Παρακολουθώντας τους «Αστερισμούς» του βραβευμένου θεατρικού συγγραφέα Νικ Πέιν, μπορεί να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι πρόκειται για δύο ετερόκλητα κείμενα που εισχωρούν περιοδικά το ένα στο άλλο.
Αφενός έχουμε ένα έργο για τις πολλαπλές εκδοχές ενός γεγονότος, για τις δυνατότητες εξέλιξης μιας στιγμής που καθορίζει το παρόν και το μέλλον μιας σχέσης. Το θέμα αυτό αναπτύσσεται μέσω της ανίχνευσης του έρωτα όπως αυτός διαμορφώνεται από τις αξίες, τον τρόπο ζωής, και τις επιλογές των μελών ενός ζευγαριού. Αφετέρου έχουμε το δύσκολο θέμα της ασθένειας και του πένθους, το οποίο εντάσσεται εντός ενός ευρύτερου προβληματισμού για τον χρόνο και τη συνακόλουθη φθορά που επιφέρει στις ανθρώπινες σχέσεις. Κοινός τόπος στον οποίο συναντώνται κάποιες στιγμές οι δύο θεματικές είναι το ζήτημα της ανθρώπινης μοίρας και ο βαθμός στον οποίο έχουμε τη δυνατότητα να την επηρεάσουμε.
Ωστόσο, η εισαγωγή του δεύτερου θέματος γίνεται στις τελευταίες σκηνές του έργου με αποτέλεσμα ο θεατής να μην έχει χρόνο να διαχειριστεί τα συναισθήματα που του προκαλεί, να τα αφήσει να αναπτυχθούν μέσα του ώστε να φωτίσουν κατόπιν όσα εκτυλίσσονται στη σκηνή, και να οδηγηθεί στην κάθαρση. Έτσι, και ενώ το κοινό παρακολουθεί ένα έργο για τον έρωτα και τις σχέσεις ενός ζευγαριού του οποίου οι ατάκες προκαλούν εκτός από τη σκέψη και τη θυμηδία, βρίσκεται αντιμέτωπο με ένα θέμα εντελώς διαφορετικό–όπως ενίοτε συμβαίνει και στη ζωή. Άλλωστε οι σύγχρονοι Άγγλοι δραματουργοί φημίζονται για το πάντρεμα φαντασίας και ρεαλισμού, χιούμορ και σκληρότητας που σίγουρα απευθύνεται σε ένα ώριμο θεατρικό κοινό.
Με τους «Αστερισμούς», η Στεφανία Γουλιώτη κι ο Μάκης Παπαδημητρίου επιβεβαιώνουν τη θέση τους μεταξύ των κορυφαίων ερμηνευτών της νεότερης γενιάς. Πρόκειται για δύο ρόλους γεμάτους εναλλαγές, καθώς οι συχνές αλλαγές στον ρου της ιστορίας σηματοδοτούν καίριες μεταβολές στη θυμική κατάσταση των δύο πρωταγωνιστών, οι οποίοι αναπαριστούν επί σκηνής τον αναπόφευκτο μετεωρισμό του ανθρώπινου βίου μεταξύ τύχης και αναγκαιότητας.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου αναδεικνύει την πολυσημία του έργου, καθώς εκμεταλλεύεται τις ερμηνευτικές δυνατότητες που προσφέρουν όχι απλώς η κατάλληλη εκφορά του λόγου, ή η δέουσα στάση του σώματος, αλλά ο συντονισμός των κινήσεων των δύο ηθοποιών, τους οποίους φαίνεται να μην έχει μόνο σκηνοθετήσει, αλλά και πλήρως χορογραφήσει (με επιμέλεια κίνησης της Αγγελικής Στελλάτου) σε ένα γυμνό από κάθε αντικείμενο χώρο.
Ο κάθε άνθρωπος, όμως, έχει σχέση με τα αντικείμενα που τον περιβάλλουν, η οποία δεν εξαντλείται στον χρηστικό τους ρόλο. Στους «Αστερισμούς», οι χαρακτήρες βρίσκονται καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης σε ένα κενό, δηλαδή εξ ορισμού ανοίκειο, περιβάλλον, όπου δεν έχουν στην κυριολεξία που να κρυφτούν και από πού να πιαστούν. Το γυμνό σκηνικό, όπου στις παύσεις ζωντανεύει από το video-wall του Παντελή Μάκκα, αναγκάζει τους ηθοποιούς να αποδώσουν την ατμόσφαιρα εσωτερικών και εξωτερικών χώρων μέσω των κινήσεών τους, και με την αρωγή ενός ευφυούς, ιδιαίτερα λειτουργικού, φωτισμού που δημιούργησε ο Σάκης Μπιρμπίλης.
Στους «Αστερισμούς» του Θεοδωρόπουλου, ο θεατής παρακολουθεί εντυπωσιασμένος το παιχνίδι των σωμάτων και των συνειδήσεων σε έναν χορό γεμάτο ποιητική ακρίβεια, ένα χορό-σύμβολο του έρωτα, του θανάτου και της απρόβλεπτης πλοκής ανάμεσά τους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News