Υπάρχουν λογοτεχνικά βιβλία που δεν μπορούν, δυστυχώς, να σου μιλήσουν. Αν και καλογραμμένα, δεν καταφέρνει ο αναγνώστης να "δει" και ν’ "ακούσει" ζωντανά, με τις αισθήσεις του, όσα αποτυπώνει ο συγγραφέας στις σελίδες του. Σαν να τους λείπει η ψυχή, κι απ’ την αρχή μέχρι το τέλος στο φωνάζουν ότι είναι μια σύμβαση, και μόνο.
Υπάρχουν κι άλλα όμως, που απ’ τις πρώτες τους σελίδες φτάνει στ’ αυτιά σου ο ψίθυρος της τυπωμένης λέξης. Σε παίρνουν απ’ το χέρι και σε ταξιδεύουν.
Το μυθιστόρημα του Κώστα Ακρίβου «Αλλάζει πουκάμισο το φίδι» είναι μια περιήγηση σε ελληνικούς προορισμούς· σε πόλεις της Ελλάδας και χωριά, στα νησιά της και σε απόμακρες περιοχές. Επτά ενότητες – έξι μεγάλα ταξίδια συν μία τελευταία καθαρτήρια διαδρομή. Ο συγγραφέας-ταξιδευτής φωτογραφίζει τόπους, σκιαγραφεί πρόσωπα (και προσωπικότητες), καταγράφει τη μυστική γλώσσα των πραγμάτων. Ένα πολύπτυχο που συγκροτεί την ιδιομορφία αυτού του τόπου, ψηφίδες της ταυτότητάς του. Αντιλήψεις και συμπεριφορές. Αναφορές σε μουσικές και κείμενα (ο Μυριβήλης και ο Πορτοκάλογλου παρέα με τον Κόντογλου και τον Γιοβάν Τσαούς, κι από το πανηγύρι μιας Παναγιάς στη Νάξο ως τον γέροντα της Πρεμετής στο κέντρο της Αθήνας).
Ακούγεται σαν λαογραφική καταγραφή αυτό που λέω, αλλά δεν είναι. Η γλωσσική και δομική επεξεργασία, η πλοκή στην αφήγηση είναι τέτοια που αποκτά τα χαρακτηριστικά μιας μυθοπλασίας. Στο μυθιστόρημα τού Ακρίβου αναζητούνται οι θετικές πλευρές μιας διαφορετικής, υπαρκτής ωστόσο, Ελλάδας. Λησμονημένης, όχι ιδεατής αλλά πραγματικής, που αντιπαραβάλλεται προς αυτήν του ξεπεσμού: τους μιζαδόρους, την άνοδο του νεοναζισμού, το life style.
Ο συγγραφέας παρεμβάλλει στη δική του αφήγηση, κείμενα εμβληματικά άλλων συγγραφέων (Στρατή Δούκα, Λόρενς Ντάρελ, Σατωμπριάν, Δημήτρη Χατζή, Παπαδιαμάντη κ.λπ.), σαν ιντερμέδια που, είτε ερμηνεύοντας είτε σχολιάζοντας τις καταστάσεις, ενσωματώνονται στον αφηγηματικό κορμό ως δομικά στοιχεία της αφήγησης. Κι αυτό το κάνει ο συγγραφέας με έναν τρόπο που θυμίζει τους βυζαντινούς χρονογράφους του 6ου ή του 8ου αιώνα — «ένα πνευματικό λιβάδι με ποικίλα άνθη, ένα λειμωνάριο». Για να σωθούν στη μνήμη των ανθρώπων πληροφορίες και μαρτυρίες, ένας τόνος καθημερινής ζωής. Να μη σβήσουν και χαθούν. ( Γι’ αυτό και μοιάζει εντέλει περιττό το ρητορικό ερώτημα «είμαι τυχερός ή όχι που γεννήθηκα Έλληνας;». Αρκούσε το αφηγηματικό υλικό και μόνο να δώσει πειστικά την αυτονόητη απάντηση).
Ο λόγος του Ακρίβου είναι προσεγμένος, γλώσσα επεξεργασμένη, δουλεμένη, με εύστοχες εναλλαγές και διακυμάνσεις, δομημένος στέρεα. Γράφει σε α΄ πρόσωπο και το κύριο υλικό τού μυθιστορήματός του έχει αντληθεί από ημερολογιακές του σημειώσεις. Στόχος του -δεν τον καταγράφει ρητά, αλλά είναι σαφής- να προτείνει έναν τρόπο ζωής, μια καθαρτήρια πορεία, μία εξαγνιστική διαδρομή – την τελευταία στο βιβλίο.
Στην αυτονόητη λοιπόν ερώτηση του αναγνώστη «και τώρα; τι προτείνεις μέσα στον χαμό;» ο συγγραφέας, επιστρέφοντας στο προηγούμενο βιβλίο του και στον ακτιβιστή Αλφόνς, μιλάει για βασικές αξίες ανθρωπιστικές, για την κατανόηση και την ανεκτικότητα στο διαφορετικό, τον περιορισμό της καταναλωτικής μανίας, την επαναθεώρηση των σχέσεων του ανθρώπου με τη φύση.
Το μυθιστόρημα του Ακρίβου είναι απ’ αυτά που σε παρηγορούν, σου γλυκαίνουν την ψυχή. Και σε κάνουν να ελπίζεις.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News