Τον περασμένο Αύγουστο η ποδοσφαιρική Αγγλία προετοιμαζόταν γι’ αυτό που πίστευε ότι θα είναι «η πιο συναρπαστική Premier League όλων των εποχών». Οι έξι κορυφαίες ομάδες της (Μάντσεστερ Σίτι, Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Τσέλσι, Τότεναμ, Λίβερπουλ, Αρσεναλ) που θα διεκδικούσαν το Πρωτάθλημα -με διαφορετικές πιθανότητες η κάθε μία-, είχαν δαπανήσει «τρελά» λεφτά για την ενίσχυσή τους. Το ίδιο και κάποιες δεύτερης ταχύτητας, όπως η Εβερτον. Αναλυτές και δημοσιογράφοι εξηγούσαν, γιατί ο ανταγωνισμός θα είναι μεγαλύτερος από κάθε άλλη σεζόν. Αλλά, τέσσερις μήνες αργότερα, ο τίτλος έχει -κιόλας- κριθεί.
Στην εορταστική 20η αγωνιστική, που ολοκληρώθηκε την Πέμπτη, η Σίτι πέτυχε τη 18η διαδοχική της νίκη (1-0 τη Νιούκαστλ στο «Σεντ Τζέιμς Παρκ»). Χωρίς να πατήσει πολύ το γκάζι, έβαλε ένα γκολ, είχε δύο δοκάρια, κάμποσες ευκαιρίες και ποσοστά κατοχής μπάλας γύρω στο 80%. Στο πρώτο ημίχρονο οι παίκτες της πραγματοποίησαν 359 πάσες περισσότερες από ό,τι οι γηπεδούχοι. Η πιο ακριβή έκδοση της Γιουνάιτεντ στα χρονικά του συλλόγου βρίσκεται, πλέον, 15 βαθμούς πίσω – και ο Ζοσέ Μουρίνιο ζητά ακόμη μεγαλύτερο μπάτζετ για μετεγγραφές. Κακά τα ψέματα: τη διαφορά (της Σίτι από τους ανταγωνιστές της) την έχει κάνει ένας προπονητής, ο Πεπ Γκουαρντιόλα.
Η Σίτι του Γκουαρντιόλα έχει σκοράρει, εφέτος, 61 φορές σε 20 αναμετρήσεις πρωταθλήματος. Κατά μέσον όρο, πετυχαίνει τρία γκολ σε κάθε ματς. Εάν συνεχίσει έτσι, θα κλείσει τη σεζόν με 115 τέρματα στο ενεργητικό της – κάτι που δεν είχαν καταφέρει ούτε οι «Ανίκητοι» του Αρσέν Βενγκέρ, δηλαδή η Αρσεναλ του 2003-2004 που είχε στεφθεί Πρωταθλήτρια Αγγλίας αήττητη. Είχε πετύχει… μόλις 73. Αυτή η διαφαινόμενη επίδοση της Σίτι ξεπερνά τη φαντασία, σε ένα πρωτάθλημα με τόσο μεγάλο βαθμό δυσκολίας. Θα τη ζήλευαν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ του τρεμπλ (1999) και η Λίβερπουλ των αρχών της δεκαετίας των ’80s, η οποία το 1984 κατέκτησε -κι αυτή- και τους τρεις τίτλους μέσα σε μία σεζόν.
Η Σίτι του Γκουαρντιόλα έχει, μέχρι στιγμής, και την καλύτερη άμυνα στην Αγγλία. Η θεωρία του Πεπ «όσο κρατάμε την μπάλα στα πόδια μας, ο αντίπαλος δεν μπορεί να μας απειλήσει», αποδεικνύεται σωστή στην πράξη. Η φουλ επιθετική ομάδα του έχει 12 γκολ παθητικό σε 20 αγώνες, ενώ η Γιουνάιτεντ (του μετρ της άμυνας, Ζοσέ Μουρίνιο), 16. Επιπλέον, η Γιουνάιτεντ έχει δεχθεί ευκαιρίες για σχεδόν διπλάσια γκολ, που τα γλίτωσε από επεμβάσεις του τερματοφύλακά της ή από καθαρή τύχη.
Η Σίτι του Γκουαρντιόλα στο πρώτο μισό του Πρωταθλήματος κέρδισε όλα τα ντέρμπι. Εβαλε πέντε γκολ στη Λίβερπουλ, τέσσερα στην Τότεναμ, τρία στην Αρσεναλ, δύο στη Γιουνάιτεντ (στο «Ολντ Τράφορντ») και ένα στην Τσέλσι (στο «Στάμφορντ Μπριτζ»). Ακόμη και σε αυτές τις ευθείες συγκρίσεις της με τους υπόλοιπους μνηστήρες του τίτλου, δεν άφησε κανένα περιθώριο αμφισβήτησης της ανωτερότητάς της.
Η Σίτι του Γκουαρντιόλα κατέχει -από τις 13 Δεκεμβρίου- το ρεκόρ των περισσότερων διαδοχικών νικών στην Α’ Κατηγορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. Με αφορμή το κατόρθωμα αυτό, ο βρετανικός ιστότοπος 101greatgoals παρουσίασε τα μεγαλύτερα νικηφόρα σερί στα πέντε top πρωταθλήματα της Ευρώπης. Ε, λοιπόν, τρία από τα πέντε ανήκουν σε ομάδες του καταλανού τεχνικού: στην Μπαρτσελόνα του 2010-2011, στην Μπάγερν Μονάχου του 2013-2014 και στην εφετινή Σίτι. Είναι ασύλληπτο, ένας προπονητής που μετράει μόλις εννέα χρόνια καριέρας ως πρώτος, να το έχει πετύχει τρεις φορές, με τρεις συλλόγους, σε τρία διαφορετικά πρωταθλήματα.
Η Σίτι του Γκουαρντιόλα έχει καταφέρει και κάτι πολύ σπουδαιότερο απ’ όσα μαρτυρούν οι αριθμοί και τα ρεκόρ της: έχει ζωγραφίσει στα πρόσωπα των (τηλε)θεατών της τη χαρά για το «ωραίο παιχνίδι», και σε εκείνα των αντιπάλων της τον τρόμο. Είναι απολαυστική. Να, η λέξη που ταιριάζει περισσότερο από κάθε άλλη σε αυτό το ποδοσφαιρικό αριστούργημα. Επιθετική, γρήγορη, ομαδική, γεμάτη φαντασία και αρμονία. Και, ταυτοχρόνως, τρομακτική για όποιους βρίσκονται απέναντί της. Με ποσοστά κατοχής μπάλας που προσεγγίζουν το 80%, με ολοκληρωτικές επιθέσεις σε όλο το πλάτος του γηπέδου, με συνδυασμούς που βγήκαν -λες- από κομπιούτερ.
Οσοι αρνούνταν να υποκλιθούν στην ποδοσφαιρική αυθεντία του Πεπ, είχαν σκαρφιστεί ένα σωρό σοφιστείες για να τον απαξιώσουν. Οταν παρουσίασε την Μπαρτσελόνα των μεγάλων ρεκόρ και των «θαυμάτων» (2008-2012), έλεγαν ότι η ομάδα του Τσάβι, του Ινιέστα, του Πουγιόλ, του Βίγια και -πρωτίστως- του Μέσι δεν χρειαζόταν, καν, προπονητή. Οταν έκανε την Μπάγερν να εγκαταλείψει το μονόχνωτο γερμανικό της στιλ και να παίξει την καλύτερη μπάλα στα χρονικά της (2013-2016), χωρίς όλους αυτούς τους σούπερ χαρισματικούς παίκτες, είπαν πως οι Βαυαροί δεν είχαν αντίπαλο στη Γερμανία και πριν από τον Γκουαρντιόλα. Κι όταν πήγε στη Σίτι -έναν σύλλογο πάμπλουτο, αλλά χωρίς την «αύρα» της Μπαρτσελόνα ή το κύρος της Μπάγερν- προφήτευσαν το τέλος της «υπερτιμημένης» καριέρας του. Ενάμισι χρόνο μετά, αποδεικνύεται πως, μάλλον, βιάστηκαν.
Στην Μπαρτσελόνα σάρωσε τους τίτλους. Στην Μπάγερν απέτυχε να κατακτήσει το Champions League. Στη Σίτι μπορεί, στο τέλος, να μην πάρει ούτε το Πρωτάθλημα – στην Αγγλία τίποτα δεν είναι απίθανο. Αλλά, πέρα από τα τρόπαιά του, αυτά που θα κερδίσει κι αυτά που θα χάσει, ο Πεπ έχει καταφέρει κάτι μοναδικό: να συνδυάζει τις νίκες με καταπληκτικό ποδοσφαιρικό θέαμα, σε όλους τους συλλόγους στους οποίους εργάστηκε. Αυτή είναι η πιο μεγάλη του συνεισφορά στο σπορ: το ότι κατόρθωσε να παντρέψει την αποτελεσματικότητα μιας ομάδας που πρέπει να νικά, με τη διασκέδαση που οφείλει να προσφέρει στους θεατές – πελάτες της.
Οι απολαυστικές παραστάσεις της Σίτι εδώ και τέσσερις μήνες είναι η απόδειξη ότι αυτό το υπέροχο ποδόσφαιρο που έχει στο μυαλό του ο Πεπ, μπορεί να ανθίσει παντού όπου υπάρχουν παίκτες υψηλής ποιότητας. Πολλοί προπονητές έχουν θριάμβους να επιδείξουν, όμως για κανέναν άλλον δεν μπορείς να πεις πως, όπου κι αν πάει, φτιάχνει ομάδες που χαίρεσαι να τις βλέπεις. Αυτό είναι που κάνει τον Γκουαρντιόλα τόσο ξεχωριστό. Αυτό, και η μοναδική του ικανότητα να βελτιώνει τους ποδοσφαιριστές του, να δημιουργεί υπεραξίες.
Τρανό παράδειγμα, ο Στέρλινγκ. Είναι απίστευτο το πώς ο Πεπ κατάφερε να μεταμορφώσει αυτό το λιπόσαρκο παιδάκι που γνωρίσαμε στη Λίβερπουλ, με τις περίτεχνες ενέργειες αλλά χωρίς την παραμικρή ουσία, σε έναν δεινό σκόρερ που, ήδη, έχει πετύχει 13 γκολ στο εφετινό πρωτάθλημα. Αυτός ο παίκτης, ο οποίος μέχρι πρότινος δεν τρόμαζε κανέναν αντίπαλο, έχει συμμετοχή -είτε σκοράροντας ο ίδιος, είτε πασάροντας σε συμπαίκτη του- σε 35 από τα 61 τέρματα που έχει σημειώσει η ομάδα του.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα των βρετανικών ΜΜΕ, η διοίκηση της Σίτι προσπαθεί να δεσμεύσει τον Γκουαρντιόλα για τρία ακόμη χρόνια, από τώρα, αν και το συμβόλαιο που έχουν υπογράψει εκπνέει το καλοκαίρι του 2019. Οι Αραβες τρέμουν, μήπως τον χάσουν. Και του προσφέρουν ετήσιες αποδοχές πάνω από 20 εκατομμύρια ευρώ – ένα ποσό που κανένας προπονητής δεν έχει, καν, ονειρευτεί. Ο Πεπ, ο οποίος έχει εξηγήσει την τακτική του να μη μένει στην ίδια ομάδα πάνω από τρεις σεζόν, αυτή τη φορά δεν θα αρνηθεί. Οχι για τα χρήματα, αλλά γιατί στο Μάντσεστερ βρήκε το ιδανικό θερμοκήπιο για να καλλιεργήσει τις ιδέες του.
Η ιδιοκτησία μόνον πληρώνει. Η Σίτι έχει οργανωθεί και διοικείται κατά τα καταλανικά πρότυπα, με αρκετά από τα στελέχη της να είναι παλιοί συνεργάτες του Γκουαρντιόλα στην Μπαρτσελόνα. Διοίκηση και προπονητής μιλούν την ίδια γλώσσα. Κυριολεκτικώς και μεταφορικώς. Ο Πεπ αποφασίζει για τους παίκτες, το τεχνικό τιμ, το επιστημονικό προσωπικό που υποστηρίζει την ομάδα, τις υποδομές του συλλόγου. Εχει τον τελευταίο λόγο σε όλα. Εχει άπλετο χρήμα να ξοδέψει. Και, για πρώτη φορά στην καριέρα του, το δικό του ποδοσφαιρικό μέγεθος είναι μεγαλύτερο από εκείνο του εργοδότη του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News