«Αποτύχαμε. Δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία περί τούτου και όλοι έχουμε τις ευθύνες μας. Ομως σε καμία περίπτωση δεν θα βάλω τα επίθετα “οικτρή” ή “παταγώδης” μπροστά από την αποτυχία. Θα έλεγα πιο σωστά ότι χάθηκε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία διάκρισης…», είπε σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ» ο Γιώργος Βασιλακόπουλος, σχολιάζοντας την απογοητευτική πορεία της Εθνικής μας ομάδας στο Παγκόσμιο Κύπελλο μπάσκετ.
Με όλο τον σεβασμό, κύριε πρόεδρε, δεν αποτύχαμε, απλώς. Αποτύχαμε, ξανά. Σε ένα τουρνουά, μπορεί να συμβεί στις καλύτερες ομάδες του Κόσμου. Ολοι είδαμε τι έπαθαν στην Κίνα, οι Σέρβοι και οι Αμερικανοί. Αλλά εμείς επιστρέφουμε από τις μεγάλες διοργανώσεις με σκυμμένο κεφάλι εδώ και μια ολόκληρη δεκαετία. Από το 2009 μέχρι σήμερα, περάσαμε κάτω από τον πήχη σε τρία Παγκόσμια Κύπελλα, τέσσερα Ευρωμπάσκετ και δύο προ-Ολυμπιακά τουρνουά. Είναι πολλοί οι στεναγμοί, για μια χώρα που θέλει να λέγεται υπερδύναμη του ευρωπαϊκού μπάσκετ.
«Χάθηκε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία διάκρισης για μία χαμένη βολή του Κώστα Σλούκα, ενός από τους πιο εύστοχους παίκτες στις βολές στην Ευρώπη. Και από μία διαιτησία στο κρίσιμο παιχνίδι με την Τσεχία, ιδιαίτερα του Πολωνού, που εμένα με έβαλε σε πολλές σκέψεις», δικαιολογήθηκε ο κ. Βασιλακόπουλος.
Πράγματι. Αν ο Κώστας ευστοχούσε, η ιστορία μπορεί να είχε γραφτεί διαφορετικά. Το ίδιο κι αν οι διαιτητές δεν έβγαζαν εκτός αγώνα τον Γιάννη με φάουλ – «εφεύρεση». Αλλά, με όλο τον σεβασμό, κύριε πρόεδρε, προτού πέσουμε στην ανάγκη μιας εύστοχης βολής και των 12+ πόντων στο ματς με τους Τσέχους, είχαμε κάνει τους Βραζιλιάνους να μοιάζουν με υπερομάδα, και τον σχεδόν απόμαχο Βαρεζάο με… σούπερμαν. Επίσης, ήμασταν ανταγωνιστικοί μόνο για ένα δεκάλεπτο απέναντι στην Team USA, που υπέστη δύο διαδοχικές ήττες και «λαχτάρησε» από τους Τούρκους.
Πάντα κάποιος, ή κάτι, μας φταίει: ο προπονητής, ένα σουτ που δεν μπήκε, μια απουσία, οι διαιτητές, το σύστημα διεξαγωγής των αγώνων… Η μόνη σταθερά για την Εθνική της τελευταίας δεκαετίας είναι η αδυναμία της να πλησιάσει, έστω, τον μίνιμουμ στόχο της.
Για τον Θανάση Σκουρτόπουλο, ο πρόεδρος της ΕΟΚ εξήγησε: «Προσωπικά θεωρώ ότι βοήθησε πάρα πολύ, αναλαμβάνοντας την ομάδα σε ένα από τα πιο δύσκολα και πρωτόγνωρα σημεία στην ιστορία της και πήρε μία πανάξια πρόκριση. Με ρεκόρ 11-1 και ως πρώτη ομάδα από όλη την Ευρώπη. Ξέρετε, και στον αθλητισμό υπάρχει το ήθος. Θα ήταν ανήθικο από την πλευρά μου, να άλλαζα τον προπονητή έπειτα από μία τέτοια πορεία».
Αλήθεια είναι. Ο κόουτς Σκουρτόπουλος υπηρέτησε την Εθνική με όλες του τις δυνάμεις. Κατέκτησε το «εισιτήριο» για την Κίνα με παιδιά που δεν πρωταγωνιστούν στους συλλόγους τους, έπεισε τους παίκτες του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού να αφήσουν στην άκρη όσα τους χωρίζουν, και συνεργάστηκε άψογα με τους Μιλγουόκι Μπακς, αποκαθιστώντας τις διαταραγμένες από το 2017 σχέσεις μας (της Ομοσπονδίας) μαζί τους. Αλλά, με όλο τον σεβασμό, κύριε πρόεδρε, ο Παναγιώτης Γιαννάκης έχει κάνει πολύ περισσότερα για την Εθνική μας ομάδα. Στη «χρυσή» διετία 2005-2006 παρουσίασε την πιο επιτυχημένη της έκδοση μετά το 1987. Κι όμως, σε αυτά τα δέκα χρόνια που δοκιμάζουμε προπονητές (Καζλάουσκας, Ζούρος, Τρινκέρι, Κατσικάρης, Μίσσας, Σκουρτόπουλος), το όνομά του ήταν απαγορευμένο στα γραφεία της ΕΟΚ. Πού πήγε η περί ήθους στον αθλητισμό θεωρία, στη δική του περίπτωση;
«Αυτό που με στεναχωρεί περισσότερο, είναι ότι ένα από τα πιο υγιή κομμάτια του ελληνικού αθλητισμού, η εθνική ομάδα μπάσκετ, μπαίνει από κάποιους στη μέση μίας κόντρας Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού», υπογράμμισε ο κ. Βασιλακόπουλος. Είναι, πράγματι, μια πληγή ανοιχτή. Αλλά, με όλο τον σεβασμό, κύριε πρόεδρε, ο δικός σας αυταρχισμός έδωσε το δικαίωμα σε μεγάλη μερίδα του μπασκετικού κόσμου να τη θεωρεί ως την «Εθνική του Βασιλακόπουλου». Κι όταν η κόντρα Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού έφτασε σε ρήξη, με αφορμή τη διαιτησία, δεν κάνατε το παραμικρό για να αποτρέψετε αυτήν την εξέλιξη.
Δέκα χρόνια μετά την τελευταία επιτυχία της Εθνικής μας -το χάλκινο μετάλλιο στην Πολωνία- περιμέναμε από τον πρόεδρο της ΕΟΚ ένα σινιάλο επανεκκίνησης. Ενα σχέδιο για την «επόμενη μέρα». Διότι, το πρόβλημα είναι δομικό. Το «σκεπτόμενο» μπάσκετ που παίζουμε, για το οποίο κάποτε ήμασταν υπερήφανοι, έχει ξεπεραστεί προ πολλού. Μοιάζει με αραμπά σε αγώνες ταχύτητας. Το είδαμε και στην Κίνα. Πλέον, κανείς δεν σουτάρει από μέση απόσταση. Το παιχνίδι κοντά στο καλάθι και τα τρίποντα μονοπωλούν τις επιθέσεις. Οι σύγχρονες ομάδες διαθέτουν μπασκετμπολίστες γρήγορους, πολυθεσίτες, καλούς ντριμπλέρ, ικανούς να αλλάζουν και να επιβάλλουν τον ρυθμό τους. Και, κυρίως, «τα βάζουν». Από κοντά κι από μακριά.
Τέτοια «χέρια» εμείς είχαμε ελάχιστα την τελευταία εικοσαετία: τον Αντώνη Φώτση, ο οποίος αποσύρθηκε από την Εθνική το 2013, τον Διαμαντίδη, τον Παπαλουκά, τον Σπανούλη. Σήμερα, που είναι ακόμη πιο απαραίτητα, δεν έχουμε κανένα. Παίζουμε ένα αναχρονιστικό μπάσκετ, ενώ οι αντίπαλοί μας έχουν εκσυγχρονίσει το στιλ του παιχνιδιού τους. Οι Ισπανοί, οι Αυστραλοί, οι Σέρβοι, οι Αργεντινοί… Ακόμη και οι Γάλλοι, που αγαπούν την ποδηλασία περισσότερο από το μπάσκετ. Το δικό μας ρολόι σταμάτησε στο 2009.
Ο κ. Βασιλακόπουλος δεν είπε τίποτα, για το πώς θα επιδιώξουμε να εκσυγχρονίσουμε το ταλέντο που διαθέτουμε, απλούστατα επειδή τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει. Στην Ομοσπονδία δεν έχει γίνει καμία σχετική συζήτηση την τελευταία δεκαετία. Η ΕΟΚ, που κάποτε πρωτοπορούσε με το περίφημο αναπτυξιακό της πρόγραμμα και υποστήριζε την Εθνική με υποδειγματική οργάνωση, εδώ και καιρό πορεύεται με τον διακόπτη στον αυτόματο πιλότο. Το νέο της δόγμα το έχει εκφράσει ο ίδιος ο πρόεδρός της με οκτώ λέξεις: «Παίκτες έχουμε, έ θα έρθει και ο προπονητής».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News