Η εντυπωσιακή τροχιά της νέας ταινίας του Γιώργου Λάνθιμου «The Favourite», έχοντας σαρώσει τα βρετανικά βραβεία BIFA και οδεύοντας πανηγυρικά προς τις αμερικανικές «Χρυσές Σφαίρες» με πέντε υποψηφιότητες, δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητη από τη βρετανική εφημερίδα Guardian, που φιλοξενεί ένα χορταστικό αφιέρωμα-συνέντευξη στην καριέρα του έλληνα σκηνοθέτη.
«Παρακολουθώντας την πρώτη του ταινία “Κινέτα” πριν από δεκατρία χρόνια, ένα φιλμ τόσο πειραματικό και αφαιρετικό που άφηνε ακόμα και τους λάτρεις του είδους με αρκετά ερωτηματικά, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι θα έφτανε η στιγμή που ο Γιώργος Λάνθιμος θα είχε στο καστ των μετέπειτα ταινιών του ονόματα όπως η Νικόλ Κίντμαν, ο Κόλιν Φάρελ, η Ολίβια Κόλμαν, η Ρέιτσελ Βάις και η Εμα Στόουν. Ούτε ότι η νέα ταινία του, “The Favourite”, θα αποσπούσε τόσα βραβεία και θα έφτανε στο σημείο να συγκριθεί από τους κριτικούς με το αριστούργημα του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, “Μπάρι Λίντον”» αρχίζει το κείμενο του Guardian.
Ο Γιώργος Λάνθιμος αποφεύγει με μαεστρία την ερώτηση «πώς κατάφερες να φτάσεις από την πειραματική “Κινέτα” στην αριστουργηματική “Ευνοούμενη” (The Favourite);» λέγοντας ότι στην πραγματικότητα, δεν φανταζόταν ποτέ ότι θα κατέληγε να ασχοληθεί με το σινεμά.
«Ξεκινώντας στην Ελλάδα, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι θα γίνει σκηνοθέτης. Ενας 15χρονος στην Ελλάδα στα 80’s και στα 90’s; Κάτι τέτοιο φάνταζε πολύ μακρινό όνειρο. Η ιδέα ήταν τόσο τραβηγμένη, που δεν μου περνούσε καν από το μυαλό, ακόμη κι όταν είχα γραφτεί σε σχολή κινηματογράφου στην Αθήνα. Στην καλύτερη περίπτωση, ήλπιζα να κάνω καριέρα στη διαφήμιση. Αυτό μου φαινόταν σαν πραγματική δουλειά, αντί το να δούλευα στον τομέα του μάρκετινγκ ή σε κάτι αντίστοιχο. Σκεφτόμουν “δεν θα είναι σινεμά, αλλά τουλάχιστον θα είναι κάτι συγγενικό”» λέει χαρακτηριστικά ο 45χρονος σκηνοθέτης.
Το βρετανικό αφιέρωμα σχολιάζει σε αυτό το σημείο πως όπως αποδείχτηκε, η ζωή του Γιώργου Λάνθιμου είχε άλλα σχέδια για τον ίδιο και πως «ο εξαιρετικός “Κυνόδοντας” (2009) τον έκανε διεθνώς γνωστό για την πλούσια φαντασία του, που σε πολλά σημεία είχε γερές δόσεις παράδοξων συνθηκών. Και ύστερα ήρθαν οι δύο αγγλόφωνες ταινίες του, με το καστ να περιλαμβάνει ηχηρά ονόματα. Ο “Αστακός” και “Ο Θάνατος του Ιερού Ελαφιού”, η Ολίβια Κόλμαν, η Ρέιτσελ Βάις, ο Κόλιν Φάρελ, η Νικόλ Κίντμαν, κ.ά».
Ηταν οι βρετανοί παραγωγοί Σέσι Ντέμπσεϊ και Εντ Γκίνεϊ που πίστεψαν στον Λάνθιμο, ήδη από την εποχή του «Κυνόδοντα», αναγνωρίζοντας το μοναδικό ταλέντο του να στήνει ένα άκρως κλειστοφοβικό σύμπαν, από το οποίο όμως, δεν έλειπε το σωτήριο χιούμορ στα πιο απρόσμενα σημεία.
«Ο Λάνθιμος μιλά ήρεμα και εγκάρδια, χωρίς όμως να μπορείς να διαβάσεις τη σκέψη του. Το ήσυχο ύφος του, σε καμία περίπτωση δεν μαρτυρά έναν σκηνοθέτη διεθνούς φήμης. Τα Αγγλικά του είναι άπταιστα» παρατηρεί ο βρετανός δημοσιογράφος.
«Οταν διάβασα το σενάριο για το “The Favourite”, ήταν η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις τρεις γυναίκες που με ιντρίγκαρε για να γυρίσω την ταινία. Ειδικά η ιστορία της βασίλισσας Αννας και όλα όσα είχε βιώσει, καθώς η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα (η υγεία της ήταν πολύ ασθενική επί χρόνια και είχε χάσει συνολικά 17 παιδιά!). Και το γεγονός ότι όλα περιστρέφονται γύρω από τρεις γυναίκες, ήταν κάτι που με ενδιέφερε πολύ, καθώς είναι κάτι που δεν βλέπουμε πολύ συχνά στον κινηματογράφο» λέει χαρακτηριστικά.
Η Αμερικανίδα Εμα Στόουν χρειάστηκε να δουλέψει πολύ σκληρά, προκειμένου να επιτύχει τη βρετανική προφορά. Ο Λάνθιμος την είχε «κλείσει» για τον ρόλο, προτού καν εκείνη παίξει στο οσκαρικό μιούζικαλ «La La Land». «Ηταν από την αρχή πολύ σίγουρη γι’ αυτό που έκανε, ήδη από τις πρόβες» σχολιάζει ο ίδιος.
Οσο για τη μέθοδό του στην οντισιόν, ζητήθηκε από τους ηθοποιούς να λένε τα λόγια ενώ ανάσαιναν λες και βρίσκονται σε κατάσταση τοκετού. Ο Λάνθιμος γελά με τη λεπτομέρεια που γνωρίζει ο δημοσιογράφος και σχολιάζει: «Μάλλον χρησιμοποιώ τεχνικές που είναι πιο συνηθισμένες στο θέατρο. Προτιμώ να εμπλακεί ο ηθοποιός από την πρώτη στιγμή με τον ρόλο, παρά να καθίσουμε όλοι γύρω από ένα τραπέζι και να το προσεγγίσουμε ακαδημαϊκά».
Ακολουθούν κάποια πιο προσωπικά στοιχεία για τη ζωή του: γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε με τη μητέρα του, ύστερα από τον χωρισμό των γονιών του. Εκείνη πέθανε όταν ο Λάνθιμος ήταν 17 ετών και από τότε έπρεπε να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του, αν και είχε και μία θεία, με την οποία ήταν κοντά. «Πρέπει να μάθεις να το διαχειρίζεσαι και παύεις να το σκέφτεσαι όλη την ώρα, γιατί πρέπει να βρεις δουλειά, να πληρώσεις το νοίκι, να σπουδάσεις. Υποθέτω πως αυτό το γεγονός είχε τεράστια επίδραση πάνω μου, αλλά όλο αυτό συνέβη υποσυνείδητα – απλά συνεχίζεις και ξαφνικά είσαι 24 χρονών και κάνεις πολλά και διάφορα με τη ζωή σου» εξομολογείται.
Εχοντας γυρίσει τις ελληνόφωνες ταινίες του με πολύ χαμηλό μπάτζετ, έμαθε να μην είναι πολυέξοδος, αρχή που την ακολουθεί ακόμη και σήμερα, που όπως είναι λογικό, υπάρχουν πολύ περισσότερα διαθέσιμα χρήματα.
Μέχρι σήμερα, αποφεύγει τον τεχνητό φωτισμό στις ταινίες του και το μακιγιάζ, εκτός αν πρόκειται για ταινία εποχής, όπως είναι η συγκεκριμένη. Μαζί με τον στενό του συνεργάτη Ευθύμη Φιλίππου, είχαν ξεκινήσει γυρίζοντας διαφημιστικά, και στον ελεύθερο χρόνο τους σκάρωναν και κάποια παράξενα φιλμάκια μικρού μήκους. Οταν ήρθε η διεθνής αναγνώριση με τον «Κυνόδοντα», κατάλαβαν ότι ίσως έπρεπε να πάρουν το σινεμά πιο σοβαρά και να σταματήσουν να το βλέπουν σαν χόμπι.
Το 2011 πήρε την απόφαση να μετακομίσει στο Λονδίνο, προτού κλείσει κάποια σίγουρη συνεργασία και κάνοντας την αυτοκριτική του, λέει πώς ήταν «μία αφελής απόφαση, καθώς τα πράγματα δεν ήταν τόσο εύκολα όσο πίστευα».
Σήμερα ζει στο βόρειο Λονδίνο με τη σύζυγό του, ηθοποιό Αριάν Λαμπέντ, η οποία έχει παίξει στις ταινίες του «Αλπεις» και «Αστακός» και τώρα συνεχίζει με διάφορους ρόλους σε ξένες παραγωγές. «Γεννήθηκε στην Ελλάδα από γάλλους γονείς, έχει ζήσει και στη Γερμανία. Είναι νομαδική ψυχή» λέει για τη γυναίκα της ζωής του.
Πώς νιώθει άραγε το ζευγάρι με όλα όσα ακούγονται για το Brexit; «Είμαστε αρκετά μπερδεμένοι και συζητάμε πολύ γι’ αυτό, για το αν πρέπει να συνεχίσουμε να ζήσουμε κάπου όπου πλέον υπάρχει αυτή η ατμόσφαιρα. Δυστυχώς τα πράγματα γίνονται όλο και πιο σκοτεινά σε πολλά σημεία της Ευρώπης, οπότε δεν ξέρω αν είναι λύση να πηγαίνεις από το ένα μέρος στο άλλο ανάλογα με το κλίμα».
Οσο για τον χαρακτηρισμό «προκλητική» για τη δουλειά του, αρχικά φαίνεται σκεπτικός, αλλά προς το τέλος της κουβέντας τον αποδέχεται: «Παλιότερα ήμουν πολύ αμυντικός κάθε φορά που άκουγα αυτή τη λέξη, αλλά τελικά συνειδητοποίησα ότι είναι απολύτως σωστή. Αυτό θέλω να κάνω μέσα από τις ταινίες μου, να προκαλώ σκέψεις και συζητήσεις, να ταρακουνήσω τους θεατές ώστε να σκέφτονται με έναν διαφορετικό τρόπο. Με ενδιαφέρει πολύ να σπάω αυτό που θεωρούν πως είναι είναι η νόρμα και ο κανόνας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News