Δεν έχω πρόθεση να κάνω κριτική στο βιβλίο του καθηγητή Στυλιανού Αλεξίου «Ελληνική Λογοτεχνία – από τον Όμηρο ως τον 20ο αιώνα» (στιγμή, 2010)· αλλά, να αναφερθώ στον τρόπο που αυτή η έκδοση, δίνοντας τη δυνατότητα στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την πορεία της ελληνόγλωσσης παραγωγής σχεδόν τριάντα αιώνων, συμβάλλει στην καλλιέργεια της εθνικής αυτογνωσίας.
Το πλήθος των κορυφαίων συγγραφέων και τα επιλεγμένα έργα τους με τα οποία έρχεται σε επαφή ο αναγνώστης, δεν καλύπτουν μόνο κενά δυσαναπλήρωτα σ’ αυτόν, αλλά τον κάνουν να συνειδητοποιεί ότι αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού του τόπου. Ότι είναι φορέας ενός Πολιτισμού μέσω — τουλάχιστον — της γλώσσας και της λογοτεχνικής δημιουργίας. Έτσι, το βιβλίο του Στυλιανού Αλεξίου υπερβαίνει τον στόχο της απλής επιστημονικής μελέτης και γίνεται μια συναρπαστική εθνική αφήγηση.
Ξεκινώντας απ’ την αρχαιότητα ξετυλίγεται το νήμα του ελληνικού λόγου και σκέψης, περνάει στην ελληνιστική και στη ρωμαϊκή περίοδο, διατρέχει το Βυζάντιο όπου βρίσκει ρίζες (λ.χ. «ο πρώιμος 15σύλλαβος του Ρωμανού του Μελωδού θα εξελιχθεί στον κατ’ εξοχήν στίχο της νεοελληνικής ποίησης» θα πει ο συγγραφέας). Ώσπου, η άκρη του νήματος καταλήγει στον Νέο Ελληνισμό και ως τις μέρες μας.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο του Αλεξίου δεν έχει σχέση με μια στεγνή, σχολαστική μελέτη. Ο λόγος είναι απλός κι ο τρόπος που αφηγείται ο συγγραφέας ελκυστικός. Πυκνώνοντας τον χρόνο, καταφέρνει και αναπαράγει την ατμόσφαιρα της εκάστοτε εποχής, τις καθημερινές συνθήκες της ζωής– όχι μόνο τη σκέψη των δημιουργών και το περιεχόμενο των έργων τους. Μέσα σε 24 όλες κι όλες αράδες π.χ δίνεται η περιγραφή μιας μέρας στο Λύκειο του Αριστοτέλη, όπου παρακολουθείς έναν περίπατο του δάσκαλου με μιαν ομάδα μαθητών του. Κι ύστερα η πορεία της ζωής του και η φιλοσοφική του σκέψη δίνονται με συντομία, με σαφήνεια και επάρκεια. Το αποτέλεσμα είναι να φέρνει ο συγγραφέας τον μεγάλο φιλόσοφο στα ανθρώπινα μέτρα· και η προσέγγιση από τον ταπεινό αναγνώστη να γίνεται τώρα πιο εφικτή. Το ίδιο επιτυγχάνεται σχεδόν παντού.
Στα σπουδαία πλεονεκτήματα του βιβλίου πρέπει να λογαριάσεις ότι πουθενά δεν αισθάνεσαι να συσσωρεύεται το πληροφοριακό υλικό και να σε πνίγει. Ίσως γιατί ο κριτικός λόγος του Αλεξίου κι οι τεκμηριωμένες θέσεις του βοηθούν τον αναγνώστη να προσανατολίζεται, να σχηματίζει άποψη· ή, διατηρώντας τις ενστάσεις του, να ψάχνει περαιτέρω. Ο συγγραφέας πάντως σχολιάζει, προβαίνει σε υφολογικές παρατηρήσεις, αποφαίνεται θαρραλέα για την ποιότητα έργων, καταρρίπτει ιδεοληψίες και ταμπού, απομυθοποιεί τα δήθεν αψεγάδιαστα κι ανέγγιχτα.
Κι ωστόσο εκπαιδεύει τον αναγνώστη να μη δέχεται a priori το αλάθητο, να μην μεγαλοποιεί αλλά να αντιμετωπίζει τη λογοτεχνική παραγωγή κριτικά (που θα πει: χωρίς συμπλέγματα – κατωτερότητας ή ανωτερότητας). Πράγμα το οποίο, γενικότερα, αποτελεί και το μέγιστο εθνικό μας ζητούμενο.
Σε μια περίοδο αβεβαιότητας και ανασφάλειας που αναζητάει κανείς ερείσματα και σταθερές, το χορταστικό αυτό πόνημα– οι 550 σελίδες του σε μεγάλο σχήμα– σε συντροφεύουνε και σε στηρίζουν. Η γραφή πολλές φορές, όπως το ψυχοφάρμακο, λειτουργεί υποδόρια λυτρωτικά: ψάχνεις, σημειώνεις, υπογραμμίζεις, σταματάς κι αναστοχάζεσαι, εκπλήττεσαι, ενθουσιάζεσαι. «Νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω» που λέει ο Αλεξανδρινός· δεν θες περισσότερα αντίδοτα στην τόση έκπτωση.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News