-
New York Times
Mόδα/ Ο «post - human» κόσμος της πασαρέλας
Η Βανέσα Φρίντμαν πιάνει στους New York Times το νήμα από τους φιλόσοφους Μισέλ Φουκώ και Ντόνα Χαραγουέι και το βιβλίο της «Το Μανιφέστο των Σάιμποργκ» του 1984, για να μιλήσει για την επίδειξη μόδας του οίκου Gucci ο οποίος αφού έπαιξε για πολλές εποχές με την πολυτέλεια, το γκλάμουρους και λίγο το ρετρό, τώρα επαναφέρει αυτό που η Φρίντμαν αποκαλεί «post – human world». Eναν κόσμο όπου τα μοντέλα μοιάζουν περισσότερο με μεταμοντέρνους Φρανκενστάιν ή με υπάρξεις του Μαντ Μαξ. Τέρμα λοιπόν τα παραμύθια, τα τούλια, τα σιφόν και το ονειρικά φορέματα. Ο δρόμος άνοιξε για μια νέα, φουτουριστική διάσταση. Για να αποδειχθεί ότι όλο και περισσότερο η μόδα και τέχνη μιλούν μια κοινή γλώσσα.
Πόσο κοινή; Στην πραγματικότητα, λένε οι ΝΥΤ, η γλώσσα της μόδας είναι πολύ πιο επιδεικτική από εκείνη της τέχνης. Κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα στο Μιλάνο – ή μάλλον που απέδειξε ο τρομερός Αλεσάντρο Μικέλε με δημιουργίες που περιλαμβάνουν από καπέλα στο σχήμα της παγόδας έως βελούδινα φορέματα στο στυλ που λάτρευε η Τζόαν Κρόφορντ. Σε αυτό το φουτουριστικό σχήμα που όμως δεν περιφρονεί το παρελθόν, αλλά αντίθετα αντλεί στοιχεία από αυτό, βρίσκει μπορεί να εντοπίσει κανείς ακόμη την στιλιστική παράδοση του μπέιζμπολ.
Στα αντρικά ή τα γυναικεία ρούχα; Α, δεν έχει καμία σημασία. Στον post human κόσμο τα φύλα έχουν αρχίσει να ξεθωριάζουν. Το στυλ δεν καθορίζεται πια ούτε από τις ορμόνες ούτε από τις ανατομικές διαφορές. Το είδος είναι ένα και σε συνεχή αναδιαμόρφωση. Πώς το είπε ο Μικέλε στη συνέντευξη Τύπου; «Είμαστε όλοι Φρανκενστάιν. Επινοούμε πράγματα, τα συνταιριάζουμε, πειραματιζόμαστε. Είμαστε όλοι υβρίδια». Και όχι, αυτό που βγαίνει στο τέλος δεν είναι πάντα ένα τέρας…
Φωτό: «Φθινόπωρο 2018», λέει o Gucci. Ή μήπως 3018; Πηγή: Reuters
-
Slate
Σχέδια/ Το Διαδίκτυο γίνεται διαστημικό
Η ιδέα γεννήθηκε πριν από τρία χρόνια. Και να που τον Νοέμβριο του 2016 το σχέδιο του Ελον Μασκ για ευρυζωνική σύνδεση ολόκληρου του πλανήτη χάρη σε ένα δίκτυο περισσότερων από 4.000 δορυφόρων, έκανε ένα βήμα μπροστά με το επίσημο αίτημα προς την Ομοσπονδιακή Επιτροπή Επικοινωνιών των ΗΠΑ να εγκρίνει την εκτόξευση 4.425 μίνι δορυφόρων της αεροδιαστημικής εταιρείας Space X.
Από τότε τα πράγματα προχώρησαν ακόμη περισσότερο. Την περασμένη Πέμπτη η Space X εκτόξευσε δυο από τους μικροδορυφόρους της, «Microsat-2a» και «Microsat-2b» που έχουν τα παρατσούκλια Tintin Α και Tintin B. Το γεγονός πέρασε κάτω από τις κεραίες των περισσότερων μέσων καθώς το βάρος δόθηκε στην εκτόξευση ενός άλλου δορυφόρου, γεωλογικής παρατήρησης είναι αυτός, του Paz.
Αλλά οι δυο μικροδορυφόροι, γράφει το Slate, αξίζουν μεγαλύτερης προσοχής. Γιατί χάρις σε αυτό το σχέδιο η σύνδεση στο Διαδίκτυο δεν θα γίνεται επίγεια αλλά από το Διάστημα και με στόχο οι 4.000 γεωστατικοί δορυφόροι να γίνουν κάποια στιγμή 12.000 οι οποίοι θα τοποθετηθούν σε διάφορα υψόμετρα.
Το κόστος είναι τεράστιο. Ο Μασκ όμως ελπίζει να το αποσβέσει κάνοντας 40 εκατομμύρια συνδρομητές ως το 2025. Αριθμός που σε έσοδα μεταφράζεται σε 30 δισεκατομμύρια δολάρια…
Φωτό: Θα ‘χει καλό σήμα κι εκεί; Πηγή: Shutterstock
-
Corriere della Sera (έντυπη έκδοση)
Ιστορίες/ Οι Ροβινσώνες των Δολομιτών
Διαβάζοντας κανείς τη διεύθυνση «Οδός Μόντε Πιάνα 32, Αουρόντσο ντι Καντόρε», θα σκεφτόταν έναν κανονικό αριθμό δρόμου, σίγουρα όχι ένα μέρος έξω από τον κόσμο, στην απόλυτη μοναξιά, στις κορυφές των Δολομιτών στα 2.205 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.
Ωστόσο εκεί πάνω, στον αριθμό 32 (αλήθεια οι άλλοι αριθμοί πού είναι;) στο τέλος ενός δρόμου που καλύπτεται από χιόνι και τον χειμώνα μπορείς να μετακινηθείς μόνο με τα πόδια ή με snowmobile, σκαρφαλωμένο στο βράχο, σμιλεμένο από ιταλούς στρατιώτες κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ζει σε ένα καταφύγιο μια οικογένεια όλο το χρόνο την ήσυχη καθημερινότητά της. Αυτό είναι το σπίτι τους, η μόνιμη κατοικία τους, ακόμη κι όταν φτάσει εκεί το Μπούριαν, το κύμα ακραίου παγετού από τη Σιβηρία όπου το θερμόμετρο θα κατέβει μεταξύ -20 και -30 ° C στους οποίους θα προστεθούν ισχυροί άνεμοι.
Ο Μάουρο ντε Φραντσέσκι, ο πάτερ φαμίλιας, δεν έχει κανένα πρόβλημα: «Είμαστε συνηθισμένοι στο κρύο και το χιόνι, δεν μας τρομάζουν. Το χειμώνα του 2013-14, έπεσε τόσο πολύ χιόνι που ήμασταν απομονωμένοι για δεκατρείς ημέρες. Ζω εδώ από το 1962, όταν ο πατέρας μου Τζοβάνι αγόρασε ένα συγκρότημα από παράγκες που κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου στέγαζαν την ιταλική διοίκηση σε αυτή την περιοχή του μετώπου. Τα μετέτρεψε σε καταφύγιο, το οποίο επεκτάθηκε αρκετές φορές μέχρι το 1993 όπου η διαχείριση πέρασε σε μένα και τη σύζυγό μου Λούσι».
Το χειμώνα, το καταφύγιο είναι ανοιχτό μόνο τα Σαββατοκύριακα, και τότε οι τουρίστες έρχονται και η οικογένεια ζωντανεύει. Τις υπόλοιπες ημέρες η παρέα είναι αλεπούδες, ζαρκάδια και ερμίνες.
Φωτό: Αυτό κι αν είναι ανεμοδαρμένα ύψη. Πηγή: Corriere della Sera
-
New York Times
Μουσική/ «Μην πυροβολείτε τους πιανίστες»
Για να καταλάβει κανείς πού πηγαίνει σήμερα η μουσική, απλά δεν πρέπει να ρωτήσει. Γιατί το να κάνει ερωτήσεις δεν βοηθά να αντιληφθεί τι καταλήγει στα αφτιά αυτής της γενιάς που δεν θέλει να βάζει ταμπέλες στα είδη. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι New York Times λένε πως σε αυτό το σύμπαν υβριδικών ήχων βρήκε το χώρο του ένας καλλιτέχνης όπως ο Νίλς Φραμ.
Η Αννα Κόντρεα-Ράντο διηγείται την ιστορία του Φραμ, ενός από τους μεταμοντερνιστές πιανίστες, που είναι σε θέση να συνθέσει ποπ, παρόλο που κάθεται πίσω από τα πλήκτρα ενός κλασικού πιάνου. Ενας νεαρός καλλιτέχνης, μόνο 35 ετών, Γερμανός, ο οποίος έγινε σύμβολο ενός στυλ που θα μπορούσε να οριστεί ως νεοκλασικό, το οποίο αναπτύχθηκε στο μακρινό βορρά της Ευρώπης (κλασικό παράδειγμα ο Ισλανδός Ολαφούρ Αρνάλντς), αλλά και στην Ιταλία με τους Λουντοβίκο Εϊνάουντι και Ντάρνταστ. «Από το 2011, το επαναστατικό άλμπουμ του Φραμ, Felt, έχει γίνει το πρόσωπο μιας νέας γενιάς μουσικών που συνδυάζουν ηλεκτρονικά στοιχεία και κλασική μουσική για να δημιουργήσουν μια πιο στοχαστική ποπ».
Η εξήγηση βρίσκεται στην ιστορία και την αναπόφευκτη κληρονομιά της. Οι γονείς του Φράμ ήταν χίπις. Εκείνος ήθελε να ακούει Ερικ Κλάπτον και Pink Floyd αλλά ο πατέρας του επέβαλε την τζαζ του Τζον Αμπερκρόμπι και του Κιθ Τζάρετ, εκτός φυσικά από πολλή κλασική μουσική. Ο αδελφός του, πάλι, του είχε σπάσει τα τύμπανα με την τέκνο. Θα μπορούσε ποτέ από αυτό το χαρμάνι να βγει ένας ταξινομημένος ήχος; «Ο Νιλς Φραμ δεν ξέρει εάν η μουσική που παίζει είναι κλασική ή ποπ» γράφουν οι ΝΥΤ. Αλλά δεν χρειάζεται κιόλας να τον πυροβολήσει κάποιος γι’ αυτό.
Φωτό: Ο Νιλς Φραμ στο στούντιό του στο Ανατολικό Βερολίνο. Πηγή: The New York Times
Οι New York Times για τα μοντέλα που μοιάζουν με μεταμοντέρνους Φρανκενστάιν / Το Slate για τα νέα σύνορα του Ιντερνετ / Η Corriere della Sera για τους ερημίτες των βουνοκορφών / Και (ξανά) οι New York Times…