693
|

Κερδίστε βιβλία: «Εκ του πατρός εκπορευόμενοι», Ανδρέας Μπελεγρής (Ιανός)

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 8 Ιανουαρίου 2015, 00:36

Κερδίστε βιβλία: «Εκ του πατρός εκπορευόμενοι», Ανδρέας Μπελεγρής (Ιανός)

Αρτεμις Καπούλα Αρτεμις Καπούλα 8 Ιανουαρίου 2015, 00:36

Περίληψη: 
Σ’ ένα χωριό της Μεσογείου, ένας πατέρας δολοφονείται από τον έναν εκ των διδύµων γιων του. Οι αυτόπτες µάρτυρες της δολοφονίας δεν µπορούν να αναγνωρίσουν ποιος από τους δύο έπραξε το έγκληµα, καθώς πρόκειται για οµοζυγωτικούς διδύµους, σχεδόν κλώνους. Τα δύο αδέλφια εξαφανίζονται και το έγκληµα απασχολεί τα ΜΜΕ της χώρας. Όταν συλλαµβάνονται, παραδίδουν στην Αστυνοµία ένα σηµείωµα του πατέρα τους που ζητά να µη διωχθεί ο γιος του. Ένας δημοσιογράφος, έξι χρόνια µετά το έγκληµα, συναντά τους πρωταγωνιστές και τους φίλους τους, που κάποιοι από αυτούς είναι και δικοί του φίλοι. Πού αρχίζει και πού τελειώνει το δέσιµο των δύο αδελφών; Ποιος πραγµατικά αποφάσισε τον φόνο; Ένα θύµα µπορεί να γίνει µετά θάνατον θύτης;

Απόσπασμα:
«Στο τέλος τέλος είχε χρόνια πολλά να γίνει έγκλημα στα μέρη όπου μεγαλώσαμε. Δεν ήμασταν σε τέτοιους θανάτους εμείς. Έτσι, εκείνον τον μακρινό Αύγουστο, ήταν σαν να πιάσαμε όλοι μαζί οι κάτοικοι ταυτόχρονα ένα ηλεκτροφόρο καλώδιο, όταν μάθαμε πως ένα μαχαίρι έκοψε το λαιμό του δημάρχου Φίλιππου Τυπάλδου.

Μέχρι εκείνη τη στιγμή, παραδομένοι στη θερινή ραστώνη, λιαζόμασταν όλη την ημέρα κάτω από τον ήλιο και το πρωί μας έβρισκε με ένα ποτήρι κρασί στο χέρι δίπλα στις θάλασσες ή στις βρεγμένες για τη ζέστη αυλές μας. Ώσπου ήρθε η νύχτα που ο ένας από τους δίδυμους γιους του, από το διαλυμένο γάμο του, σκότωσε στο γραφείο του στο δημαρχείο τον Τυπάλδο, δύο τα ξημερώματα, με ένα αμφίστομο, ακονισμένο στην πέτρα, χασαπομάχαιρο. Μια ώρα μετά το γεγονός, ένα πλήθος ζαλισμένων κατοίκων μαζεύτηκε έξω από το δημαρχείο, που τότε βρισκόταν ακόμα στην πλατεία του χωριού, όταν άκουσαν τον πυροβολισμό από το υπηρεσιακό περίστροφο ενός αστυνομικού, ο οποίος παραβίασε με μια σφαίρα την κλειδαριά της κεντρικής πόρτας. Είχε προηγηθεί ένα ανώνυμο τηλεφώνημα στο τοπικό αστυνομικό τμήμα, που έδωσε την είδηση του φόνου. Τρεις αστυνομικοί έφτασαν έπειτα από μισή ώρα και αφού έσπασαν την κλειδαριά με μια σφαίρα, προχώρησαν μέσα στο δημαρχείο, άνοιξαν τα φώτα του διαδρόμου, όπλισαν βιαστικά και κατευθύνθηκαν προς το δημαρχιακό γραφείο αργά και αθόρυβα, σαν να ήταν αυτοί οι κυνηγημένοι. Βρήκαν την πόρτα μισάνοιχτη, την έσπρωξαν, έκαναν ένα βήμα προς τα εμπρός και αυτό που είδαν πρώτα, με τη βοήθεια της βαθιάς λάμψης του φεγγαριού, όπως διαπερνούσε το νότιο παράθυρο, ήταν τα χέρια του γεμάτα χαραγματιές. Αργότερα θα διαπίστωναν ότι είχε φτάσει ώς εκεί ξυπόλυτος κι ότι, επίσης, τα πόδια του ήταν σ’ αυτήν την κατάσταση, σαν να είχε πατήσει ξυραφάκια. Ο Φίλιππος Τυπάλδος δεν κουνιόταν. Βρισκόταν σε μια κατάσταση ηγεμονικής αταραξίας, βουτηγμένος στο αίμα του, μόνος μες στο δωμάτιο απέναντι στο τέλος του, που, μέρες μετά, θα επηρέαζε καθοριστικά τον τρόπο που προσεγγίζαμε ή αγνοούσαμε κάποια πράγματα.

Δεν ήταν από τα γεγονότα που ξεχνιούνται εύκολα. Έξι χρόνια μετά, κάποιοι από εμάς βρεθήκαμε, το μεσημέρι της ημέρας της εκταφής του, σε ένα από τα καφενεία του χωριού, για να πιούμε έναν καφέ και λίγο κονιάκ στη μνήμη του. Δεν ήμασταν πολλοί στην παρέα: θυμάμαι τον 95χρονο Νικόλα Φωκιανάκη, το σοφό καθηγητή του Τυπάλδου στο γυμνάσιο, ο οποίος πέθανε εφτά μήνες μετά, το συμμαθητή και δικηγόρο του, Φώτη Κωνσταντακόπουλο, που μιλούσε με εκείνο το ανέκφραστο βλέμμα τσοπάνη, τον πονετικό του φίλο, ψαρά Άγγελο Κωστοκο, τον αδελφό μου, Ανδρέα, και το γιατρό Ιάκωβο Σβώλο, που μέχρι να διαπιστώσει πρώτος το θάνατό του γνώριζε ελάχιστα γι’ αυτόν. Εγώ βρέθηκα εκεί σχεδόν τυχαία, μετά από έντονες παρακλήσεις του αδελφού μου κι ενώ ήμουν σε άδεια από την εφημερίδα, όπου είχα ξεκινήσει να δημοσιογραφώ. Εμείς οι δύο είχαμε καθυστερήσει να φτάσουμε και το πρώτο πράγμα που ακούσαμε να αναφέρουν ήταν οι μετέπειτα διηγήσεις των αστυνομικών που τον είχαν πρωτοαντικρίσει νεκρό.

«Το ακίνητο σώμα ακόμα έσταζε αίμα».

«Είχε σχηματιστεί ένα τεράστιο γαρύφαλλο στο πάτωμα».

«Ο ιδρώτας, ο ιδρώτας του…!».

«Στο πρόσωπό του είχε έκφραση άγριας χαράς».

«Μια ώρα μετά το θάνατο το μυαλό του ανθρώπου δουλεύει ακόμα – καλά το ίδιο θα λέγατε κι εσείς αν τον βλέπατε».

*Μετά από κλήρωση, δύο τυχεροί που θα αφήσουν το σχόλιό τους εδώ, θα κερδίσουν από ένα αντίτυπο του νέου βιβλίου.*
(Παρακαλούμε κατά την υποβολή σχολίων να χρησιμοποιείτε έγκυρο email ώστε να μπορέσουμε να επικοινωνήσουμε μαζί σας σε περίπτωση που κληρωθείτε)

Οι νικητές είναι:

12.Στέλλα Γερολυμάτου
33.ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΣ

 

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News