Πήγα και πάλι στο Άγιον Όρος, στη Μεγίστη Λαύρα όπου πηγαινοέρχομαι δυο και τρεις φορές το χρόνο τώρα και 25 σχεδόν χρόνια. Ήτανε η γιορτή του κτήτορα της Μονής, του αγίου Αθανασίου του Αθωνίτη, φίλου του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά με τον οποίον πολεμήσανε μαζί στην Κρήτη και αλλού. Ο άγιος ήτανε και πολεμιστής, όχι μόνο στην εσωτερική ζωή του αλλά και την «κοινωνική». Απέδειξε με τα έργα του ότι ο «κοινός βίος» του Βυζαντίου, της εποχής του δηλαδή, τον ενδιέφερε όσο και η «πνευματική ζωή», η μελέτη, η άσκηση.
Κάθε χρόνο, 5 Ιουλίου με το «Βυζαντινό» ημερολόγιο (18 Ιουλίου με το δικό μας), γίνεται στο μοναστήρι του μια μεγάλη γιορτή, ένα πανηγύρι, μια «πανήγυρης» με την αγιορείτικη ορολογία. Μαζεύεται πολύς κόσμος, εκατοντάδες άνθρωποι απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδας – μόνον άντρες βέβαια αφού ισχύει πάντα το «άβατον» για το γυναικείο φύλλο. Το Αρχονταρίκι, ο ξενώνας της μονής, γεμίζει ασφυκτικά και το βράδυ της αγρυπνίας (17 με 18 Ιουλίου) ακόμα και η τεράστια αυλή του μεγαλύτερου, παλαιότερου και πρώτου τη τάξει μοναστηριού του Όρους, είναι γεμάτη κόσμο που δεν χωράει στην εκκλησία και ξεκουράζεται σε πρόχειρα κρεβάτια-ράντζα τοποθετημένα σε διάφορες γωνιές της αυλής, κάτω από τ’ άστρα. Οι συνθήκες είναι δύσκολες, δεν είναι για καλομαθημένους, καθώς στα υπνωτήρια κοιμόμαστε 12 και 16 άνθρωποι μαζί, οι τουαλέτες, όσο και αν προσπαθούν οι «διακονητές», δεν προλαβαίνουν να καθαριστούν και η βαβούρα των διαφόρων συζητήσεων όπου μπλέκονται βιώματα με «επιχειρήματα», εικασίες, προφητείες και προσωπικά ζητήματα, δεν σταματάει ποτέ.
Φέτος η προσέλευση ήταν μεγαλύτερη από τα συνηθισμένα και οι συζητήσεις πιο στοχευμένες στο ένα μεγάλο και κοινό μας ζήτημα, αυτό που απασχολεί όλους μας, μορφωμένους και αγράμματους, χειρώνακτες και γραφειοκράτες, νέους, μεσήλικες και υπέργηρους: Τι θα γίνει; Για πού τραβάμε; Ποιος φταίει; Τι κατάντια είναι αυτή; Ποιον να πιστέψουμε; Πώς ξεπέσανε έτσι οι πολιτικοί; Τι θέλουν οι «ξένοι» από μας και μας βασανίζουν όλο και με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα; Υπάρχουν κρυφά σχέδια σκοτεινών δυνάμεων που έχουν τεθεί σε εφαρμογή μετά το Καστελόριζο; Ο καθένας ανάλογα με τον τρόπο που ζει και «εισπράττει» την πραγματικότητα, κάτι λέει, θυμωμένος ή παραιτημένος, έτοιμος να αντισταθεί στα επερχόμενα ή αποφασισμένος να δεχτεί μοιρολατρικά ό,τι είναι «γραμμένο» να συμβεί.
Στην απλωταριά, τις δύσκολες ώρες του μεσημεριού με την πολλή ζέστη να βαράει κατακέφαλα, βρίσκουμε καταφύγιο οι, κυριολεκτικά, πολλοί και διάφοροι. Εγώ ξαπλώνω στον πάγκο για λίγο να ισιώσει η πλάτη μου και ακούω. Στη συζήτηση (αν μπορεί κανείς να το πει συζήτηση αυτό) συμμετέχουν κυρίως προσκυνητές από αγροτικές περιοχές, χωριά και μικρές πόλεις. Εντυπωσιάζομαι από τον θυμό, την ένταση, την απογοήτευση και ενίοτε και την απελπισία που κουβαλάνε αυτές οι διάφορες φωνές που φτάνουνε στ’ αυτιά μου. Βρίζουν τον Πάγκαλο για το «όλοι μαζί τα φάγαμε» και τη στιγμή που κάποιος πάει να ψελλίσει «ε, κάτι φάγαμε και ‘μείς», του την πέφτουνε κανονικά όλοι οι άλλοι: «Μη μασάς» του λέει κάποιος. «Αν εσύ έφαγες μια μπουκιά με το κουταλάκι, αυτοί τρώγανε με τα φτυάρια επί δεκαετίες».
Η «καταδίκη» όλων των πολιτικών και όλων των κομμάτων είναι ομόφωνη. Ο Σαμαράς, φυσικό είναι αφού αυτός είναι σήμερα πρωθυπουργός, ακούει τη μερίδα του λέοντος σε μπινελίκια, βρισίδια και όρκους «που να μου κοπεί το χέρι, ποτέ πια». Ακολουθεί ο Βενιζέλος που ντρέπομαι να μεταγράψω έστω και έναν από τους χαρακτηρισμούς που άκουσα γι’ αυτόν. Ο Κουβέλης που «τους στήριξε» αλλά και ο Τσίπρας που «δεν κάνει τίποτα, έχει μαζέψει όλο το ΠΑΣΟΚ και πηγαίνει ταξίδια να τα βρει με τους ισχυρούς». Το ΚΚΕ ανύπαρκτο σχεδόν, για τους ΑΝΕΛ κουβέντα (δεν ξέρω αν είναι καλή ένδειξη αυτή ή δείχνει το μέγεθος της αδιαφορίας του «δείγματος» που έτυχε να συναθροιστεί στην απλωταριά) και η «Χρυσή Αυγή» κάθε τόσο, σαν μαϊντανός, μέσα στην κουβέντα. «Θα δούνε τι έχουνε να πάθουνε στις ευρωεκλογές» έλεγε και ξανάλεγε κάποιος πιο ενημερωμένος στα πολιτικά – μπορεί να ανακατεύεται και με κάποιο από τα κόμματα στο χωριό του. «Αυτό που πάθανε με τον ΣΥΡΙΖΑ στις τελευταίες εκλογές θα είναι πλάκα μπροστά στο ποσοστό της Χρυσής Αυγής που θα δούνε μπροστά τους».
Βγαίνοντας από το Όρος λίγες μέρες αργότερα, στην Ουρανούπολη, ένας μαγαζάτορας τουριστικών, ψιλόλιγνος, γύρω στα πενηντακάτι, βγήκε στον δρόμο και με φώναξε σχεδόν με ενθουσιασμό: «Κύριε Δαβαράκη, κύριε Δαβαράκη!». Προφανώς με είχε δει πρόσφατα στους «Πρωταγωνιστές» του Σταύρου Θεοδωράκη και με αναγνώρισε. «Χρυσή Αυγή-δαγκωτό, έτσι; Θα τους γαμήσουμε!». Μου ήρθε νταμπλάς (το γνωστό “R u talking to ME”?). Σταμάτησα παρατώντας αυτά που κουβαλούσα, στο πεζοδρόμιο. «Τι λες, ρε φίλε», του απάντησα. «Για ναζί σου μοιάζω; Αυτοί ρε, έχουνε τη σβάστικα, ξεχωρίζουνε την ανθρωπότητα σε Έλληνες και ανθέλληνες». Λιγάκι κώλωσε με την αντίδρασή μου και το γύρισε στο πιο μετριοπαθές. «Πρέπει να πάρουνε ένα μάθημα οι πολιτικοί μας, δεν πρέπει, κύριε Δαβαράκη; Εσείς, δηλαδή, είστε ευχαριστημένος;». «Δεν είμαι ευχαριστημένος, βέβαια» του απάντησα, «αλλά δεν είμαι και του αγκυλωτού σταυρού. Αυτοί σφάξανε όλη την Ευρώπη και εμάς μαζί».
Οδεύοντας προς το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης για να πετάξω προς την πρωτεύουσα είχα μιαν αίσθηση πικρή και ενοχλητική από όλα όσα είχα ακούσει τις τελευταίες μέρες – τα σχετικά με τον κοινό μας βίο. Κανείς δεν πιστεύει πια κανέναν πολιτικό, αν συνεχίσουμε έτσι κινδυνεύουμε άμεσα να οδηγηθούμε στην εκτροπή – με ποια μορφή ακριβώς δεν μπορώ να φανταστώ. Κανείς δεν ξέρει τι θα μας ξημερώσει αύριο. Η εκκρεμότητα, η αβεβαιότητα, το «άγνωστο», συνεργάζονται στη δημιουργία μίας ατμόσφαιρας μολυσμένης και άρρωστης, που δεν βοηθάει καθόλου.
Φτάνοντας στην Αθήνα πολύ κουρασμένος πήρα ταξί να πάω σπίτι. Ο οδηγός, μου εξομολογήθηκε ότι μόλις με αφήσει θα πάει σπίτι του να κοιμηθεί. «Είμαι τρία μερόνυχτα εδώ μέσα, κοιμάμαι στο αυτοκίνητο και συνεχίζω. Δεν αντέχω άλλο. Πήρα τη γυναίκα μου και της είπα να μαγειρέψει κάτι, να φάω και να κοιμηθώ. Δεν αντέχω άλλο. Έτσι κι αλλιώς μεροκάματο δε βγαίνει. Ας τα πάρουν όλα, ας προχωρήσουνε στις κατασχέσεις τους, να μου πάρουνε και το σπίτι που μένω. Δεν με νοιάζει πια».
Προσπάθησα να τον βεβαιώσω πως μετά από ένα καλό φαγητό και έναν γερό ύπνο θα δει τον κόσμο με άλλα μάτια. Δεν ξέρω πόσο πειστικός ήμουνα. Μάλλον ελάχιστα…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News