Εχει αξία η πολιτική διαπραγμάτευση;
Εχει αξία η πολιτική διαπραγμάτευση;
Πριν λίγες μέρες κορυφαίος κυβερνητικός παράγων, που έχει στενή σχέση με τον Αλέξη Τσίπρα και σαφή εικόνα για τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, υποστήριξε ότι στο ζήτημα των λεγόμενων «κόκκινων» δανείων και στο ζήτημα αλλαγών στις 100 δόσεις, η κυβέρνηση δεν θα δεχθεί εκπτώσεις και θα επιλύσει το πρόβλημα μέσω πολιτικής διαπραγμάτευσης. Η φενάκη ότι οι διαπραγματεύσεις με τους εταίρους-δανειστές δεν θα γίνουν με συγκεκριμένα νούμερα αλλά θα πάρουν τη μορφή ενός πολιτικού παζαριού, για να μην επωμισθεί η κυβέρνηση Τσίπρα την πολιτική ευθύνη και ξεσηκώσει ευρύ φάσμα κοινωνικών στρωμάτων, επανήλθε. Το ιδεολόγημα που την διακατέχει, ότι τα πάντα είναι υπόθεση πολιτικών χειρισμών στους οποίους «εμείς είμαστε γάτοι» ενώ οι προηγούμενοι όχι, αναπτύσσεται πλήρως κι ανοικτά.
Ομως, μια τέτοια προσέγγιση την απορρίπτει, όπως παγίως έκανε, το κουαρτέτο των θεσμών. Γιατί απλούστατα οι διαπραγματεύσεις αφορούν σε δισεκατομμύρια ευρώ, για τα οποία θα πρέπει κι εκείνοι να δώσουν λογαριασμό κι επίσης όταν γίνεται συζήτηση για λεφτά, η πολιτική προσέγγιση περνά σε δεύτερο πλάνο. Στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να μην έμαθαν από το ναυάγιο που είχαν οι απόπειρες πολιτικοποίησης της διαπραγμάτευσης που έκαναν, τα προηγούμενα χρόνια, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ.
Οταν στα τέλη Αυγούστου του 2011, ο Ευάγγελος Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, «τα έσπασε» με την τρόικα των δανειστών, το έκανε γιατί βασικά πίστεψε ότι με πολιτική διαπραγμάτευση θα κατάφερνε να αλλάξει βασικές δεσμεύσεις του πρώτου Μνημονίου (ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές στο Δημόσιο, σε μισθούς και συντάξεις, φορολογική επιβάρυνση), για τις οποίες οι αντιδράσεις είχαν κορυφωθεί στην κοινωνία ενώ εντός του ΠΑΣΟΚ επικρατούσε διχασμός. Αποτέλεσμα; Να οδηγηθούμε στα τέλη Οκτωβρίου στο δεύτερο, πιο βαρύ δεύτερο Μνημόνιο, με βασικό αντάλλαγμα το PSI στα ομόλογα που κατείχαν ιδιώτες. Οχι αμελητέο αλλά ανεπαρκές.
Ανάλογο ήταν και το αποτέλεσμα της αδράνειας του Αντώνη Σαμαρά, μετά το αρνητικό αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές, του Μαΐου το 2014, για τον κυβερνητικό συνασπισμό ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Φοβούμενος τη ραγδαία κλιμάκωση των αντιδράσεων εντός κι εκτός ΝΔ και την άμεση κατάρρευση της κυβέρνησής του, «πάγωσε» τις μεταρρυθμίσεις, για τις οποίες είχε δεσμευτεί με το Μεσοπρόσθεσμο, που είχε συμφωνήσει τον Νοέμβριο του 2012, και επιδίωξε πολιτική διαπραγμάτευση στις συναντήσεις με την τρόικα στο Παρίσι. Αποτέλεσμα; Να μην υπάρξει συμφωνία και να διατυπωθεί το περιβόητο mail Χαρδούβελη, που όντως δείχνει «μαγικό» μπροστά στο τρίτο Μνημόνιο που συμφώνησε και υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας.
Εχοντας λοιπόν άγνοια κινδύνου, η κυβέρνηση Τσίπρα επιλέγει και τώρα την πολιτική διαπραγμάτευση ως απέλπιδα, θαρρώ, προσπάθεια να μην πιει μέχρι το τέλος το πικρό ποτήρι του πολιτικού κόστους για την εφαρμογή των όσων δυσμενέστατων μέτρων αποδέχθηκε υπογράφοντας το βαρύτερο Μνημόνιο. Και για έναν ακόμη λόγο.
Γιατί έτσι πιστεύει ότι αλλάζει την ατζέντα της επικαιρότητας. Ομως ελλοχεύει ο κίνδυνος η οικονομική κρίση που ταλανίζει τη χώρα να εισέλθει, εκ νέου, σε δύσβατους και επικίνδυνους δρόμους. Ορισμένους τους βλέπουμε ήδη. Παρατεταμένη ύφεση και αβεβαιότητα, φόβος ότι όσα επιτεύχθηκαν με τις θυσίες των προηγούμενων χρόνων πάνε στράφι, που τροφοδοτούν τον λαϊκισμό που επιστρέφει. Και το πιο επικίνδυνο. «Σκάει μύτη» ο εθνικισμός και ο απομονωτισμός της χώρας που θα την φέρει χρόνια πίσω.
Συν τοις άλλοις, η επιλογή της πολιτικής διαπραγμάτευσης υποδηλώνει κόπωση της κυβέρνησης και αδυναμία εκπλήρωσης των τεχνοκρατικών δεσμεύσεων. Ομως το πιθανότερο είναι να «σπάσει τα μούτρα» της. Εάν συμβεί, τότε ας ετοιμαστούμε για νέες περιπέτειες.
Εκτός κι αν ο Αλέξης Τσίπρας και η στενή ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ αντιληφθούν το γρηγορότερο ότι η συνεννόηση με τις πολιτικές δυνάμεις που δηλώνουν ότι στηρίζουν την ευρωπαϊκή πορεία της Ελλάδας είναι μονόδρομος. Αντί λοιπόν να μπει στη λογική να «συμμαχήσει» με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι στο βασικό πλαίσιο εξόδου της χώρας από τη βαθιά κρίση, προφανώς συμβιβαζόμενος σε ορισμένα ζητήματα, επιλέγει να το παίξει εξυπνότερος από τους δανειστές. Είναι σίγουρο ότι θα χάσει απλώς γιατί είναι ο αδύναμος κρίκος σ' αυτό το «μπρα ντε φερ». Ομως, αν εκχωρήσει τον απόλυτο έλεγχο της εξουσίας, θα έχει συμβάλλει ουσιαστικά στη διάσωση της χώρας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News