Αν παρακολουθήσετε οποιαδήποτε τηλεοπτική συζήτηση με έναν επαγγελματία πολιτικό, θα παρατηρήσετε πως όταν ερωτηθεί για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα θα απαντήσει αμέσως με ένα γενικό ιδεολογικό αξίωμα. Με τον Σταύρο Θεοδωράκη συνέβη χθές το αντίθετο. «Ποιο είναι το ιδεολογικό σας στίγμα;», «Ανήκετε στο Κέντρο, στην Αριστερά ή στην Κεντροαριστερά;», «Όταν βγούμε από το μνημόνιο πιστεύετε ότι θα έχουμε κάνει καλά που ήμασταν στον μνημόνιο;» ρωτούσαν επαναληπτικά κάποιοι δημοσιογράφοι. Η προσέγγιση του Θεοδωράκη ήταν να προσγειώνει διαρκώς τη συζήτηση σε πολύ συγκεκριμένα, καίρια και καθημερινά ζητήματα, που ταλανίζουν την κοινωνία μας ή απασχολούν ολόκληρη την Ευρώπη, προτείνοντας κάποιες, ίσως ορισμένης εμβέλειας, αλλά πάντως επεξεργασμένες, ρεαλιστικές και από αυτή την άποψη, ριζοσπαστικές λύσεις.
Πολύ πριν την έναρξη της οικονομικής ύφεσης που ακόμα διανύουμε, η επαναληπτικότητα, η παρελθοντολαγνεία, κι η ιδεολογική κόπωση χαρακτήριζαν τόσο το «συντηρητικό» όσο και το «προοδευτικό» στρατόπεδο της πολιτικής μας ζωής. Η σχέση των Ελλήνων ψηφοφόρων με τα δύο μεγάλα πολιτικά κόμματα θύμιζε αυτήν της κακοποιημένης γυναίκας η οποία αδυνατεί να εγκαταλείψει τον άντρα που την εκμεταλλεύεται, αγνοεί τις ανάγκες της, ή ασκεί πάνω της βία. Το θύμα γνωρίζει ότι τίποτα καλό δεν θα βγει από αυτή τη σχέση, ότι υποτιμά και τιμωρεί τον εαυτό της παραμένοντας σε αυτήν. Κατά καιρούς απειλεί, διαμαρτύρεται, παραπονιέται, δημιουργεί περιστασιακές σχέσεις, αλλά στο τέλος πάντα επιστρέφει στον θύτη της. Ο κύκλος ξαναρχίζει, καθώς θύτης και θύμα αναπαράγουν, συχνά με ανακούφιση, τους ίδιους ρόλους.
Με παρόμοιο τρόπο λειτούργησαν στο παρελθόν και οι Έλληνες ψηφοφόροι. Κακοποιημένοι, εδώ και δεκαετίες από πολιτικούς εγωκεντρικούς, ασυνείδητους και συχνά μεγαλομανείς, καλούνται να τους επανεκλέξουν στις επόμενες εκλογές. Όπως σε κάθε περίπτωση κακοποίησης έτσι κι εδώ, ένας από τους λόγους που το θύμα επιστρέφει, είναι ότι ο θύτης το έχει πείσει πως δεν έχει άλλη επιλογή, πως αυτό που βιώνει μαζί του, είναι αυτό που πραγματικά του αξίζει, ότι οποιαδήποτε (κομματική) σχέση, όσο αδιέξοδη, δυσλειτουργική, τιμωρητική κι αν έχει αποδειχθεί, είναι προτιμότερη από τη (πολιτική) μοναξιά.
Το Ποτάμι επαγγέλεται κάτι πρωτότυπο τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη διαδικασία συγκρότησής του ως πολιτικός φορέας που θα διαμορφώνεται άμεσα από την κοινωνία. Αυτό που ίσως δεν ήταν απολύτως σαφές, στη συνέντευξη τύπου, είναι τι διαφορετικό κομίζει το Ποτάμι σε σχέση με κάποιες άλλες, συναφείς, πρωτοβουλίες. Η ΔΡΑΣΗ, λόγου χάριν, είναι ένα κόμμα όπου αρκετά μέλη του είναι «επαΐοντες», επιτυχημένοι επαγγελματίες, εκτός κομματικών μηχανισμών. Η ομάδα των «58» περιλαμβάνει αντίστοιχα αρκετούς προοδευτικούς, μορφωμένους και δίχως κομματικές δεσμεύσεις ανθρώπους. Αντί, όμως, να σημειώνουν την οποιαδήποτε υπολογίσιμη δημοσκοπική παρουσία μοιάζουν, προς το παρόν, περισσότερο με ομάδες κοινωνικού προβληματισμού. Υπάρχει κάτι που εγγυάται ότι αυτή τη φορά θα γίνει κάτι πραγματικά διαφορετικό, εκλογικά ή έστω δημοσκοπικά μεγάλο;
Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σε όσα δεν είπε ο Σταύρος Θεοδωράκης: τις ανερμάτιστες υποσχέσεις και τις πολιτικές μεγαλοστομίες, που αποτελούν κοινό τόπο σε ανάλογες συνεντεύξεις τύπου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News