1820
|

Κερδίστε Βιβλία: «Η βίλα της θλίψης», Πατρίκ Μοντιανό (Λιβάνη)

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 30 Νοεμβρίου 2014, 00:02

Κερδίστε Βιβλία: «Η βίλα της θλίψης», Πατρίκ Μοντιανό (Λιβάνη)

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 30 Νοεμβρίου 2014, 00:02

Σε μια επαρχιακή λουτρόπολη της Γαλλίας, τη δεκαετία του '60, μια παρέα περίεργων ανθρώπων ζει μια περιπέτεια πίσω από την οποία παραμονεύει το μυστήριο και ο αισθησιασμός. Σε αυτήν εμπλέκονται ένας μυστηριώδης γιατρός, μια γοητευτική ηθοποιός και ένας ανυπότακτος δεκαοχτάχρονος. Πίσω από τη φαινομενική ηρεμία που βαραίνει την ατμόσφαιρα, γεγονότα και χαρακτήρες αναδεύονται αργά και υπόγεια. Η μοιραία συνάντηση του νεαρού Βίκτορα με την ωραία Υβόννη γεννά έναν έρωτα που μοιάζει προορισμένος να κρατήσει αιώνια…

Απόσπασμα από το βιβλίο

ΤΟ ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ ΒΕΡΝΤΕΝ το γκρέμισαν. Ήταν ένα περίεργο κτίσμα απέναντι από το σταθμό, με μια βεράντα ολόγυρα που τα ξύλα της είχαν σαπίσει. Οι πελάτες ήταν συνήθως έμποροι που διανυκτέρευαν πριν πάρουν το επόμενο τρένο τους. Είχε φήμη ύποπτου ξενοδοχείου. Και το διπλανό καφέ, που είχε το σχήμα ροτόντας, χάθηκε κι αυτό. Να το ’λεγαν καφέ ντε Καντράν ή ντε λ’ Αβενίρ; Τώρα, ανάμεσα στο σταθμό και τις πελούζες της πλατείας Αλμπέρ Πρεμιέ χάσκει ένα μεγάλο κενό.

Η οδός Ρουαγιάλ δεν άλλαξε, επειδή όμως είναι χειμώνας και η ώρα προχωρημένη, έχεις την αίσθηση πως διασχίζεις μια νεκρή πόλη. Οι βιτρίνες του βιβλιοπωλείου του Κλεμάν Μαρό, του κοσμηματοπωλείου του ντ’ Όροβιτς, της Ντοβίλ, της Γενεύης, της Λε Τονκέ και του αγγλικού ζαχαροπλαστείου Φιντέλ-Μπερζέ… Πιο πέρα, το κομμωτήριο Ρενέ Πιγκό. Οι βιτρίνες του Ανρί α λα Πανσέ. Τα περισσότερα από τούτα τα πολυτελή μαγαζιά μένουν κλειστά το χειμώνα. Εκεί όπου αρχίζουν οι καμάρες φαίνεται αριστερά, στην άκρη, το κοκκινοπράσινο νέον του Σιντρά που λάμπει. Στο απέναντι πεζοδρόμιο, στη γωνία της οδού Ρουαγιάλ και της πλατείας Πακιέ, είναι το καφέ όπου το καλοκαίρι συχνάζει η νεολαία. Να ’χει ακόμα σήμερα την ίδια πελατεία;

Τίποτα πια δεν έχει απομείνει από το μεγάλο καφέ, από τα πολύφωτα, τους καθρέφτες, τα τραπέζια του με τις ομπρέλες που γέμιζαν το πεζοδρόμιο. Γύρω στις οχτώ το βράδυ άρχιζε ένα πέρα δώθε από τραπέζι σε τραπέζι και οι παρέες σχηματίζονταν. Γέλια. Ξανθά μαλλιά. Ο ήχος των ποτηριών που τσουγκρίζουν. Ψάθινα καπέλα. Κάπου κάπου, κάποιος με μπουρνούζι πρόσθετε μια παρδαλή νότα. Όλοι ετοιμάζονταν για τις νυχτερινές εξόδους τους.

Πιο πέρα, στα δεξιά, το Καζίνο, λευκό και ογκώδες, που λειτουργεί από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο. Το χειμώνα, η καλή κοινωνία της πόλης παίζει μπριτζ δυο φορές την εβδομάδα στην αίθουσα του μπακαρά και η αίθουσα του μπάρμπεκιου διατίθεται για τις συναντήσεις του Ροταριανού Ομίλου της περιοχής. Πίσω από το Καζίνο, το πάρκο Αλμπινί κατηφορίζει απαλά μέχρι τη λίμνη με τις ιτιές, το κιόσκι για τις μπάντες και την αποβάθρα απ’ όπου μπορεί να πάρει κανείς το παλιό καράβι που κάνει το συνεχές πήγαινε έλα στις μικρές παραλιακές πόλεις: Βεριέ, Σαβουάρ, Σεν-Ζοριόζ, Εντέν-Ροκ, Πορ-Λισάτς… Η απαρίθμηση μοιάζει ξερή. Θα ’πρεπε ίσως να σιγοτραγουδάει κανείς μερικές λέξεις χωρίς σταματημό, σαν να ’ναι νανούρισμα.

Παίρνουμε τη λεωφόρο Αλμπινί με τα πλατάνια, που προχωράει κατά μήκος της λίμνης, και μόλις στρίβει προς τα δεξιά, διακρίνουμε μια άσπρη ξύλινη πύλη: είναι η είσοδος του Σπόρτινγκ. Στις δυο πλευρές μιας χαλικόστρωτης αλέας βρίσκονται τα γήπεδα του τένις. Έπειτα, αρκεί να κλείσεις τα μάτια σου για να θυμηθείς τις καμπίνες και την αμμουδιά που απλώνεται γύρω στα τριακόσια μέτρα πέρα. Στο βάθος, ένας κρεμαστός κήπος περικλείνει το μπαρ και το εστιατόριο του Σπόρτινγκ, που είναι χτισμένα και τα δυο τους μέσα σ’ έναν παλιό πορτοκαλεώνα. Όλα αυτά σχηματίζουν μια χερσόνησο, που το 1900 ανήκε στον κατασκευαστή αυτοκινήτων Γκόρντον-Γκραμ.

Στο ύψος του Σπόρτινγκ, στην απέναντι όμως πλευρά της λεωφόρου Αλμπινί, αρχίζει η λεωφόρος Καραμπασέλ. Ανηφορίζει φιδωτά μέχρι τα ξενοδοχεία Ερμιτάζ, Γουίντσορ και Αλάμπρα, μπορείς όμως να φτάσεις μέχρι εκεί και με το τελεφερίκ: το καλοκαίρι λειτουργεί μέχρι τα μεσάνυχτα και ξεκινάει από ένα μικρό σταθμό που απέξω θυμίζει σαλέ. Εδώ η βλάστηση είναι ποικίλη και δεν μπορείς να καταλάβεις αν βρίσκεσαι στις Άλπεις, στα παράλια της Μεσογείου ή στις τροπικές χώρες. Πεύκα που σκιάζουν τον ήλιο• μιμόζες• έλατα• φοινικόδεντρα. Ακολουθώντας τη λεωφόρο ανεβαίνεις σιγά σιγά το λόφο, κι από κει ανακαλύπτεις την πανοραμική θέα: ολόκληρη τη λίμνη, την οροσειρά Αραβίς και από την άλλη πλευρά της όχθης εκείνη την απόμακρη χώρα που λέγεται Ελβετία.

Το Ερμιτάζ και το Γουίντσορ δε διαθέτουν πια παρά επιπλωμένα διαμερίσματα. Παρέλειψαν βέβαια να γκρεμίσουν την περιστρεφόμενη πόρτα του Γουίντσορ και την τζαμαρία που μεγάλωνε το χολ του Ερμιτάζ. Θυμηθείτε: ήταν πνιγμένη στις βουκαμβίλιες. Το Γουίντσορ χτίστηκε το 1910 και η κατάλευκη πρόσοψή του θύμιζε μαρέγκα, όπως η πρόσοψη του Ρουλ και του Νεγκρέσκο στη Νίκαια. Το Ερμιτάζ, στο χρώμα της ώχρας, ήταν πιο σκούρο και πιο επιβλητικό. Θύμιζε το ξενοδοχείο Ρουαγιάλ στην Ντοβίλ. Μάλιστα, μοιάζανε σαν δίδυμα αδέρφια. Άραγε τα μετέτρεψαν πράγματι σε πολυκατοικίες; Κανένα φως στα παράθυρα. Θα έπρεπε να ’χεις θάρρος για να διασχίσεις τις σκοτεινές εισόδους και να ανέβεις τις σκάλες. Τότε ίσως παρατηρούσες πως δε μένει κανείς πια εδώ.

Το Αλάμπρα πάντως το γκρέμισαν. Δεν έμεινε ίχνος από τους κήπους που ήταν ολόγυρα. Σίγουρα θα χτίσουν στη θέση του κάποιο μοντέρνο ξενοδοχείο. Ας προσπαθήσω λίγο να φρεσκάρω τη μνήμη μου: το καλοκαίρι, οι κήποι του Ερμιτάζ έμοιαζαν με το χαμένο παράδεισο και τη Γη της Επαγγελίας. Σε ποιο όμως από τα τρία ξενοδοχεία υπήρχε εκείνο το πελώριο παρτέρι με τις ντάλιες και τα κάγκελα όπου ακουμπούσαμε για να χαζέψουμε κάτω τη λίμνη; Δεν έχει πια σημασία. Υπήρξαμε οι τελευταίοι μάρτυρες ενός κόσμου.

Είναι αργά ένα χειμωνιάτικο βράδυ. Με κόπο διακρίνεις την άλλη όχθη της λίμνης και τα θαμπά φώτα της Ελβετίας. Από την πλούσια βλάστηση της Καραμπασέλ έχουν απομείνει μόνο μερικά ξερά δέντρα και λίγα μαραμένα λουλούδια. Οι προσόψεις του Γουίντσορ και του Ερμιτάζ είναι μαύρες σαν να έχουν καεί. Η πόλη έχει πια χάσει την κοσμοπολίτικη καλοκαιρινή της λάμψη. Μαζεύτηκε και ξαναγύρισε στους ρυθμούς μιας απλής επαρχιακής πρωτεύουσας. Μια μικρή πόλη θαμμένη κάπου στη γαλλική επαρχία. Ο συμβολαιογράφος και ο νομάρχης παίζουν μπριτζ στο Καζίνο που δεν είναι πια Καζίνο. Το ίδιο και η κυρία Πιγκό, η ιδιοκτήτρια του κομμωτηρίου, μια ξανθιά σαραντάρα παρφουμαρισμένη με Σόκινγκ. Δίπλα της κάθεται ο υιός Φουρνιέ, που η οικογένειά του έχει τα τρία εργοστάσια υφαντουργίας στη Φαβέρζ. Ο Σερβόζ, ιδιοκτήτης των φαρμακευτικών εργαστηρίων του Σαμπερί, περίφημος παίκτης του γκολφ. Η κυρία Σερβόζ, σε αντίθεση με την κατάξανθη κυρία Πιγκό, είναι πολύ μελαχρινή, κυκλοφορεί πάντα με την Β.Μ.ν της και πηγαινοέρχεται ανάμεσα στη Γενεύη και τη βίλα της στο Σαβουάρ. Της αρέσουν πολύ οι νεαροί. Εμφανίζεται συχνά με τον Πεμπέν Λαβορέλ. Και θα μπορούσαμε να δώσουμε χίλιες δυο άλλες λεπτομέρειες το ίδιο ανούσιες και καταθλιπτικές για την καθημερινή ζωή αυτής της μικρής πόλης, γιατί τα πράγματα και οι άνθρωποι σίγουρα δεν άλλαξαν σ’ αυτά τα δώδεκα χρόνια.

Τα καφέ έκλεισαν. Ένα ροδί φως γλιστράει από την πόρτα του Σιντρά. Θέλετε να μπούμε για να δούμε αν άλλαξαν τα σανίδια από ξύλο ακαζού, αν το σκοτσέζικο αμπαζούρ είναι στη θέση του, στην αριστερή πλευρά του μπαρ; Δεν κατέβασαν από τους τοίχους τις φωτογραφίες του Εμίλ Αλέ, βγαλμένες στο Ένγκελμπεργκ όταν κέρδισε το παγκόσμιο πρωτάθλημα. Ούτε αυτές του Τζέιμς Κουτέ. Ούτε τη φωτογραφία του Ντανιέλ Εντρίξ. Είναι η μια δίπλα στην άλλη πάνω από τα ράφια με τα απεριτίφ. Έχουν βέβαια κιτρινίσει. Και μέσα στο ημίφως ο μοναδικός πελάτης, ένας άντρας με κατακόκκινο πρόσωπο και καρό σακάκι, χαϊδεύει αφηρημένα τη σερβιτόρα. Στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα, τούτη η γυναίκα είχε μια ομορφιά πικάντικη, από τότε όμως βάρυνε.

Στην έρημη οδό Σομεγέ, ακούγεται ο θόρυβος απ’ τα ίδια σου τα βήματα: στα αριστερά, ο κινηματογράφος Ρεζάν έμεινε ακριβώς όπως ήταν. Πάντα εκείνος ο πορτοκαλής σοβάς στους τοίχους και τα μπορντό γράμματα στην επιγραφή με αγγλικούς χαρακτήρες. Σίγουρα θα πρέπει να ανακαίνισαν την αίθουσα, να άλλαξαν τα ξύλινα καθίσματα και τα πορτρέτα του φωτογράφου Αρκούρ με σταρ του κινηματογράφου που στόλιζαν την είσοδο. Το μόνο μέρος της πόλης όπου λάμπουν μερικά φώτα και υπάρχει ακόμα κάποια ζωντάνια είναι η πλατεία του Σταθμού. Το εξπρές για το Παρίσι περνάει μεσάνυχτα και έξι πρώτα λεπτά. Οι αδειούχοι φαντάροι από το στρατώνα Μπερτολέ καταφτάνουν σε μπουλούκια, θορυβώδεις, με μεταλλικές ή χαρτονένιες βαλίτσες στο χέρι. Μερικοί τραγουδούν το Έλατο… Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Στην αποβάθρα νούμερο 2 στριμώχνονται όλοι μαζί και χτυπούν ο ένας τον άλλο φιλικά στην πλάτη. Θα ’λεγε κανείς πως φεύγουν για το μέτωπο. Ανάμεσα στα στρατιωτικά αμπέχονα ξεχωρίζει ένα μπεζ κοστούμι. Αυτός που το φοράει δε φαίνεται να κρυώνει. Έχει τυλιγμένη γύρω από το λαιμό του μια μεταξωτή πράσινη εσάρπα που τη σφίγγει νευρικά. Πηγαίνει από παρέα σε παρέα, γυρίζει το κεφάλι αριστερά και δεξιά ανήσυχος, λες και ψάχνει κάποιον μέσα σ’ αυτή την οχλαγωγία. Ρωτάει μάλιστα κι ένα φαντάρο, εκείνος όμως κι οι δυο του σύντροφοι τον κοιτάζουν υποτιμητικά από πάνω ως κάτω. Άλλοι γυρίζουν και του σφυρίζουν καθώς περνάει. Προσποιείται πως δεν ακούει και δαγκώνει την πίπα του. Τώρα έχει σταθεί παράμερα και μιλάει μ’ ένα νέο κατάξανθο αλπινιστή στρατιώτη. Εκείνος φαίνεται ταραγμένος και ρίχνει κάπου κάπου κλεφτές ματιές προς τους συντρόφους του. Ο άλλος ακουμπάει στον ώμο του και του ψιθυρίζει κάτι στ’ αφτί. Ο νεαρός προσπαθεί ν’ αποτραβηχτεί. Τότε εκείνος του ρίχνει με τρόπο ένα φάκελο στην τσέπη, τον κοιτάζει χωρίς να πει τίποτα και, καθώς αρχίζει να χιονίζει, ανασηκώνει το γιακά του σακακιού του.

Ο άντρας αυτός λέγεται Ρενέ Μεντ. Ακουμπάει απότομα το αριστερό του χέρι στο μέτωπο και το αφήνει εκεί σαν ν’ αγναντεύει. Αυτή η κίνηση του ήταν τόσο γνώριμη δώδεκα χρόνια πριν. Πόσο έχει γεράσει…

Το τρένο έφτασε στο σταθμό. Οι φαντάροι ανεβαίνουν σαν να κάνουν έφοδο, σπρώχνονται στους διαδρόμους, κατεβάζουν τα τζάμια, τακτοποιούν τις βαλίτσες. Μερικοί τραγουδούν το Δεν είναι παρά μόνο ένας αποχαιρετισμός…, οι περισσότεροι όμως προτιμούν να τραγουδούν παράφωνα το Έλατο… Το χιόνι πυκνώνει. Ο Μεντ στέκεται εκεί, ακίνητος, με το χέρι πάντα μπροστά στο μέτωπο σαν ν’ αγναντεύει. Ο ξανθούλης τον παρατηρεί πίσω από το τζάμι μ’ ένα χαιρέκακο χαμόγελο στην άκρη των χειλιών του. Παίζει με τον μπερέ του. Ο Μεντ τού κάνει νόημα. Τα βαγόνια περνάνε μπροστά του το ένα μετά το άλλο μεταφέροντας μπουλούκια τους στρατιώτες που τραγουδάνε και κουνούν τα χέρια τους.

Ο Μεντ βάζει τα χέρια του στις τσέπες και κατευθύνεται στο μπαρ του σταθμού. Δυο γκαρσόνια τακτοποιούν τα τραπέζια και σκουπίζουν με αργές βαριεστημένες κινήσεις. Στο μπαρ ένας με αδιάβροχο τακτοποιεί τα τελευταία ποτήρια. Ο Μεντ παραγγέλνει ένα κονιάκ. Εκείνος του απαντάει ξερά πως δε σερβίρουν άλλο. Ο Μεντ επιμένει.

– Εδώ, απαντάει ο άλλος αργόσυρτα, εδώ δε σερβίρουμε «αδερφές».

Πίσω του, οι δυο σερβιτόροι ξεσπούν σε γέλια. Ο Μεντ δεν κάνει βήμα παρά στυλώνει το βλέμμα του σ’ ένα σημείο μπροστά του, εξουθενωμένος. Ένα από τα γκαρσόνια σβήνει τις απλίκες στον αριστερό τοίχο. Δε μένει τώρα παρά η φωτισμένη κιτρινωπή λωρίδα γύρω από το μπαρ. Περιμένουν με τα χέρια σταυρωμένα. Θα τον πετάξουν άραγε έξω με τη βία; Ποιος ξέρει; Ίσως ο Μεντ να χτυπήσει με την παλάμη του τον πάγκο του λιγδιασμένου μπαρ και να τους φωνάξει κατάμουτρα: «Είμαι η βασίλισσα Αστρίντ, η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΩΝ ΒΕΛΓΩΝ!», υπεροπτικός, με το γνωστό θρασύ του γέλιο όπως παλιά.

*Μετά από κλήρωση, τρεις τυχεροί που θα αφήσουν το σχόλιό τους εδώ, θα κερδίσουν από ένα αντίτυπο του νέου βιβλίου.
(Παρακαλούμε κατά την υποβολή σχολίων να χρησιμοποιείτε έγκυρο email ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας σε περίπτωση που κληρωθείτε)

*Οι νικητές είναι:

  7.F.P.
33.Μάγδα Ρήγα
72.Κατερίνα Σιββά

 

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News