457
|

Η εφηβική χαρά του Κιμούλη

Η εφηβική χαρά του Κιμούλη

Μετά το τέλος της «Μήδειας», στο κατά 3/5 γεμάτο θέατρο Δάσους στη Θεσσαλονίκη, παρατηρούσα τον Γιώργο Κιμούλη πώς απολάμβανε το δυνατό χειροκρότημα. Μάλιστα, ορισμένοι θεατές σηκώθηκαν όρθιοι για να τον επευφημήσουν. Ήταν φανερά ικανοποιημένος με την απόδοσή του, ορατά ανακουφισμένος. Στις τρεις φορές που βγήκε, έτρεξε προς τον κόσμο για να υποκλιθεί με τη φουριόζικη χαρά ενός έφηβου, για να αρπάξει την επιβράβευση και να τη χώσει βαθιά μες την καρδιά του. Δε χόρταινε τα παλαμάκια, τον έβλεπες, δεν ήθελε να φύγει από τη σκηνή, λαχταρούσε τον επόμενο χτύπο της επιβράβευσης. Ίσως, αισθανόταν δικαιωμένος με την ερμηνεία του, ένιωθε ότι κατάφερε επιτέλους να σπάσει την εγωκεντρική μανιέρα που του χρεώνουν τόσα χρόνια.

Θα το διαβάσετε σχεδόν παντού αυτό το σχόλιο με τη μανιέρα – σε αυτούς που τον αποθεώνουν και σε αυτούς που επιχειρούν να προσεγγίσουν με ψυχραιμία την παράσταση. Το ερμηνευτικό καλούπι που τσάκισε ήταν ο συνδετικός κρίκος των περισσότερων κριτικών και ταυτόχρονα το διαβατήριο του ηθοποιού για να περάσει ουσιαστικά στο απυρόβλητο η μέτρια παρουσία του. Θυμάμαι, το 2008, ένας αρχισυντάκτης περιοδικού που επιμελούταν την παρουσίαση νυχτερινών σχημάτων, μου είχε πει πως όταν κάποιος ασκεί δημόσια κριτική, οφείλει προπάντων να σέβεται τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει ότι γνωρίζει το ακριβές νόημα τους. Σαφώς, δεν είμαι ο πιο κατάλληλος άνθρωπος για να αξιολογήσει τον Κιμούλη στη «Μήδεια». Σίγουρα όμως, μπορώ να διαπιστώσω αν τα όσα διάβασα στις στήλες των ειδικών αντιστοιχούν στην πραγματικότητα.

Ε, λοιπόν, ο Κιμούλης ήταν οριακά καλός. Η ερμηνεία του, αν και καλοδουλεμένη -«τίμια» έγραφαν κατά συρροή οι κριτικές- δεν σου έμενε αξέχαστη. Μπορεί πολλοί να ισχυρίζονται ότι τιθάσευσε την υπερβολική θεατρικότητά του, αλλά εγώ είδα έναν ηθοποιό να φοβάται τόσο πολύ μην τον κατηγορήσουν για εγωμανία, που το παίξιμό του ήταν αποστειρωμένο από συναισθήματα. Από τη μία, φαινόταν να παίρνει αποστάσεις από τον ρόλο για να συγκρατήσει τις εκφράσεις του, κι από την άλλη οι άτσαλες και νευρικές κινήσεις των θεόρατων χεριών του πρόδιδαν την αγωνία που κουβαλούσε να μην υποδυθεί πάλι τον εαυτό του. Εν ολίγοις, εύκολα μπορεί να υποθέσει κάποιος ότι πίσω από το προσωπείο που φορούσε κρυβόντουσαν οι αγωνιώδεις εκφράσεις ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ικανοποιήσει τους κριτές του. Αυτή η αγωνία ήταν που τον χαντάκωσε και εγκλώβισε την τραγικότητα της Μήδειας σε μια επιτηδευμένα ανορεκτική ερμηνεία.

Στο τέλος, τον χειροκρότησα κι εγώ. Όχι γιατί στο παίξιμό του αναγνώρισα τον αβάσταχτο πόνο μιας προδομένης γυναίκας που σκοτώνει τα παιδιά της. Αλλά, γιατί όταν ξεφορτώθηκε το προσωπείο της «σωστής» Μήδειας, αυτής που του χρέωσαν οι άλλοι, διέκρινα στο πρόσωπό του την αυθεντική χαρά ενός επαγγελματία που έχει καταφέρει να αποστομώσει τους αμφισβητίες του. Αυτή η πρωτόλεια, κι εντελώς ανθρώπινη, έκφραση συναισθήματος μου έλειψε από τον Κιμούλη. Από τις βαθιές και επαναλαμβανόμενες υποκλίσεις του στο κοινό, φάνηκε ότι έλειψε και στον ίδιο.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News