Photo: Eejs
Αυτές τις ώρες κρίνεται το μέλλον της χώρας στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Οι όροι της συμφωνίας αυτής θα προσδιορίσουν το μέλλον μας για μια γενιά τουλάχιστον. Περαιτέρω, θα προσδιορίσουν το μέλλον της Ευρώπης και θα επηρεάσουν ακόμα και τις παγκόσμιες εξελίξεις σε έναν κόσμο που πασχίζει να βγει από την Κρίση του 2008.
Η απλή λογική λέει ότι αν δεν μπορείς να διανοηθείς την πιθανότητα να αποχωρήσεις από μια διαπραγμάτευση, είναι προτιμότερο να μην προσέλθεις σε αυτήν. Αν πράγματι είναι κοινώς γνωστό ότι θα αποδεχθείς ό,τι σου προσφέρουν, η διαπραγματευτική σου ισχύς είναι μηδενική. Σε αυτή την περίπτωση καλύτερα να κάτσεις σπίτι σου και να σου στείλει η «άλλη πλευρά» τις απαιτήσεις της με email (τώρα που τα fax ξεπεράστηκαν).
Ο λόγος που η κυβέρνηση πρέπει να διαπραγματευτεί σκληρά, έστω και την ύστατη στιγμή, δεν είναι επειδή οι προτάσεις της τρόικας είναι σκληρές και θα μας πονέσουν. Τον πόνο τον αντέχουμε. Το πρόβλημα είναι ότι η τρόικα μας προτείνει μια «θεραπεία» που, από όσα γνωρίζω, δεν είναι απλώς επίπονη αλλά είναι και χειρότερη από την «ασθένεια» – μια «θεραπεία» που σε ορίζοντα δεκαετίας θα την αναλογιζόμαστε ως το Μέγα Σφάλμα. Κι όχι μόνο εμείς αλλά ολόκληρη η Ευρώπη.
Γιατί αυτό; Επειδή η τρόικα τελεί κι εκείνη, όπως κι εμείς, υπό πανικό. Και σε αυτή την κατάστασή της, με δεδομένο το πολιτικό πρόβλημα της Ευρώπης από την μία και τις υπαρξιακές αγωνίες του ΔΝΤ από την άλλη, τείνει στις εύκολες λύσεις – στην στρατηγική που θα ελαχιστοποιήσει βραχυπρόθεσμα τις αντιδράσεις (στις Βρυξέλλες, στην Φραγκφούρτη, στο Παρίσι, στα γραφεία του ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον κλπ). Όμως αυτή η πολιτική μπορεί κάλλιστα να μεγιστοποιήσει τα προβλήματα όλων μας (Ελλήνων, Ευρωπαίων αλλά ακόμα και Ιαπώνων) σε δύο, τρία, πέντε χρόνια.
Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι ισχυροί έχουν κάνει κακό στο εαυτό τους επιβάλλοντας στους ασθενέστερους συμφωνίες καταστροφικές για όλους, π.χ. η Συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μερικές φορές, λοιπόν, ο κλήρος πέφτει στον αδύνατο να πει όχι σε μια συμφωνία βλαπτική όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τον (φαινομενικά) ισχυρότερο. Για να μπορεί όμως να το πει, είναι αναγκαίο ο ίδιος να πιστέψει ότι η κατάρρευση της διαπραγμάτευσης δεν είναι το χειρότερο αποτέλεσμα – ότι το χειρότερο αποτέλεσμα είναι μία συμφωνία που μας οδηγεί πιο βαθειά στην μαύρη τρύπα, συμπαρασύροντας μαζί μας και τους άλλους. Η Γερμανία δεν είχε αυτή την δυνατότητα αποχώρησης την 28η Ιουνίου του 1919. Η ελληνική κυβέρνηση σήμερα, για μερικές ακόμα ώρες, την έχει. Ας την χρησιμοποιήσει.
Όσο για εμάς τους απ' έξω, που παρακολουθούμε την ώρα που οι εκπρόσωποί μας μπαίνουν στο ρινγκ των διαπραγματεύσεων, έχουμε ιερή υποχρέωση να τους εμψυχώνουμε. Να τους εμψυχώνουμε λέγοντας ακριβώς το αντίθετο αυτών που ακούγονται από την πλειοψηφία των σχολιαστών (οικονομικών συντακτών, δημοσιογράφων, πολιτικών, τέως πολιτικών, πανεπιστημιακών κλπ), ότι δηλαδή η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να αποδεχθεί τους όρους που της προτείνουν. Όχι, δεν είναι. Μπορεί και πρέπει να διαπραγματευτεί. Μπορεί και πρέπει να είναι έτοιμη να αποχωρήσει. Με τι ατού; Με το ατού του κοινού νου που υπαγορεύει αυτή την στιγμή αναδόμηση του δημόσιου χρέους.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News