Κατέβαινα εκείνα τα σκαλιά, στο υπόγειο της Μελενίκου, μια ανάσα από το Κεντρικό Νοσοκομείο και τα Πανεπιστήμια της Θεσσαλονίκης, σχεδόν συνωμοτικά. Με μια αίσθηση ότι θα γινόμουν κι εγώ μέλος μιας μυστικής, υπόγειας, παρέας που τα λέει έξω από τα δόντια.
Ήταν Σεπτέμβρης του 1990 όταν τα πρωτοκατέβηκα, γλιστρώντας κάτω από την μικρή ταμπέλα «Υψηλόν Voltage». Δεν ήταν μόνον το σχήμα, που είχε το προκλητικό, ηχητικά, όνομα «Άγαμοι Θύται». Δεν ήταν μόνον η ατμόσφαιρας καμπαρέ και, ολίγον φοιτητικής, ροκιάς, που περιέβαλε το μύθο του, που είχε εξαπλωθεί από στόμα σε στόμα στη Θεσσαλονίκη. Ήταν και η σταρ του «μαγαζιού», που είχε γίνει, όπως λέμε σήμερα, σε άπταιστα ελληνικά, τοκ οβ δε τάουν.
Μια γιαγιά. Με τσεμπέρι. Με ρόμπα. Με γυαλιά πρεσβυωπίας. Μεγάλα. Με παχύ λάμδα και χαλαρό, μακρόσυρτο σίγμα. Που μπορούσε να σταυροκοπιέται, να ανάβει κεριά, να κουτσομπολεύει στο τηλέφωνο και να τα λέει έξω από τα δόντια. Για τις φίλες της, που γίναν οικολόγριες! Για το Δημητράκη, το εγγόνι της, που είναι «κοπρόσσσσκυλο». Για τις λιτανείες και τους δημάρχους. Για την πολιτική και την τηλεόραση.
Η Γιαγιά Ζαφείρω, κάτι ανάμεσα σε Ποντία και Μικρασιάτισσα, όπως την σχεδίασε, πάνω του, ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης (που μόλις είχε αφήσει, ως ηθοποιός, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος) δεν έκρυβε λόγια. Τα έχωνε σε όλους. Μέχρι από τότε που την πρωτανέβασε στη σκηνή ο Ιεροκλής και την άφησε να αυτοσχεδιάζει και να ανακαλύπτει, κάποια στιγμή – μου ομολογεί σήμερα – κατάλαβε ότι μάλλον η Ζαφείρω ήταν η δική του γιαγιά.
Και η Γιαγιά έγινε η απόλυτη ατραξιόν στο υπόγειο που καλούσαν, σχεδόν συνωμοτικά, στην πρώτη σεζόν, σε 200 παραστάσεις οι Άγαμοι Θύται. Το πρώτο σχήμα, διότι όπως ήθελε ο Ιεροκλής, οι Άγαμοι εξελίσσονταν, άλλαζαν, έκαναν νέο κάστινγκ στα 29 χρόνια που ακολούθησαν. «Ξεκινήσαμε άδειοι. Δεν πληρωνόμασταν καν μεροκάματο, εγώ κι ο Δημήτρης Σταρόβας, όπως είχαμε συμφωνήσει με τον ιδιοκτήτη Ανδρέα Ανδρικόπουλο, ο οποίος το μόνο που ήθελε από μας ήταν να ξεχρεώσει. Όταν πρωτοείδαμε το «Voltage» (τότε), τον Ιούλιο, το είδαμε υπό το φως των κεριών. Ούτε το ρεύμα δεν είχε πληρωθεί. Ξεκινήσαμε, λοιπόν, άδειοι και μέσα σε μία εβδομάδα έγινε το αδιαχώρητο. Φουλ όλες οι παραστάσεις».
Και η Γιαγιά Ζαφείρω, πρώτη μούρη. Όλα τα σκετς άλλωστε, που τα είχε παίξει σε μπαράκια της Θεσσαλονίκης, μέχρι που στέγασε το όνειρό του για ένα θέαμα θεατρικό, ήταν γραμμένα, από τον ίδιο τον Ιεροκλή και τον μυστηριώδη Γιώργο Κλήμεντο, σαν παρτιτούρες. Με μετρημένη και την τελευταία ανάσα. Μόνον η Γιαγιά με το τσεμπέρι είχε ελευθερία κινήσεων.
Ο Γιώργος Κλήμεντος αποδείχτηκε ότι ήταν ο δημοσιογράφος της Θεσσαλονίκης και πλέον γνωστός συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης. Ο Δημήτρης Σταρόβας που έπαιζε ροκ σε μπαράκια πριν το «Υψηλόν Voltage» (όπως το μετονόμασε ο Ιεροκλής) αρνούνταν, αρχικά, να παίξει στα σκετς. Κάτι σαν «είμαι μουσικός, δεν κάνω καραγκιοζιλίκια». Η ιστορία έχετε δει, φαντάζομαι, τι του έγραψε στη συνέχεια.
Η εξαιρετικά καλλίφωνη Ρούλα Μανισάνου, ο μπουζουξής της παρέας και φατσάρα Χρήστος Μητρέντζης, ο (και συνεργάτης του Protagon) Στάθης Παχίδης και ο τραγουδιστής Μανώλης Χατζημανώλης, μαζί με τους δύο παραπάνω, ήταν η πρώτη παρέα. Συν έξι μουσικοί. Συν η υπέροχη Αλμπένα. Βουλγάρα τραγουδίστρια που είχε «αυτομολήσει» δύο χρόνια πριν από το καθεστώς του Τοντόρ Ζίβκοφ.
Το αρχικό πείραμα πέτυχε με το παραπάνω. Και ο Ιεροκλής, που είχε εξηγηθεί από την αρχή ότι αναλαμβάνει και την παραγωγή και τη σκηνοθεσία και το κάστινγκ, άρχισε να εναλλάσσει σκετς και τραγουδιστές – ηθοποιούς. Από το 1990 μέχρι το 2017, στα 19 θεάματα που έστησαν οι «Άγαμοι Θύται» παρήλασαν, με απολαυστικά σκετσάκια, 28 ηθοποιοί και 40 πολύ καλοί μουσικοί.
Τη δεύτερη χρονιά η άγνωστη τότε Μελίνα Κανά. Από την τρίτη η Αννέζα Παπαδοπούλου, που είχε ήδη κάνει μεγάλη επιτυχία με Μπρεχτ στο ΚΘΒΕ. Και, ενδεικτικά, οι Κατερίνα Γιαμαλή, Άκης Σακελλαρίου, Κώστας Μακεδόνας, Δήμητρα Ματσούκα, Γιώργος Χρυσοστόμου, Ταξιάρχης Χάνος, Κρατερός Κατσούλης, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Μπέσυ Μάλφα, Εβελίνα Παπούλια, Πάνος Μουζουράκης και ο αξέχαστος Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, μεταξύ άλλων.
Και ο Θοδωρής Αθερίδης, που το είχε – μου λέει ο Ιεροκλής – στην γραφή, για έξι χρονιές. Κάπως έτσι γεννήθηκε το θρυλικό «Σπίντο, καρπουζ’, καραντάν’» για την παραλία της Πιερίας, που είχε καταληφθεί εκείνα τα χρόνια από γιουγκοσλάβους παραθεριστές. Και η εικόνα με τις σαγιονάρες Speedo, τις φλούδες από καρπούζι και τα άδεια πλαστικά μπουκάλια «Νερό Καραντάνη», έγιναν σκετς μπροστά στα αθώα… μάτια μας. Και το κρεβάτι της γιουγκοσλάβας γιαγιάς, αφημένο πάνω στις γραμμές του τρένου, έγινε «σαν εικαστική παρέμβαση του Βαρώτσου».
Κάπου 350 παραστάσεις μετά την πρώτη, και ενώ στο στόχαστρο της Γιαγιάς Ζαφείρως είχε μπει και ο πρώτος Πόλεμος στον Κόλπο, στο υπόγειο της Μελενίκου, οι «Άγαμοι Θύται» πέρασαν το πρώτο τους… αθηναϊκό κάστινγκ. Τους κάλεσε ο Γιώργος Νταλάρας, στο «Αττικόν», το 1992-93. Στο μεταξύ, ο Ιεροκλής είχε πλάσει και το νούμερο του «Νονού» και τον «Ράφτη», που έφτιαχνε κοστούμια με λαιμόκοψη για την γκιλοτίνα. Τα άλλα είναι μια μακρά ιστορία επιτυχίας, σάτιρας και τραγουδιών (και στη δισκογραφία).
Από τότε και μέχρι το 2009 άρχισε το στενό μαρκάρισμα της… Γιαγιάς Ζαφείρως. Για την τηλεόραση, για διαφημίσεις. Ο Ιεροκλής το αρνήθηκε, σθεναρά. Και είχε μια λογική. Ξέρει ότι αυτή η σάτιρα δεν πάει σε ένα «μέσο εξουσίας», όπως η τηλεόραση. «Δεν είσαι», λέει, «καθοδηγητής. Αγκιτάτορας. Το μόνο που μπορείς με αυτά τα σκετς είναι να θέσεις ερωτήματα. Και αυτοσαρκασμό». Και αυτά, μάλλον, δεν τα σήκωνε η τηλεόραση.
Τώρα, όμως, που οι «Άγαμοι Θύται» ετοιμάζονται να γιορτάσουν τα 30 χρόνια τους – και με μία μεγάλη συναυλία στο Ηρώδειο, που είχε προγραμματιστεί π.κ. (προ κορονοϊού) για τον Σεπτέμβριο του 2020 – και στήθηκε ένας ιστότοπος και ένα κανάλι τους στο YouTube, το είδε λίγο διαφορετικά. Και αποφάσισε, πέρα από ιστορικές στιγμές σε βίντεο, να πλάσει, από το σπίτι του, με τη βοήθεια φίλων, μια σειρά από νέα σκετσάκια της Γιαγιάς Ζαφείρως. Πρώτα για τον εκκλησιασμό και την μετάληψη. Σύμπτωση: το πρώτο αυτό σκετσάκι γυρίστηκε δύο μέρες προτού κυκλοφορήσουν οι εικόνες ιερέων, που κόντρα στις οδηγίες, έδιναν τη μετάληψη σε πιστούς, στο Κουκάκι και αλλού.
Έπειτα, ήρθε η σειρά του «σταρ των ημερών» Σωτήρη Τσιόδρα και του «κυρίου ΧαρΒαλιά», όπως λανθασμένα το προφέρει η Γιαγιά Ζαφείρω. Όλα με φόντο το ‘κονοστάσι της Γιαγιάς, το αντισηπτικό και βέβαια τον αυτοσχεδιασμό. «Δανείστηκα από έναν φίλο μια ημιεπαγγελματική κάμερα», μου λέει ο Ιεροκλής. Δεν μου αποκαλύπτει πού βρήκε το τσεμπέρι, βέβαια. «Ζήτησα και από τον φίλο, σημαντικό διευθυντή φωτογραφίας Γιώργο Παπανδρικόπουλο τη βοήθειά του στο στήσιμο. Την ηχοληψία την κάνω μόνος μου. Και τη λήψη. Πατάω το rec και πάω… Έπειτα με βοηθούν στο μοντάζ ο περίφημος μοντέρ Γιάννης Δεσινιώτης και ο Θάνος Κουτσανδρέας. Και, έτοιμα».
Δεν ξέρει κανείς ακόμη αν οι «Άγαμοι Θύται» θα γιορτάσουν τελικά τα 30 τους χρόνια στο Ηρώδειο, τον Σεπτέμβριο. Το κανάλι τους, όμως, «ανδρώνεται» και προσελκύει δεκάδες χιλιάδες φίλους τους. Είτε ήταν μάρτυρες αυτής της 30χρονης πορείας (σαν τον γράφοντα), είτε όχι. Εκείνο που ξέρει ο Ιεροκλής Μιχαηλίδης είναι η πρόθεσή του: να ανεβάζει ένα τρίλεπτο βιντεάκι την εβδομάδα. Και να πλάσει ένα «εορταστικό» για το Πάσχα. Καλώντας και τα άλλα «κοπρόσσσσκυλα»: τον Πυγμαλίωνα, τον Μητρέτζη, τον Ταξιάρχη και άλλους. Σε ένα βιντεάκι, όπως τα παλιά εορταστικά των καναλιών, με σκετσάκια και τραγούδια μαζί.
Κι έπειτα να προχωρήσει τις περιπέτειες της Γιαγιάς Ζαφείρως. Η οποία, αν το 1990 που ξεκίνησε τις ιστορίες και τα σχόλιά της ήταν γηραιά, φανταστείτε τώρα. Υπέργηρη κι… αγέραστη μαζί.
- Άλλωστε, όπως έλεγε στον εγγονό της, το «κοπρόσσσσκυλο», τον Δημητράκη (Σταρόβα), από τότε, στο αρχικό σκετς: «Αχχχχ (αναστεναγμός βαθύς). Τι είναι η ζωή; Ένα Τίποτα είναι!». Και ο Δημητράκης: «Αυτό, Γιαγιά, ξαναπέστο». «Αχχχχ (αναστεναγμός βαθύς). Τι είναι η ζωή; Ένα Τίποτα είναι!». «Αυτό, Γιαγιά, ξαναπέστο». «Αχχχχ (αναστεναγμός βαθύς). Τι είναι η ζωή; Ένα Τίποτα είναι!». «Αυτό, Γιαγιά, ξαναπέστο». «Αχχχχ (αναστεναγμός βαθύς). Τι είναι η ζωή; Με κοροϊδεύεις, Δημητράκη, πουλάκι μου;»
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News