, αποφασίζει να τελειώσει τη ζωή του. Δεν στέκεται σε δικαιολογίες, ορίζει τη μοίρα του». Προσπαθώντας να καταλάβω την επιμονή του, επιτίθεμαι εκ νέου με μια ζόρικη -έτσι υπέθεσα- ερώτηση. «Αν ήσασταν ο Αίας, θα αυτοκτονούσατε;». Το βέλος μου ούτε που τον ακούμπησε. «Μα δεν θα μπορούσα να είμαι ο Αίας, φοράω γυαλιά! Άλλωστε, το μόνο κοινό που έχουμε είναι το ύψος…».

«Η συγκίνηση δεν είναι για να κλαίει ο ηθοποιός»

Ένα από τα ζητήματα που τον παίδεψαν πολύ ήταν η σκηνοθετική απόδοση της αυτοκτονίας. Το να είχε έναν ηθοποιό ακίνητο μία ώρα πάνω στη σκηνή, καρφωμένο στο σπαθί του Έκτορα, δεν ταίριαζε, όπως λέει, στην αγάπη του για τους ηθοποιούς, το έβρισκε εξωφρενικό. Τελικώς, επέλεξε στη θέση του Αίαντα να υψώσει ένα ζωγραφισμένο όστρακο, που στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, έμοιαζε με μνημείο. «Σήμερα, το δράμα απαιτεί άλλη προσέγγιση, δεν μπορείς να το αναπαραστήσεις όπως παλιά, με την ευκολία του κλάματος και του θρήνου των ηθοποιών. Η συγκίνηση είναι για να κλαίει ο θεατής, όχι ο ηθοποιός. Ως εκ τούτου, εμπνευσμένος από τον τρόπο που επικοινωνούν και συγκινούνται οι πιστοί με τον Επιτάφιο, σκέφτηκα να στήσω ένα ζωντανό μνημείο στο κέντρο της σκηνής που θα εξυπηρετούσε την αφήγηση και ταυτόχρονα θα ήταν «κοινός» τόπος για τους θεατές».

Η επιτυχής ισορροπία ανάμεσα στην αφήγηση και στην υπόκριση, που στόχευε στην αποφυγή των εύκολων μελοδραματισμών, κορυφώθηκε όταν ο Οδυσσέας προσπαθούσε να πείσει τον Αγαμέμνονα πως πρέπει οπωσδήποτε να ταφεί το σώμα του Αιάντα. Στο πρόσωπο του Γιάννη Τσορτέκη, του ηθοποιού που υποδυόταν τον βασιλιά της Ιθάκης, η αλαζονεία συνυπήρχε με τη φιλάνθρωπη διάθεση, η πολιτική σκοπιμότητα με τη στοχαστική ενατένιση των ανθρώπινων πραγμάτων. «Ο Οδυσσέας πείθει τον Αγαμέμνονα για την ταφή του νεκρού. Είναι απόδοση δικαιοσύνης προς τον ήρωα ή ακόμη μια νίκη της πολιτικής έναντι του ηρωισμού;». Χαμογελάει ξανά, με μια οικεία πατρική γλυκύτητα, σαν να θέλει να ξεκινήσει τη φράση του με το «καλό μου παιδί…», και αρχίζει να αναλύει. «Ο Σοφοκλής, γνώστης της ανθρώπινης συμπεριφοράς, διαβάζει τα κίνητρα των ανθρώπων κι εφευρίσκει αυτό το έξυπνο κόλπο. Από τη μια, ο Οδυσσέας με την παρέμβασή του αποτρέπει έναν εμφύλιο πόλεμο, άρα εμφανίζεται ενωτικός, κι από την άλλη έχει ένα λόγο σεβαστικό και ουμανιστικό, που κερδίζει τους θεατές. Εν ολίγοις, εκμεταλλεύεται τη συγκυρία για να ανεβάσει τις μετοχές του και να κλέψει όλη τη δόξα».

Η κουβέντα μας, διάρκειας μιας ώρας και κάτι, ήταν απολαυστική. Ένιωθα ότι συνομιλώ με κάποιον που γνωρίζω χρόνια, παρότι τον συναντούσα για πρώτη φορά. Ίσως οφειλόταν στην προθυμία του συνομιλητή να καταλάβει τις ερωτήσεις, να εμβαθύνει σε αυτές, κρατώντας πάντα τις απόψεις του και υπερασπίζοντας με ευγένεια τις επιλογές του. Είπαμε κι άλλα πολλά και ενδιαφέροντα, ένα εξ αυτών ήταν η φράση «δεν έχω καμία αγωνία να είμαι μοντέρνος, σίγουρα θέλω να μην είμαι βαρετός», ωστόσο δε χωράνε όλα. Θα σταθώ όμως σε ένα τυχαίο περιστατικό που μου επιβεβαίωσε την αίσθηση που είχα αποκομίσει από προηγούμενες συνεντεύξεις του, ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος διαμορφώνει απόψεις εντός του κι ύστερα τις προβάλλει με ταπεινότητα στις παραστάσεις του, δίχως να αγωνίζεται για να επιβάλλει το δικό του.

Όταν συζητούσαμε για το πώς οι άνθρωποι προκαλούν τη μοίρα τους, κακιά ή καλή, την ώρα που εξηγούσε ότι «δεν πρέπει να αφηνόμαστε στον θυμό γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να χάσουμε το δίκιο μας και να προκαλέσουμε ένα σωρό δεινά», μια κουτσουλιά πέφτει στο αριστερό του χέρι. «Γούρι για την επόμενη παράσταση» του λέω αυθόρμητα, για να καλύψω αυτό το κενό της αμηχανίας, και κείνος απαντάει. «Όχι-όχι, δεν θα τη σκουπίσω. Θα την πλύνω με το νερό (παίρνει ποτήρι και την πλένει) για να την καθαρίσω, να έχω μια καθαρή τύχη!». Καλή και καθαρή τύχη, λοιπόν, κύριε Θεοδωρόπουλε στις επόμενες αναζητήσεις σας.

Ιnfo: H παράσταση θα παρουσιαστεί τη Δευτέρα 27 Ιουλίου στο Θέατρο Βράχων στο Βύρωνα, 21.30.

Συντελεστές της παράστασης :
Μετάφραση: Δ.Ν. Μαρωνίτης
Σκηνοθεσία: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος
Μουσική: Νίκος Κυπουργός
Σκηνικά-Κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου
Χορογραφίες: Αγγελική Στελλάτου
Σχεδιασμός φωτισμών: Σάκης Μπιρμπίλης
Μουσική διδασκαλία: Αναστάσης Σαρακατσάνος, Γιάννης Πλαστήρας 
Βοηθός σκηνοθέτη: Βάσια Χρήστου

ΔΙΑΝΟΜΗ :
Αίας: Νίκος Κουρής
Τέκμησσα  Μαρία: Πρωτόπαππα
Οδυσσέας: Γιάννης Τσορτέκης
Αθηνά: Ελένη Ουζουνίδου
Τεύκρος: Γιάννος Περλέγκας
Άγγελος: Παντελής Δεντάκης
Μενέλαος: Γιάννης Κλίνης
Αγαμέμνων: Δημήτρης Παπανικολάου
Ευρυσάκης: Νικόλας Κατσαμπάνης
 
Ραψωδός:  Μιχάλης Τιτόπουλος

ΧΟΡΟΣ : 
Θύμιος Κούκιος
Δαβίδ Μαλτέζε
Δημήτρης Πασσάς
Κρις Ραντάνοφ
Αλέξανδρος Μαυρόπουλος
Χρήστος Μαλάκης
Σταύρος Σβήγκος
Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος
Μάνος Στεφανάκης
Σπύρος Κυριαζόπουλος
Θοδωρής Σκυφτούλης

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News