Κυκλοφορεί: «Το ψοφίμι», Φίλιπ Κερ (Ολκός)
Κυκλοφορεί: «Το ψοφίμι», Φίλιπ Κερ (Ολκός)
Ο Φίλιπ Κερ, συγγραφέας με μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά πριν από είκοσι χρόνια από τις εκδόσεις Ολκός. Το βιβλίο του «Το Ψοφίμι», που κυκλοφορεί σε νέα έκδοση, είναι ένα κλασικό στο είδος του αστυνομικό μυθιστόρημα.
Η υπόθεση διαδραματίζεται στην Αγία Πετρούπολη (πρώην Λένινγκραντ) όπου δολοφονείται ο πιο διάσημος δημοσιογράφος της Ρωσίας. Τη διαλεύκανση του εγκλήματος αναλαμβάνει ο Γκρούσκο, επικεφαλής της Υπηρεσίας Δίωξης του Οργανωμένου Εγκλήματος, αφού όλα δείχνουν ότι πρόκειται για έργο της Μαφίας. Ποιας Μαφίας όμως; Των Ουκρανών, των Γεωργιανών ή των Αζέρων; Γιατί την πόλη λυμαίνονται μαφιόζοι από όλες τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες. Και τι ακριβώς είχε ανακαλύψει ο δημοσιογράφος Μιλιούκιν αλλά δεν πρόλαβε να φέρει στο φως;
Ο συγγραφέας -που έλαβε προσωπικά μέρος σε επιχειρήσεις εναντίον της Μαφίας- ιχνηλατεί εδώ έναν κύκλο αίματος που χάνεται στα βάθη των αιώνων ενώ ταυτόχρονα σκιαγραφεί το πρόσωπο της Ρωσίας. Το έργο, με απόηχους από τον Ντοστογιέφσκι και τον Πούσκιν, τον Παστερνάκ και τον Μπουλγκάκωφ, αποτελεί ταυτόχρονα και έμμεση λογοτεχνική ξενάγηση σε μια από τις πιο παράξενες και όμορφες πόλεις της Ευρώπης.
Ο συγγραφέας μπήκε, το 1993, στον κατάλογο με τους καλύτερους νέους συγγραφείς της χώρας του. Το BBC παρουσίασε «Το Ψοφίμι» σε τρία επεισόδια, με τον τίτλο «Γκρούσκο» – το όνομα του ήρωα του μυθιστορήματος.
Απόσπασμα από το βιβλίο
Την ακολουθήσαμε προς το Βόλγα, στην πλευρά του συνοδηγού. Στο κάθισμα βρισκόταν ένας άντρας, με το σώμα γερμένο προς τα μπρος και το μέτωπό του ακουμπισμένο πάνω στο ταμπλώ που είχε μια κρούστα από αίμα. Η περίπτωση σίγουρα δεν είχε τίποτε που να εμπνέει έναν μαρξιστή τελεολόγο, αν υποθέσουμε βέβαια ότι υπήρχαν ακόμη άνθρωποι πεπεισμένοι για την αποτελεσματικότητα αυτής της μεθόδου. Η τρύπα πίσω στο κεφάλι, μεγάλη όσο κι ένα καπίκι, δεν άφηνε καμιά αμφιβολία για το πώς είχε επέλθει το τέλος. Ο άντρας μάς ατένιζε με κάτι ορθάνοιχτα γκριζοπράσινα μάτια μέσα από ένα χλωμό σαν κερί, παχύσαρκο πρόσωπο. Ήταν ζωντανός όσο κι ένα ψoφίμι, αλλά όσο περισσότερο τον κοίταζα τόσο σχημάτιζα την εντύπωση ότι, αν ξεχνούσα το τσιρότο πάνω στο σημείο απ’ όπου είχε βγει η σφαίρα, όπου να ’ναι θα έγερνε προς τα πίσω και θα μου πρόσφερε τσιγάρο από το πακέτο Ρισκ που ακόμη κρατούσε στο κοντόχοντρο χέρι του.
Ο Γκρούσκο σταυροκοπήθηκε και μετά αναστέναξε.
«Ο Μιχαήλ Mιχαήλoβιτς», είπε θλιμμένος. «Κρίμα».
«Τον ήξερες;» η Σελάεβα φάνηκε να εκπλήσσεται.
Ο Γκρούσκο έγνεψε καταφατικά και προς στιγμήν νόμισα ότι ήταν έτοιμος να κλάψει. Το προτεταμένο πάνω χείλι του φανέρωνε τον αγώνα που έκανε για να μην ξεσπάσει. Mετά, πριν της απαντήσει, έβηξε κάμποσες φορές.
«Από την εποχή της γκλάσνοστ ακόμη≫, της είπε, ≪από τότε που πρωτοάρχισε να γράφει για τη Μαφία. Την επoχή, δηλαδή, που η κυβέρνηση δεν παραδεχόταν ακόμη την ύπαρξη Σοβιετικής Μαφίας. Δεν θα ήταν υπερβολή αν έλεγα ότι το Τμήμα μου οφείλει τη δημιουργία του στον Μιχαήλ Μιχαήλοβιτς». Ρούφηξε τη μύτη του δυνατά και με δάχτυλα που μόλις έπιαναν άναψε τσιγάρο. «Μας είχε βοηθήσει σε κάμποσες υποθέσεις. Μερικές μάλιστα τις είχε ξεκινήσει ο ίδιος».
Τα χείλη της Σελάεβα τεντώθηκαν, στένεψαν και έγιναν μια γραμμή αποδοκιμασίας.
«Καλά έλεγα εγώ ότι πήγαινε γυρεύoντας», είπε κοφτά.
«Να λοιπόν άλλη μια υπόθεση που ξεκίνησε ο ίδιος! Δεν έχεις παρά να βρεις αυτόν που ήταν στο πίσω κάθισμα και του τίναξε τα μυαλά στον αέρα κάπου μεταξύ δώδεκα και δύο το πρωί. Αλλά μην ξεχνάμε πως είναι κι ο άλλoς, πίσω
στο πορτ μπαγκάζ!»
Γύρισε και περνώντας ξυστά από δίπλα μου πήγε προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Ο τόνος της φωνής της ήταν τόσο σκληρός και ψυχρός που δεν ξαφνιάστηκα καθόλου όταν διαπίστωσα ότι φορούσε το ίδιο άρωμα με την πρώην σύζυγό μου. Με τον αγκώνα της έκανε πέρα το φωτογράφο της αστυνομίας και με μια μηχανική κίνηση του χεριού της, που το κάλυπτε ένα λαστιχένιο γάντι, μας παρουσίασε το περιεχόμενο του πορτ μπαγκάζ.
Αντίθετα από τον άντρα στο κάθισμα του συνοδηγού, τούτος εδώ δεν θα μπορούσε να έχει πιο θανατερή όψη. Δεμένος χειροπόδαρα και διπλωμένος στα δύο, όπως οι νε κροί σε αρχαίο τάφο, δεν μου έλεγε και πολλά πράγματα,
εκτός ίσως ότι τον είχαν πυροβολήσει κάμποσες φορές σ’όλο το μήκος του λευκοπλάστη που κάλυπτε το στόμα του.
Ο Γκρούσκο πιπίλισε το τσιγάρο του, λες και ήθελε να βεβαιωθεί ότι είχε όντως στόμα, έγειρε το κεφάλι του στο πλάι για να δει καλύτερα το πρόσωπο του νεκρού και μετά έβγαλε έναν ήχο που έμοιαζε με καταφατικό γρύλισμα. Τις
επεξηγήσεις όμως μας τις έδωσε ο Νικολάι.
«Μοιάζει με κώδικα της Μαφίας, κύριε συνταγματάρχα».
«Έτσι φαίνεται», συμφώνησε ο Γκρούσκο και διέταξε:
«Κομμένη η επικοινωνία με τον ασύρματο!»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News