Θ’ αρχίσω μ’ ένα αξίωμα: δεν εγεννήθη άνθρωπος άτρωτος στην αδεξιότητα και τις γκάφες. Απλώς, ορισμένοι εξ ημών, παραείμαστε τρωτοί. Και εξηγούμαι.
Όπως όλοι οι εγωπαθείς άνθρωποι, ανέκαθεν ονειρευόμουν έναν εαυτό γοητευτικό, που περνά μέσα απ’ την πραγματικότητα των άλλων αβίαστα, με χάρη, σαν ευωδιαστό ανοιξιάτικο αεράκι ή σαν σμέρνα κάτω από φρεσκοβαμμένη καρένα. (Τώρα θυμήθηκα ότι γύρω στα δώδεκα-δεκατρία είχα συνθέσει μεγαλειώδες ποίημα με τίτλο "Τα ψάρια του έρωτα", όπου σε μια στροφή γράφω: Πολυοργασμική μου σμέρνα / που ’ναι ο κώλος σου ταβέρνα. Αλλά ξεφεύγω απ’ το θέμα μου, κάτι που μου συμβαίνει με ανησυχητική συχνότητα και θα με προβλημάτιζε, αν ποτέ είχα τον παραμικρό ειρμό σ’ αυτά που λέω και γράφω).
Είμαι, λοιπόν, γκαφατζής. Άχαρος. Αμπλαούμπλας. Το ομολογώ. Που και να μην το ομολογούσα, υπήρξαν και υπάρχουν ακόμα αυτόπτες μάρτυρες.
Διότι, αντί για το στιλπνό Τζάγκουαρ που περνά γοργό σαν τον άνεμο αφήνοντας τους πάντες μ’ ανοιχτό το στόμα, η φύση μου έδωκε την χάρη ανατολικογερμανικού Τράμπαντ με στραβό τιμόνι και σκασμένα λάστιχα.
Ας αρχίσει η αναπόληση της ντροπής και του τραγέλαφου…
Χειλάκι Πετρο-βούβαλο
Τα Χριστούγεννα του ’88 (1988 για τα παιδάκια που ’χουν γεννηθεί σε κάτι τελείως προκλητικές ημερομηνίες, και πιθανώς θεωρούν ότι στα νιάτα μου με ταχτάριζε στα γόνατά του ο Μπωντλαίρ) στη Σαλονίκη είχε ρίξει ένα χιόνι άλλο πράμα. Μέχρι που κλείσαν τα σκολειά μια βδομάδα νωρίτερα απ’ τη δεκαπενθήμερη παύση, κι όλα τα παιδάκια πανηγύριζαν έξαλλα παίζοντας χιονοπόλεμο κι εγώ ήμουν να πέσω να πεθάνω διότι ποιον θα θάμπωνα τώρα με την έκθεση που μου ’χε μείνει αμανάτι και με τις άριστες επιδόσεις μου σε όλα τα μαθήματα πλην Γυμναστικής, όπου υπέφερα βουβά, μελανιασμένος απ’ τις μάταιες προσπάθειες να κρατηθώ κρεμασμένος στο πολύζυγο με τα μικροσκοπικά μου χεράκια κι από κάτω τα βούτυρα-έλαια-λίπη που δεν έλεγαν να γίνουν μπόι;
Και μέσα σ’ όλες τις άλλες συμφορές, σκάνε και τα χείλη μου απ’ άκρη σ’ άκρη, και δάγκωνε-κατάπινε δεν είχε μείνει πετσάκι για πετσάκι, και ήμουν λες και είχα πιπιλίσει πυρωμένη μασιά (που αν της έριχνες από πάνω σοκολάτα κι έλιωνε, μπορεί και να την πιπίλιζα όντως).
Οπότε η μανούλα μου μού παίρνει το πρώτο μου Liposan, χρώματος μπλε (για τ’ αγοράκια), αν κι εγώ ζαχάρωνα το κόκκινο (για αγοράκια με μεράκια) με τη γεύση κεράσι. Κι αρχίζω να παστώνω τα χείλη μου με βούτυρο κακάο.
Ναι, αλλά εμένα αυτό το πράμα πάνω στις τζαχείλες μου με ενοχλούσε αφάνταστα. Και με το που το ’βαζα, το ’γλειφα, ξανάβαζα, το ξανάγλειφα, και ούτω καθ’ εξής. Διότι, λαίμαργος ων, αυτό το "βούτυρο κακάο" πολύ με εξιτάριζε ως όνομα, φέρνοντας στον πάντα ετοιμοπόλεμο νου μου εικόνες από τεράστιες πλάκες ανάμεικτης σοκολάτας και βουτύρου. Αλλά το κραγιόν το μπλε όσο ορεχτικά και να μύριζε, με όσο πάθος και να το ’γλειφα, γεύση δεν είχε το ρημάδι.
Κι ένα πρωί που πασαλειβόμουν πάλι εις μάτην, μου ’ρχεται ο διάολος καβάλα, λέω, στην ποσότητα είναι το θέμα, και ρίχνω μία χλαπ! και το τρώω ολόκληρο το Liposan, περιμένοντας να βρεθώ στον έβδομο γευστικό ουρανό.
Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αντ’ αυτού βρέθηκα μια ώρα αρχύτερα στον απόπατο. Και χειρότερο κι απ’ τη ματαίωση του σοκολατοβουτυρένιου μου ονείρου ήταν το αίσθημα της βαθιάς ταπείνωσης – διότι, στο βλέμμα της μάνας που όλα τα ξέρει κι όλα τα καταλαβαίνει, είχα διακρίνει μια στάλα δυσπιστίας στο σενάριο ότι ο σκύλος μας ο Φλάφι είχε φάει το Liposan. Ιδίως αν σκεφτείς ότι ο Φλάφι είχε αποδημήσει εις Κύριον απ’ το ’85…
American History: F
Επειδή όμως η αδεξιότητα σε πολλούς ανθρώπους αντανακλάται και στον τρόπο σκέψης τους – την παροιμιώδη αφηρημάδα και την αδυναμία συγκράτησης και των πλέον βασικών πληροφοριών – ας εκμυστηρευτώ κι άλλη μια βαθιά ντροπή μου: ότι, αν το επίθετο "ανιστόρητος" είχε υπερθετικό βαθμό, θα με περιέγραφε πλήρως.
Για παράδειγμα, μόλις πρόπερσι έμαθα ότι ο Χίντενμπουργκ ήταν κι άνθρωπος εξόν από γιγάντια ιπτάμενη καπότα που έκανε μπαμ, ενώ σε ό,τι αφορά την αρχαία ελληνική ιστορία, όπου είναι κι ανάποδα οι ημερομηνίες και μπερδεύομαι, χάνω την μπάλα πέρα για πέρα, και δεν ξέρω να σου πω, λόγου χάρη, κατά πόσον ο Αισχύλος τα κακάρωσε στα ενενήντα ή στα μείον διακόσια τέσσερα.
Να περάσουμε ωστόσο στο επίμαχο βράδυ της ξεφτίλας μου, που έκτοτε, στη θύμησή του, προκαλεί στη φαμίλια μας εκρήξεις ακατάσχετου γέλιου για το φοβερό ιστοριοδιφικό μου δαιμόνιο.
Καθόμασταν λοιπόν με το Κουτάβι και βλέπαμε μία απ’ τις δεκάδες σειρές που παρακολουθούμε με κατάνυξη χρόνιου ενδοφλέβιου χρήστη. Νομίζω ότι ήταν ένα επεισόδιο του "Bones" όπου το πρωταγωνιστικό ζευγάρι που μας έβγαλε την κακιά αρρώστια μέχρι να ζευγαρώσει όπως ήταν πασιφανές ότι θα συνέβαινε, αράζει σ’ ένα ειδυλλιακό πάρκο της Ουάσινγκτον για ψιλοκουβέντα.
Κι αντικρύζοντας το Τζέφερσον Μεμόριαλ ή κάποιο σχετικό μνημείο, μια ειλικρινής απορία γεννιέται στο μυαλό μου, και γυρνώντας στο Κουτάβι, του οποίου οι ιστορικές γνώσεις είναι συγκρίσιμες με του Θεού, το ρωτάω με απόλυτη σοβαρότητα: «Τελικά το Boston Tea Party έγινε στην Ουάσινγκτον ή στη Νέα Υόρκη;»
Το Κουτάβι γυρίζει, με κοιτάζει έκθαμβο, κι αφού μου χαϊδεύει τα μαλλιά όλο στοργή, δεν κρατιέται και σκάει στα γέλια.
Οπότε κι εγώ συλλογίζομαι, Μα τι μαλακίες λέω, είναι αυτονόητο, γι’ αυτό γελάει το μανάρι μου, επειδή είναι γνωστό τοις πάσι ότι έγινε στη Νέα Υόρκη – αφού η Ουάσινγκτον δεν έχει λιμάνι. (Διότι είμαι και μέγας γνώστης γεωγραφίας).
Περιττό να σας πω ότι η Βοστώνη ούτε που πέρασε απ’ το μυαλό μου.
Άλλος το τρώει και ζορίζεται…
Μικρό παιδί σαν ήμουνα κι έτρωγα ίσαμε ένα σχολείο, απέφευγα, για λόγους κοσμιότητος και από περισσή συστολή, να τρώω μπροστά σε τρίτους, εφόσον δεν επρόκειτο για συγγενείς ή πολύ στενούς φίλους (που ήταν δύο όλοι κι όλοι, κι επίσης φαγανοί). Και η αποφυγή μου αυτή δεν είχε να κάνει μόνο με την εύλογη αμηχανία που μου προξενούσαν τα παραπανίσια μου κιλά αλλά με το γεγονός ότι τότε, όπως και τώρα και ανέκαθεν, ακολουθώντας το διατροφικό μοντέλο του φιδιού, της φάλαινας και της φάγουσας, δεν μασούσα το φαγητό μου: απλώς το κατάπινα, μέσα σε δευτερόλεπτα απ’ τη στιγμή που εμφανιζόταν μπροστά μου.
Επιπλέον, οτιδήποτε περιείχε σοκολάτα – έτερο διαχρονικό πάθος – ήταν δυο φορές απαγορευμένο, καθώς απ’ την πρεμούρα και τη λύσσα μου λερωνόμουν σε τέτοιο σημείο, που μετά πολλές φορές χρειαζόμουν όχι απλά να πλύνω χέρια-μούτρα αλλά να μπω για πλήρες μπάνιο και λούσιμο, εκτός κι αν ήθελα να περιφέρομαι με τα πολεμικά χρώματα του Τροφαντού Ταύρου, και κόμπους σοκολάτας στα λυτά μου μαλλιά που σαν καταρράκτης έπεφταν (καθ’ όσον ήμουν και μακρυμάλλης).
Ωστόσο, την επίμαχη μέρα, που παρά τρίχα θα ήταν και η τελευταία μου, είχα αψηφήσει τη ρητή μου αυτή πρακτική, με μοιραία αποτελέσματα…
Τώρα όποιος θνητός έχει περάσει έστω και μία φορά μπροστά απ’ τον Τερκενλή στη γωνία Τσιμισκή και Αριστοτέλους, ένθα απ’ τους εξαεριστήρες αναδύεται μονίμως μια παραδεισένια τσουρεκίλα, και δεν έχει νιώσει επί τόπου τη λαχτάρα να μπουκάρει στο ζαχαροπλαστείο και να καταβροχθίσει ένα ή και περισσότερα τσουρέκια μαζί με την πινακωτή του ξεφουρνίσματος και το χέρι του ζαχαροπλάστη, θα έπρεπε να εκτίθεται σε κάποιο μουσείο ως τέρας εγκράτειας. Και ιδίως άμα μιλάμε για το τσουρέκι που ’χει σοκολάτα μέσα-όξω, ακόμη και τώρα, που πρέπει να ’χω συμπληρώσει το εκατομμυριοστό μου τσουρέκι, όποτε κάποιος κάνει το σφάλμα να μου φέρει το μαγικό κουτί στο σπίτι, μπορεί να απολαύσει ένα θέαμα που μπροστά του όλα τα ντοκιμαντέρ περί άγριας φύσης ωχριούν. (Αν και, ιδεωδώς, με το συγκεριμένο τσουρέκι προτιμώ να μένω μόνος, σε δωμάτιο με χαμηλό φωτισμό, ροδοπέταλα στο πάτωμα και Barry White στο στερεοφωνικό).
Εκείνο το απόγευμα όμως, στο σύνηθες σχολικό άγχος και τη μουντρουχίλα του ανέραστου, αντικοινωνικού εφήβου που μισεί τους πάντες και τα πάντα με πρώτο τον εαυτό του και βρίσκει παρηγοριά στο φαΐ που πάντα του κάθεται και ποτέ δεν τον προδίδει, είχε προστεθεί η συντριβή ενός πάρτι συμμαθητή όπου όχι μόνο δεν ήμουν καλεσμένος, αλλά το οποίο είχε ήδη λάβει χώρα εν αγνοία μου. Και καθώς προχωρούσα στην Τσιμισκή πλάθοντας φαντασιώσεις εκδίκησης α-λα Carrie, όπου, λουσμένος στο αίμα της απόρριψης έκανα το σχολείο μπάρμπεκιου, περνάω μπροστά απ’ τον Τερκενλή και προς στιγμήν χάνω το φως, την ακοή, τη γεύση και την αφή μου, και γίνομαι όλος μια μύτη που ρουφάει άπληστα την ευωδιά του φρεσκοψημένου τσουρεκιού. Και λέω, δε γαμιούνται οι ντροπές, θα μπω και θα πάρω ένα σοκολατένιο τσουρέκι και θα το φάω στο χέρι, κι όποιος φρίξει, έφριξε.
Βέβαια, καθώς είχα συναίσθηση της παράτολμης φύσης του εγχειρήματος, πριν μπω στο κολασμένο ζαχαροπλαστείο μπήκα σ’ ένα φαρμακείο και πήρα ένα πακέτο μωρομάντιλα, για να σκουπίσω κατόπιν τις σοκολάτες που θα εκτείνονταν από κούτελο μέχρι πατούσα. Κι έπειτα αγόρασα το τσουρέκι και πήγα και κάθισα σ’ ένα παγκάκι στην Αριστοτέλους, έτοιμος να οργιάσω σε κοινή θέα.
Το πρώτο μισό της επιχείρησης "Έλα στο θείο/που ’χει τα στομάχια δύο" κύλησε με αξιοθαύμαστη επιτυχία, αφού κατάφερα να λερώσω μόνο τα χέρια μου ως τον αγκώνα. Ξαφνικά όμως, συνειδητοποιώντας ότι κάθομαι μπροστά σε τόσο κόσμο και κατασπαράζω μόνος μου γλύκισμα οικογενειακών διαστάσεων, η ντροπή επανήλθε δριμύτερη, μαζί μ’ ένα πελώριο κύμα αυτομομφής και αυτολύπησης.
Οπότε, επιταχύνοντας ακόμη περισσότερο, κόβω μια κομμάτα να με το συμπάθιο και την παραχώνω στο στόμα μου. Ε, κι εκεί γίνεται το κακό – διότι ακόμα κι ο δικός μου, μαθημένος σε ακρότητες και κακοποίηση καταπιώνας, είχε τα όρια του. Και ο βλωμός μεγέθους ρακούν, παστωμένος στην παχύρρευστη, κολλώδη σοκολάτα, του ’πεσε πολύς, με αποτέλεσμα το τσουρέκι να καταλήξει κάπου μεταξύ τραχείας και οισοφάγου, κι εγώ ν’ αρχίσω να ψυχορραγώ από πνιγμονή.
Απ’ τα δέκα-είκοσι δευτερόλεπτα που πέρασα στην όχθη της Στυγός, με τον Χάροντα να ’χει σκάσει στα γέλια διότι αποθαμένος από τσουρέκι δεν του ’χε λάχει ποτέ, θυμάμαι μονάχα ένα πιτσιρίκι να στριγγλίζει: «Μαμα, μαμά! Ο κύριος πεθαίνει!» και διάφορους περαστικούς να με βαράνε στην πλάτη και να με ταρακουνάνε.
Όπως έχετε καταλάβει, για να σας γράφω σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, επέζησα απ’ την μπουκιά του θανάτου, η οποία κάποια στιγμή ξεκόλλησε και πήγε να κάνει παρέα στις άλλες. Το εντυπωσιακότερο όμως είναι πως, οι περισσότεροι στη θέση μου θα ψυχοτραυματίζονταν σε τέτοιο βαθμό απ’ την προθανάτια εμπειρία, που θα κόβαν το τσουρέκι διά βίου, ή έστω θα πετούσαν το υπόλοιπο.
Εγώ όμως όχι, κυρίες μου και κύριοι. Αφού διαβεβαίωσα τον κόσμο που ’χε μαζευτεί (ευτυχώς δεν είχαμε και κινητά τότενες, ειδάλλως θα ’χαν καλέσει κι ασθενοφόρο, κι άντε τώρα να πείσεις τους τραυματιοφορείς ότι, καίτοι επιζών, δεν είσαι απ’ ευθείας για το Λεμπέτη) πως ήμουν ακόμα ζωντανός, στο παγκάκι, σαν μπαρόκ οικοδομικό συγκρότημα, πήρα πάλι το κουτί στα γόνατά μου σαν στοργικός παππούς που δεν μπορεί να κρατήσει κακία στο άτακτο εγγονάκι του, και μπρος στα έκπληκτα μάτια τους, αποτέλειωσα το τσουρέκι, με την ίδια ταχύτητα.
…κι άλλος το τρώει και δροσίζεται
Καλοκαίρι του 2001, κι έχω διανυκτερεύσει σε σπίτι φίλης στην Καλαμαριά, που ήταν αδιαθετούλα και ήθελε να ’χει έναν γιατρό στο σπίτι, παρ’ όλο που της είχα εξηγήσει επανειλημμένα πως, παρ’ ότι φοιτητής Ιατρικής, αν της έπιανε χλαπάτσα μες στη μαύρη νύχτα, α) εγώ κοιμόμουν πιο βαθιά κι απ’ την Κοιμωμένη του Χαλεπά, και ξύπναγα μόνο με ντουφεκιά ή αν έβαζες φωτιά στα σεντόνια, και β) ως φοιτητής της τρούπιας δεκάρας που ήμουν, υπήρχαν πολύ περισσότερες πιθανότητες η συμβουλή μου να την στείλει στον τάφο μια ώρα αρχύτερα.
Μολαταύτα το βράδυ πέρασε χωρίς επεισόδια, και την επομένη το πρωί η φιλενάδα μου ξύπνησε ορεξάτη, φωνάζοντάς μου απ’ το δωμάτιό της αν μπορούσα να πεταχτώ στο μπουγατσατζίδικο της γωνίας και να φέρω πρωινό και για τους δύο.
Επειδή όμως το προηγούμενο βράδυ τα ’χα τσούξει ελαφρώς, και κατόπιν είχα ξεραθεί στον καναπέ, σε ανοίκειο χώρο, όσο και να ψηλάφιζα τραπέζια και μαξιλάρες και πατώματα δεν έβρισκα με τίποτε τα γυαλιά μου (τα οποία εντέλει ευρέθησαν στο καλάθι της Γερτρούδης, του κόκερ της φίλης μου, μασημένα λες και ήταν σπαλομπριζόλα ή πανσέτα). Ωστόσο, επειδή παιδιόθεν ακολουθούσα πιστά τη σοφή συμβουλή του παππού μου («Άμα είναι τζάμπα, πάρε δύο») δεν σκόπευα να στερηθώ δύο (ή έξι) κερασμένες μπουγάτσες για τον ασήμαντο λόγο ότι, εξόν από ζαβλακωμένος απ’ τα χτεσινοβραδυνά τζιν-τόνικ, δεν έβλεπα την τύφλα μου.
Κατεβαίνω λοιπόν στον άγνωστο δρομάκο της Καλαμαριάς, και μονομιάς τυφλώνομαι απ’ την πρωινή λιακάδα. Τρεκλίζοντας και παραπατώντας, μετά από διπλάσιο χρόνο απ’ όσον θα χρειαζόταν ένα μέσο ζόμπι χωρίς πόδια, βρίσκω το μπουγατσατζίδικο και μπαίνω με αποφασιστικό βήμα.
«Καλημέρα,» λέω με την μπάσα, βραχνή, επιβλητική μου φωνή. «Θα ήθελα δύο με τυρί, δύο γλυκές – ή μάλλον τέσσερις οι γλυκές – δυο κουρού αν έχετε, μια λουκανικόπιτα, τέσσερα γάλατα κακάο, και τελικά κάντε τις τρεις με τυρί και τις γλυκές πέντε, κι αν έχετε και με κιμά βάλτε μου και δύο με κιμά.»
Και στέκομαι αγέρωχος και περιμένω, και περνάν τα δευτερόλεπτα σε πλήρη, παγερή σιωπή, και σε ακόμα πιο παγερή θερμοκρασία, διότι, εκτός του ότι δεν μοσχομύριζε μπουγατσίλας ως όφειλε, στο μαγαζί επικρατούσε για κάποιο άγνωστο λόγο πολικό ψύχος.
Άγνωστο, μέχρι που υψώνω το θολό, γκαβό, ανυπόμονο βλέμμα μου στον μαγαζάτορα που αρνείτο να με εξυπηρετήσει, και συνειδητοποιώ ότι απέναντί μου στέκει μια τρομοκρατημένη υπάλληλος, η οποία έχει μόλις δεχθεί ακατανόητη (και πιθανώς επιβλαβή για τη σωματική της ακεραιότητα) επίθεση από ένα μαυροντυμένο, ασθμαίνον και κάθιδρο βουνό, που για κάποιο λόγο της ζητά ένα κάρο μπουγάτσες, παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε κατάστημα πώλησης κλιματιστικών.
Το μαγιό της ντροπής
Το μεσημέρι που εκτυλίσσεται η ιστορία μας, πρέπει να ’μαι κάπου δώδεκα-δεκατριών ετών κι εβδομήντα-ογδόντα κιλών (με ευζωνικό ανάστημα ένα και πενήντα πέντε), και ο μπαμπάκας μου μ’ έχει κατεβάσει άρον-άρον με το νεοαποκτηθέν μας άσπρο Ρενώ 19 σε πολυκατάστημα της Τσιμισκή για να αγοράσω καινούριο μαγιό, καθ’ ότι στο περσινό δεν έμπαιναν μήτε οι διαστάσεων κοντού ντονέρ μπούτες μου.
Κι ως συνήθως, είμαι έξαλλος – με τον κάλπικο, άσπλαχνο ντουνιά και τις μικροσκοπικές βερμουδίτσες που φτιάχνει, και με την καθυστερημένη μου ανάπτυξη, που καθιστούσε τη φράση «Μπόι θα γίνει» εξίσου πειστική με την προσδοκία ανάκτησης των χαμένων πατρίδων, εκτός κι αν αίφνης ένα πρωί ξυπνούσα με το λίπος μου ως διά μαγείας κατανεμημένο αρμονικά στο σώμα μου, το οποίο, για να συμβεί κάτι τέτοιο, θα ’πρεπε να ’χει φτάσει εν μια νυκτί τα τρία δώδεκα.
Και πού αλλού να ξεσπάσει το κακομαθημένο το μοναχοπαίδι που κανείς δεν του παραχώνει τα κρουασάν στο στόμα και μόνο του φταίει για τα κυβικά του; Στον έρμο, ανεκτικό και στωικό πατέρα, ο οποίος στα νιάτα του ήταν πετσί και κόκαλο και ο πιο δημοφιλής μαθητής/γκόμενος του σχολείου, ιδιότητες-καρφί στο φέρετρο της δυσθυμίας του μπασμένου, υπερτροφικού του σπλάχνου.
Φτάνουμε λοιπόν στην Τσιμισκή ενώ εγώ ακόμα κατεβάζω καντήλια προς πάσα κατεύθυνση, βγαίνω απ’ τ’ αμάξι με χάρη ετοιμόγεννης φοράδας που ’χει στριμωχτεί σε πορτ μπαγκάζ, και μπαίνω στο εξαώροφο κατάστημα.
Να μην σας τα πολυλογώ, μαγιό της αρεσκείας μου δεν έβρισκα σ’ ολάκερο τον όροφο με τα καλοκαιρινά, διότι τότε ακόμα δεν είχαν βγει στη φόρα αυτές οι βερμούδες-σωβράκες που φτάνουν ίσαμε τη γάμπα και προσδίδουν σ’ αυτόν που τις φοράει γοητεία τούρκικου καμπινέ, κι επιπλέον το μαγιό που γύρευα, και το οποίο θα εξαφάνιζε και το φονικό δίδυμο βυζί-προκοίλι, λεγόταν ολόσωμο και δεν έβγαινε πλέον για άντρες παρά μόνον αν το θέλαν διά σκληρό μεροκάματο.
Οπότε βγαίνω απ’ το πολυκατάστημα με τα νεύρα μου ακόμα λεπτότερα κρόσσια απ’ ό,τι πριν, μπαίνω στο αμάξι του μπαμπά κι αρχίζω να του σέρνω τον αναβαλλόμενο, που αυτός και η μάνα μου φταίνε που με κάναν θηρίο από μικρό και τώρα μαζεμό δεν είχανε τα ξύγκια μου, κι ότι αντί να κάνει κι αυτός μια δίαιτα μπας και πέσει η μπάκα του σαραντάρη εξακολουθούσε να γεμίζει το ψυγείο με αλλαντικά και τυριά και της Παναΐας τα μάτια, κι ότι αν αυτό συνεχιστεί καμιά μέρα θα πάρω φόρα και θα φουντάρω απ’ τον τέταρτο και θα με μαζεύουνε με το κουταλάκι (του γερανού) – και γενικώς παραληρώ και ρίχνω μπινελίκια, διότι είναι κι ένας τρόμπας παρκαρισμένος από πίσω που μας έχει γκαβώσει με τα μεγάλα φώτα και το διαρκές κορνάρισμά του, κακόψοφο να ’χει και μαύρο.
Ώσπου σε κάποια στιγμή δεν αντέχω άλλο, και γυρνώντας προς το πίσω κάθισμα, φωνάζω «Θα σκάσεις επιτέλους, γαμώ το ξεσταύρι σου;» Και – ω φρίκη! – πίσω απ’ το τιμόνι του λευκού Ρενώ, ολόιδιο με αυτό στο οποίο βρισκόμουν, βλέπω το έντρομο πρόσωπο του πατέρα μου, που μου κάνει νόημα με γουρλωμένα μάτια.
Και συνειδητοποιώ ότι, μες στη φούρια μου, έχω μόλις μπει στο αμάξι ενός άγνωστου κυρίου – ο οποίος έχει κολλήσει στην πόρτα του οδηγού και με κοιτάζει τρομοκρατημένος – και τον έχω χέσει πατόκορφα.
Ακόμα και ν’ άνοιγε η γη, δεν θα κατάφερνε να με καταπιεί – θα φράκαρε στο χείλος του κρατήρα η ξεφτίλα μου. Διότι, ακούγοντας ένα πνιχτό κλαψούρισμα, προσέχω ότι στην άκρη του πίσω καθίσματος, κολλητά το ’να στ’ άλλο πίσω απ’ τον μπαμπά τους, έχουν λουφάξει δύο πιτσιρίκια, που με κοιτούν όπως αν στη θέση του συνοδηγού είχε ξάφνου εισβάλει ο μπαμπούλας του χειρότερου εφιάλτη τους.
Τελικώς μαγιό βρήκα στην Χαλκιδική. Την αυτοεκτίμησή μου, ακόμα την ψάχνω.
Σιταγρός με ψυχάκια
Όπως πολλοί γνωρίζουν ήδη, τα Χριστούγεννα του 2006 το Κουτάβι κι εγώ περισώσαμε από μαγαζί με είδη για κατοικίδια ζώα το περίφημο Αρνί – ένα λούτρινο, αξιολάτρευτο αρνάκι, που όταν το πατάς βελάζει – και το υιοθετήσαμε.
Το Αρνί αποτελεί τη ζωντανή (το τονίζω: ζωντανή) απόδειξη πως ακόμη κι ένα άψυχο αντικείμενο (όπως ένας μπογιατισμένος καμβάς, ένας φανταστικός χαρακτήρας ή ένα ομοίωμα ανθρώπου από μάρμαρο), λαμβάνοντας άφθονη αγάπη κι αφοσίωση, όχι μόνον αποκτά ψυχή, αλλά σου ανταποδίδει τα αισθήματα που έχουν επενδυθεί σε αυτό. Έτσι, το θετό μας παιδί όχι μόνον εξελίχθηκε σε μέλος της φαμίλιας με δική του προσωπικότητα και προφίλ στο Facebook (το οποίο σνομπάρει, ποστάροντας σπανιότατα – το θεωρεί καταφύγιο χασομέρηδων, που το αποσπά απ’ το κοπιώδες έργο που εκπονεί εδώ και χρόνια: μια μυθιστορηματική βιογραφία του μαρκησίου ντε Σαντ) αλλά έγινε μέχρι εξώφυλλο και μείζων χαρακτήρας σ’ ένα από τα βιβλιαράκια μου. Και φυσικά, όπως οποιοδήποτε καλομαθημένο μοναχοπαίδι στη θέση του, που δεν θέλει να εξαιρείται από καμιάν απόλαυση των γονιών του, το Αρνί μας συντροφεύει σε όλα μας τα ταξίδια.
Βρισκόμαστε λοιπόν στον Απρίλη του 2007 και στο υπέροχο Άμστερνταμ, και συγκεκριμένα στο Μουσείο Βαν Γκογκ, που στα Ολλανδικά προφέρεται Βαν Χοχ, κι αν το πεις τρεις φορές σερί την τέταρτη φτύνεις ροχάλα και καθαρίζουν και τα λαιμά.
Έχει ήδη προηγηθεί σκηνή απείρου κάλλους στην είσοδο του μουσείου, όπου, ελέγχοντας την τσάντα μου, η φύλακας βγάζει από μέσα το Αρνί, το πατάει, αυτό βελάζει θυμωμένο που το ζουπάνε άγνωστοι, η φύλακας χέζεται πάνω της, με ρωτάει Κύριέ μου, τι ειν’ τούτο, εγώ της απαντώ το Αρνί, αυτή μου λέει Δε γίνεται να το πάρετε μέσα, πρέπει να το αφήσετε στο βεστιάριο, το Αρνί ξαναβελάζει έξαλλο γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να κάτσει κλειδωμένο σε ντουλαπάκι, η σεκιουριτού μου λέει αυστηρά να σοβαρευτώ, εγώ της απαντώ με παραλήρημα για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων, των ζώων, των φετιχιστών και την απειλώ ότι αν δεν μ’ αφήσει να μπω μαζί με το παιδί μου θα επιστρέψω με τον δικηγόρο μου και θα κάνω καθιστική διαμαρτυρία στον ανιχνευτή μετάλλων φορώντας τσίγκινη κυλότα, και στο τέλος η δύσμοιρη φρουρός μ’ αφήνει να περάσω, διότι πίσω μου έχει μαζευτεί πλήθος, έτοιμο ν’ αρχίσει τις Χριστοπαναγίες (ολλανδιστί: Χριστοπαναχίες) για την καθυστέρηση.
«Δεν θα με κάνετε ρεζίλι πατέρας και γιος,» με προειδοποιεί το Κουτάβι καθώς ανεβαίνουμε τις σκάλες, κι εγώ φυσικά υπόσχομαι πως θα είμαστε κόσμιοι.
Έλα όμως που όπως τριγυρίζω χαζεύοντας τους εξαίσιους πίνακες του άτυχου, μεγαλοφυή ζωγράφου, το Αρνί αρχίζει να γκρινιάζει ότι θέλει να το βγάλω απ’ την τσάντα, διότι ειδάλλως τι το κουβάλησα αν σκοπεύω να το αφήσω μες στα μαύρα σκοτάδια, με τη φωτογραφική μηχανή και το νερό; (Το οποίο στο Άμστερνταμ είναι πιο ακριβό από νοίκι, οπότε κι εγώ είχα μαζί μου την μπουκάλα μονίμως γεμάτη, καθ’ όσον τυγχάνω νεροφίδα, και μπορώ να πιω και δυο πισίνες νερό τη μέρα – γι’ αυτό κι έχω τέτοιο δερματάκι τσίτα σαν πωπό νεογέννητου: έτσι και μου βάλεις λίγο ταλκ και μου κολλήσεις και μια πάνα στα μάγουλα, δεν με ξεχωρίζεις από βρεφικό κώλο). Οπότε κάνουμε μια συμφωνία: εγώ θα το βγάλω να θαυμάσει την τέχνη, αλλά θέλω να μου υποσχεθεί ότι θα είναι τύπος και υπογραμμός.
Ματαία ελπίς: ίδιο ο παράφρων πατέρας του, με το που ξετσουμίζει απ’ την τσάντα, το θεότρελο Αρνί παίρνει δρόμο και πηγαίνει και κάθεται κάτω απ’ τον περίφημο πίνακα ‘Σιταγρός με κοράκια’, που ο Βαν Χχχχχχχχ-μου-κάθισε-τρίχα-σγουρή-στον-ουρανίσκο φιλοτέχνησε λίγο προτού αυτοπυροβοληθεί, και που μέχρι μια εποχή ορισμένοι πίστευαν ότι είναι ως εκ τούτου πιτσιλισμένος με το αίμα του μεγάλου δημιουργού, ώσπου αποδείχτηκε πως επρόκειτο για πελτέ ντομάτας με ίχνη από κιμά για σουτζουκάκια σμυρνέικα, και η καλλιτεχνική κοινότητα ξενέρωσε αφάνταστα που ο πίνακας δεν ήταν σπλατεριά με αίματα-μυαλά-τζιγέρια του Βίνσεντ.
«Δεν βλέπω! Σήκωσέ με!» φωνάζει το Αρνί.
«Σκάσε παιδί μου, μας κοιτάνε!» του λέω εγώ.
«Θέλω να με βγάλεις φωτογραφία με τα κοράκια!» επιμένει αυτό.
«Ξέρεις ότι το Κουτάβι θα μας κόψει τον κώλο, έτσι; Κι άντε εσύ είσαι παιδί του και θα σε συγχωρέσει – εγώ τι φταίω που θα ξαναδώ χαρά στο μαξιλάρι μου στην αδαμάντινη επέτειο και αν;»
Αλλά με τα πολλά επείσθην, κι αφού σήκωσα το Αρνί και το κράτησα μούρη με μούρη με τον πίνακα, άρχισα να ψαχουλεύω με το ελεύθερο χέρι μου μες στα ερέβη της τσάντας για τη μικροσκοπική φωτογραφική μηχανή, βγάζοντας στην πορεία μισή κούτα τσιγάρα, ένα κουτί σοκολατάκια σε σχήμα σωληναρίων τέμπερας που ’χα πάρει από τουριστομάγαζο, και την μπουκάλα με το νερό.
Και όπως ήταν επόμενο, ξεσπάει συναγερμός, διότι ο φύλακας στην είσοδο της αίθουσας βλέπει ξαφνικά έναν παρλιακό τύπο που ετοιμάζεται να βανδαλίσει ένα απ’ τα διασημότερα εκθέματα του μουσείου με νερά, μπογιές, και μ’ ένα κουκλάκι που ’χει κολλήσει τη μούρη του στον καμβά και βελάζει με οίστρο φιλότεχνου.
Μου πήρε μερικά δευτερόλεπτα μέχρι να διαπιστώσω ότι οι φωνές, το ποδοβολητό, και το εκκωφαντικό ίου-ίου-ίου είχαν ως στόχο εμένα και το Αρνί. Το κατάλαβα όταν πετάρισα τα βλέφαρα και διαπίστωσα ότι δεν βρισκόμουν πλέον στην δροσερή αίθουσα με τους πίνακες αλλά στον περίβολο του μουσείου.
Και το ξανακατάλαβα το ίδιο βράδυ όταν, μετά από χάδια και γλυκόλογα και φιλάκια, το Κουτάβι τραβήχτηκε και, ρίχνοντας μια ματιά στο Αρνί που χουζούρευε στην πολυθρόνα του, μου είπε τρυφερά: «Όχι μπροστά στο παιδί.»
Τ’ Άη-Ζαβού και τ’ Άη-Γκαβού τα σόγια μου αντάμωσαν
Εκτός απ’ όλα τ’ άλλα του προσόντα, το Κουτάβι, ο λατρευτός, καρτερικός μου σύντροφος, είναι κι εξαιρετικός μάγειρας. Και μία απ’ τις πολλές του σπεσιαλιτέ είναι το καλύτερο ατζέμ πιλάφι στην υφήλιο.
Έτσι, όταν πριν από μερικές βδομάδες, καίτοι κατάκοπος απ’ τη δουλειά, αποφάσισε να ανασκουμπωθεί και να φτιάξει μπιφτέκια με πιλάφι, προσφέρθηκα ως όφειλα να πεταχτώ στο σούπερ μάρκετ, διότι είχαμε ξεμείνει από κριθαράκι.
Οπότε και βρίσκομαι να στέκομαι επί ώρα στον διάδρομο με τα ρύζια, τα όσπρια και τα συναφή, προσπαθώντας απεγνωσμένα να εντοπίσω το κριθαράκι.
Ρωτάω λοιπόν μια διερχόμενη υπάλληλο του σούπερ μάρκετ, κι αυτή μου δείχνει το σημείο όπου κοιτάω σαν τον χάχα. Ξανακοιτάω, τίποτα. Περνάει ξανά η υπάλληλος, την ξαναρωτάω. «Τρίτο ράφι από κάτω, εκεί,» μου λέει, δείχνοντάς μου το – καταπώς φαίνεται – αόρατο κριθαράκι.
Πέρασα άλλη τόση ώρα σκυφτός και κατόπιν γονατιστός, ψάχνοντας το ράφι πόντο-πόντο, ώσπου, λίγο πριν το κλείσιμο, μια άλλη υπάλληλος, μεγαλύτερη σε ηλικία και μ’ έναν αέρα μητρότητος λίαν παρήγορη για ένα αποπροσανατολισμένο ορφανό, διέκρινε την απελπισία στο βλέμμα μου και με ρώτησε τι ψάχνω.
«Το κριθαράκι!» απαντώ εγώ με σπαραγμό, υψώνοντας ένα πακέτο ροβύθια για να καταδείξω το μάταιον της έρευνάς μου – και η θεόσταλτη γυναίκα, χωρίς σχόλια και με ειλικρινή συμπόνοια στα μάτια, παίρνει ένα πακέτο κριθαράκι που επί ώρα βρισκόταν μπροστά στα γκαβάδια μου, και μου το δίνει στενάζοντας.
Έτσι έμαθα ότι, με τον ίδιο τρόπο που το πεπονάκι δεν είναι το υποκοριστικό του ώριμου Αργείτικου πεπονιού και το αστράκι δεν αποτελείται από ψήγματα μετεωρίτη, το κριθαράκι δεν είναι ο σπόρος του ομώνυμου δημητριακού, όπως επί χρόνια νόμιζα, αλλά ζυμαρικό σε σχήμα κριθαριού.
Γηράσκω αεί εξευτελιζόμενος.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News