Εκεί όπου ο Πρίμο Λέβι είδε το «μέγα κακό» να ορθώνεται δυσώδες μπροστά του και μέσα από τη γυμνότητα του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» να μετατρέπει την εμπειρία του Ολοκαυτώματος, σε πάλη κόντρα στην ηθική αποκτήνωση, ο Ιμρε Κέρτες απάντησε με το δικό του αποδομητικό τρόπο. Μέσα στο ζόφο υπάρχει το σπέρμα του παιγνιώδους ανθρώπου.
Ο ούγγρος συγγραφέας «έφυγε» την Πέμπτη σε ηλικία 86 ετών (γεννημένος στη Βουδαπέστη το 1929) νικημένος από τη φθαρτότητα του σώματος και τη σαρωτική δύναμη του Πάρκινσον. Ο,τι δεν τον τέλειωσε σε ηλικία 14 ετών, οπότε και συνελήφθη και στάλθηκε στο Αουσβιτς και το Μπούχενβαλντ, τον περίμενε στο γήρας να τον βρει.
Κάτοχος του βραβείου Νομπέλ Λογοτεχνίας από το 2002 για το γεγονός ότι «εξερευνά τις πιθανότητες του να συνεχίσει κανείς να ζει και να σκέφτεται ως άτομο σε μια εποχή που η υποταγή του ανθρώπου σε κοινωνικές δυνάμεις γίνεται ολοκληρωτική», όπως είχε εξηγήσει η Σουηδική Ακαδημία κατά τη βράβευσή του.
Τω όντι, ο Κέρτες είναι το συνώνυμο του ανθρώπου που έζησε μέσα στη φωτιά και δεν της επέτρεψε να τον κάψει. Καίτοι, το σύνολο του έργου του διαπνέεται από την τελετουργία του «κακού» που βίωσε στο κολαστήριο του Αουσβιτς, στην πραγματικότητα είναι η ανθρώπινη εξαθλίωση εκείνη που προσυπογράφει τα βιβλία του. Οι μεταιχμιακές στιγμές του 20ου αιώνα, ή, ακόμη σωστότερα, οι βαρβαρικές αυθαιρεσίες της Ιστορίας (Ολοκαύτωμα και λογής ολοκληρωτισμοί) απέναντι στην ανοχύρωτη ατομικότητα είναι οι δικές του πηγές δημιουργίας.
Πώς αλλιώς θα μπορούσε να γράψει «Το Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο»; Ενα οιονεί αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα, αν και ο ίδιος το αρνήθηκε σθεναρά, γραμμένο από την οπτική γωνία ενός 15χρονου, μέσα στο κολαστήριο των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Είναι το βιβλίο που τον καθιέρωσε στην παγκόσμια λογοτεχνική κοινότητα, ίσως και λόγω της κεντρικής απόφασής του να μην συγγράψει ένα ακόμη καταγγελτικό βιβλίο για τις θηριωδίες των ναζί, ούτε μια θρηνωδία για τη χαμένη τιμή της ανθρωπότητας.
Ο ήρωάς του, ο μικρός Γκιόργκι, αποδέχεται την οικτρή συνθήκη ακόμη και με ενθουσιασμό. Προσπαθεί να περάσει μέσα από το δίχτυ του εξορθολογισμού εκείνες τις συνθήκες που στερούνται ακόμη και ψήγμα λογικής. Παρά τη σφοδρότητα του θέματός του, ο Κέρτες ενσπείρει κύματα ειρωνείας και απομαγευτικής κωμικότητας που μόνο ένας νέος άνθρωπος μπορεί να εκπέμψει.
Οταν επέστρεψε στην πατρίδα από τα στρατόπεδα των ναζιστών, τον ρώτησαν με αγωνία οι εναπομείναντες τι θα μπορούσαν να κάνουν.
«Τίποτα, φυσικά» τους απάντησε. «Τίποτα, ή έστω κάτι που θα ήταν εξίσου ανόητο όπως και το ότι δεν κάναμε τίποτα, φυσικά».
Σε αντίθεση με τον ιταλό συγγραφέα Κλαούντιο Μάγκρις, ο οποίος διατεινόταν ότι η πραγματικότητα του Ολοκαυτώματος ίσως να μην επιτρέπει κανένα μυθιστόρημα, γιατί είναι σε τέτοιο βαθμό απίστευτη ώστε δεν μπορεί να προσκαλέσει τη λογοτεχνία, ο Κέρτες απαντάει με τα «παιχνίδια μυαλού» του νεαρού ήρωά του, τα οποία καταφέρνουν να νικήσουν την έκθεση ωμοτήτων των ναζί.
Οπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι στο «Σπίτι των Πεθαμένων» ή ο Σολζενίτσιν στο «Μια ημέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς», έτσι και στο «Μυθιστόρημα ενός ανθρώπου δίχως πεπρωμένο», αυτό που τελικά επικρατεί είναι η ατομική ψυχή. Σε σημείο που κανένας τοίχος και κανένα συρματόπλεγμα δεν μπορεί να φυλακίσει την ανθρώπινη φαντασία.
Μετά την απελευθέρωση ο Κέρτες εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε μια εφημερίδα, αλλά απολύθηκε το 1951 μετά την επικράτηση του κομμουνιστικού καθεστώτος. Εζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία όπου εργάστηκε ως μεταφραστής (μετέφρασε στα ουγγρικά έργα των Φρόυντ, Νίτσε, Χόφμανσταλ, Σνίτσλερ, Βίντγκενσταϊν κ.ά.). Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 άρχισε να ξαναγράφει και να εκδίδει μυθιστορήματα.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στο Βερολίνο, έγραφε όμως στα ουγγρικά και συνεργαζόταν με εκδοτικούς οίκους της Ουγγαρίας. Οταν τον ρωτούσαν γιατί αυτοαναγορεύτηκε «Βερολινέζος», απάντούσε με την εύγλωττη ειρωνεία του: «Οχι για την αρχιτεκτονική της πόλης, αλλά για τη ζωή. Για τον αέρα της κουλτούρας και της ελευθερίας». Πολλές φορές, δε, βρέθηκε σε αντιπαράθεση με τους συμπατριώτες του. Το 2009 σε μια συνέντευξη που είχε παραχωρήσει στην εφημερίδα Die Welt είχε χαρακτηρίσει την Ουγγαρία «μια βαλκανικού τύπου χώρα», για να δεχθεί ουκ ολίγα βιτριολικά σχόλια από τις ουγγρικές εφημερίδες που τον κατηγόρησαν για υποκρισία.
Από τον κρυπτικό μονόλογο του «Καντίς για ένα αγέννητο παιδί» έως την «Εκκαθάριση» όπου το Αουσβιτς επανέρχεται στη θεματική του και από το αυτοβιογραφικό «Φάκελο Κ» έως τα δοκίμια «Το Ολοκαύτωμα ως πολιτισμός» και «Η εξόριστη γλώσσα», αλλά και το ύστερο μυθιστορηματικό ημερολόγιο -σε δύο μέρη- που καλύπτει τις περιόδους από το 1961 έως το 1991 και το από το 1991 μέχρι το 1995, ο Κέρτες απαντάει στο κλασικό ερώτημα του Σαρτρ «για ποιον γράφουμε;» με το να κουβαλάει μια μαρτυρία: τη δυσκολία του αυτοελέγχου της ανθρώπινης ταυτότητας.
Οπως έγραψε και ο ίδιος: «Οταν υπάρχει μοίρα, τότε η ελευθερία είναι αδύνατη. Οταν όμως υπάρχει ελευθερία, θα πει ότι η μοίρα είμαστε εμείς οι ίδιοι». Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένα καθαρτικό γεγονός που θα κάνει τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά. Κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί. «Για το Αουσβιτς μπορεί να γράψει ο καθένας ακόμη και αν δεν αναφέρεται σε αυτό», είχε πει σε μια συνέντευξή του. Είχε φέρει ως παράδειγμα το έργο του Μπέκετ ή τους πίνακες του Τζιακομέτι που μπορεί να μην έχουν ευθείες αναφορές στο μέγα «τραύμα», ωστόσο το περιέχουν.
Εντέλει, το μοναδικό έργο των συγγραφέων είναι να διατηρήσουν και να παρουσιάσουν τις ατομικές ταυτότητες και τις ατομικές υπάρξεις –εκείνες που επιλέγουν από το σωρό- με σκοπό να κινητοποιήσουν ή να σοκάρουν τους ανθρώπους. Ο Κέρτες το έκανε.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News