Τίποτα λιγότερο από ένα ισχυρό σοκ δεν ήταν για τους Ολλανδούς η απόπειρα δολοφονίας του δημοσιογράφου Πέτερ ντε Βρις την Τρίτη σε κεντρικό δρόμο του Αμστερνταμ, λίγη ώρα αφότου είχε βγει από τηλεοπτικό στούντιο.
Σε μια χώρα με χαμηλή εγκληματικότητα, πολιτικούς που κυκλοφορούν με το ποδήλατο τους χωρίς σωματοφύλακες, αλλά και μία πολύ υψηλή θέση στον δείκτη ελευθερίας του Tύπου των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα (φέτος ήταν έβδομη), η εν ψυχρώ επίθεση κατά ενός ερευνητή δημοσιογράφου μονοπώλησε κάθε άλλο θέμα συζήτησης.
Πρόκειται για κάτι από αυτά που λέμε ότι «δεν γίνονται στα μέρη μας» και όμως κατά κάποιο τρόπο ήταν αναπόφευκτο, όπως γράφει στο Politico ο Μπεν Κόους που έχει γράψει αρκετά για την Ολλανδία.
Χώρα ανέκαθεν ανεκτική και διαλλακτική, η Ολλανδία έχει τα τελευταία χρόνια να αντιμετωπίσει ένα κύμα απειλών και λεκτικών επιθέσεων κατά δημοσιογράφων και μέσων μαζικής ενημέρωσης.
Από το 2019 στο 2020 τα περιστατικά επιθέσεων και απειλών κατά δημοσιογράφων τριπλασιάστηκαν, ανέφερε υπουργός. Ο δημόσιος τηλεοπτικός φορέας NOS πήρε την απόφαση να αφαιρέσει το λογότυπό του από τα βαν του σταθμού γιατί, όπως εξήγησε, δημοσιογράφοι και τεχνικοί γίνονταν σχεδόν καθημερινά στόχος λεκτικών επιθέσεων, «τους πετούσαν σκουπίδια, τους έκλειναν το δρόμο, ουρούσαν ακόμη πάνω στο όχημά τους». Σε άλλο περιστατικό, άγνωστοι στόχευσαν με αντιαρματική ρουκέτα τα γραφεία περιοδικού που ασχολείται με την εγκληματικότητα.
Στον χορό μπήκαν ακόμα και πολιτικοί όπως ο ακροδεξιός Γκέρτ Βίλντερς που έγραψε στο Twitter ότι «οι δημοσιογράφοι είναι -με κάποιες εξαιρέσεις- κατακάθια». Για να συμφωνήσει και άλλος πολιτικός: «Ετσι είναι!».
Είναι, βέβαια, τεράστιο το χάσμα από τις λεκτικές επιθέσεις στη δολοφονική βία, αλλά και εντυπωσιακό για την περίπτωση της Ολλανδία το πώς οι δημοσιογράφοι μπήκαν τόσο γρήγορα στο στόχαστρο.
Η επίθεση κατά του Ντε Βρις, που εξακολουθεί να δίνει μάχη για τη ζωή του μετά τον πυροβολισμό στο κεφάλι, σχετίζεται όχι μόνο με τη δημοσιογραφική του ιδιότητα, αλλά και με το γεγονός ότι είναι πρόσωπο εμπιστοσύνης για βασικό μάρτυρα σε δίκη συμμορίας διακίνησης ναρκωτικών.
Η υπόθεση κατέδειξε κάποιες σκοτεινές πτυχές της πολιτικής της Ολλανδίας για τα ναρκωτικά. Αν και στην πράξη απαγορεύεται η κατοχή μαριχουάνας, η πώληση και η κατανάλωση είναι ανεκτές από τις Αρχές – εξάλλου το Αμστερνταμ ήταν και είναι διάσημο για τα περίφημα καφέ του που δεν διαθέτουν μόνο καφέδες. Αυτή η ανεκτικότητα έδινε στην αστυνομία τη δυνατότητα να επικεντρώνεται σε πιο σοβαρά προβλήματα.
Ωστόσο τα τελευταία χρόνια το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στην Ολλανδία έχει αλλάξει. Η ζήτηση για σκληρά ναρκωτικά λόγω και του τουρισμού έχει ανέβει κατακόρυφα, οι εγκληματικές συμμορίες έδιωξαν τους παλιούς ιδιοκτήτες των coffee shop, ενώ νέα άνοιξαν για να «ξεπλύνουν» χρήμα από τη διακίνηση ναρκωτικών και η χώρα βρέθηκε μέσα σε δίκτυα διακίνησης τα οποία εκτείνονται σε ολόκληρη την Ευρώπη και διευθύνονται από ξένες συμμορίες. Μαζί με τους εμπόρους ναρκωτικών στο Άμστερνταμ βρίσκουν χώρο και άλλα παραβατικά στοιχεία όπως εκβιαστές, μεσάζοντες, ύποπτοι συμβολαιογράφοι και μεσίτες που κάνουν οι βρώμικες δουλειές.
Οι προσπάθειες της κυβέρνησης να παρέμβει για να ελέγξει την κατάσταση δίνοντας ακόμη και άδειες σε νόμιμους παραγωγούς μαριχουάνας είχαν πολύ περιορισμένο αποτέλεσμα έναντι στο «σκληρό» έγκλημα που ανθεί. Το 2018 ο επικεφαλής της αστυνομίας του Αμστερνταμ παραδέχτηκε σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι ήταν σχεδόν αδύνατον να αντιμετωπίσει το τμήμα τα μικροεγκλήματα γιατί το έργο της αστυνομίας κυριαρχείται πλέον από την εξιχνίαση δολοφονιών και τις έρευνες για ριζοσπαστικά ή τρομοκρατικά στοιχεία.
Υπερβολική ίσως η διατύπωση, επισημαίνει ο Κόουτς, αλλά, όπως προσθέτει, παρά τα κλισέ για το ήσυχο Αμστερνταμ με τα ποδήλατά του και την ευδιάθετη ατμόσφαιρα, οι σελίδες των εφημερίδων είναι γεμάτες από ειδήσεις για χειροβομβίδες που κάποιοι τις άφησαν ως απειλή στα σπίτια μελών της αντίπαλης συμμορίας.
Ακόμα όμως κι αν αποδώσουμε όλα αυτά σε έναν πόλεμο συμμοριών από τον οποίο δεν έχει να φοβηθεί κάτι ένας νομοταγής πολίτης, το τελευταίο διάστημα οι βίαιες διαμάχες ανάμεσα στις συμμορίες έχουν αρχίσει να επηρεάζουν και την κοινή γνώμη και τους δημοσιογράφους.
Το 2016 δολοφονήθηκε ο Μαρτιν Κοκ, μπλόγκερ που ερευνούσε εγκλήματα. Το 2019 δολοφονήθηκε μπροστά στη σύζυγό του ο δικηγόρος Ντερκ Βίρσουμ, δικηγόρος στην δίκη με την οποία σχετίζεται ο Ντε Βρις. Τρεις μήνες αργότερα άλλος ένας δικηγόρος επέζησε από πυροβολισμούς εναντίον του ενώ είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του.
Το ένα μετά το άλλο το περιστατικά δεν υπονομεύουν μεν την εικόνα της Ολλανδίας ως μιας ειρηνικής χώρας, αλλά προκαλούν ανησυχία. Κάτι αρχίζει να σαπίζει πίσω από τη βιτρίνα του Βασιλείου των Κάτω Χωρών.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News