Στη δεκαετία των ’80s οι «σοφοί» του ποδοσφαίρου είχαν καταλήξει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση: το κοινό χαρακτηριστικό όλων των επιτυχημένων ομάδων της εποχής -εθνικών και συλλόγων- ήταν ότι διέθεταν ανασταλτικούς μέσους που ήξεραν μπάλα, όχι μόνο να αμύνονται. Οι σέντερ φορ, τα «δεκάρια» και οι τερματοφύλακες «έκλεβαν» την παράσταση, όπως πάντα, όμως τα χαρισματικά «εξάρια» κέρδιζαν τα παιχνίδια. Πλέον, η χρησιμότητα ενός ικανού «κόφτη» είναι αυτονόητη, κι ο Ολυμπιακός έχει επενδύσει γι’ αυτή τη νευραλγική θέση σε έναν παίκτη top επιπέδου. Ο Γκιγιέρμε δεν βγαίνει από την ενδεκάδα, παρά μόνον όταν η αντοχή του ξεπεράσει τα όριά της.
Η νέα τάση έχει να κάνει με τους κεντρικούς αμυντικούς. Τον Δεκέμβριο του 2017 ο Γιούργκεν Κλοπ δεν δίστασε να δαπανήσει σχεδόν 80 εκατομμύρια ευρώ για να αποκτήσει έναν από τους καλύτερους: τον Βίρχιλ φαν Ντάικ. Ο Πεπ Γκουαρντιόλα ξόδεψε, τα τελευταία χρόνια, ένα μεγάλο μέρος του μεταγραφικού μπάτζετ της Μάντσεστερ Σίτι για δυο τρεις στόπερ που θα μπορούσαν να κάνουν τη διαφορά. Την έκαναν. Ακόμη περισσότερο ο Ολλανδός, υποψήφιος για τη «Χρυσή Μπάλα», που απελευθέρωσε τη δυναμική της Λίβερπουλ. Γιατί ένας αξιόπιστος σέντερ μπακ βοηθά και στην επίθεση, με την εμπιστοσύνη που εμπνέει σε ολόκληρη την ομάδα.
Στο κέντρο της άμυνας ο Ολυμπιακός δεν ευτύχησε, ακόμη, να βρει το «δίδυμο» που χρόνια αναζητεί. Μετά την αποχώρηση του Μέλμπεργκ (2012) είναι η «αχίλλειος πτέρνα» του. Για το ελληνικό πρωτάθλημα, ο Μεριά, ο Σισέ, ο Αβραάμ, ο Μπα, είναι «μιά χαρά». Ο Σεμέδο, πολυτέλεια. Στο Τσάμπιονς Λιγκ, όμως, οι απαιτήσεις είναι εντελώς διαφορετικές. Το «φωνάζουν» και οι αριθμοί. Η καλύτερη άμυνα της Σούπερ Λιγκ, με τέσσερα γκολ παθητικό σε 11 αγώνες, είναι η δεύτερη χειρότερη μεταξύ των 32 ομάδων που αγωνίζονται στους Ομίλους. Σε πέντε ματς έχει δεχτεί 14 τέρματα. Μόνον ο Ερυθρός Αστέρας έχει μαζέψει την μπάλα περισσότερες φορές (19) από τα δίχτυα του.
Χθες (Τρίτη) βράδυ στο Λονδίνο ο Γιασίν Μεριά άνοιξε στην Τότεναμ την Κερκόπορτα, με ένα τραγικό λάθος που δεν θα δεις ούτε σε ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. Ηταν το πιο κραυγαλέο, αλλά όχι το μοναδικό στην εφετινή ευρωπαϊκή πορεία του Ολυμπιακού. Στο πρώτο ματς με τους Αγγλους, στο Φάληρο, είχε κάνει εκείνο το ανόητο πέναλτι στον Χάρι Κέιν. Και στο Βελιγράδι είχε στρώσει την μπάλα στον Τουμανέ, που ισοφάρισε για τον Ερυθρό Αστέρα. Εάν ο τυνήσιος αμυντικός δεν υπέφερε από έλλειψη συγκέντρωσης τόσο συχνά, ο δρόμος προς τους «16» του Τσάμπιονς Λιγκ μπορεί να ήταν, ακόμη, ανοιχτός για την ομάδα του.
Η ισοφάριση της Τότεναμ ήταν η επανάληψη του μαθήματος: στο Τσάμπιονς Λιγκ ακόμη και οι στιγμιαίες αδράνειες τιμωρούνται. Το ball-boy ήξερε ακριβώς τι έπρεπε να κάνει για να «πιάσει στον ύπνο» την ελληνική άμυνα, την ώρα που ο Τσιμίκας είχε… κολλήσει στο φάουλ που δεν του έδωσε ο βούλγαρος διαιτητής, και ο Μασούρας είχε μείνει να τον κοιτά (μάλλον για συμπαράσταση). Το άξιζε το φιλί του Μουρίνιο, ο πιτσιρικάς, που έδειξε μεγαλύτερη ετοιμότητα από δύο επαγγελματίες παίκτες.
Ο Ολυμπιακός δέχτηκε δύο γκολ που έπρεπε να έχει αποφύγει. Επειτα, το γήπεδο… έγειρε. Σε αυτό δεν μπορούσε να κάνει κάτι – καμία ελληνική ομάδα δεν μπορεί, όταν ο αντίπαλος δίνει στο παιχνίδι εξωφρενικό ρυθμό και ταχύτητα. Στην Πρέμιερ Λιγκ οι παίκτες έχουν μάθει να παίζουν σε υψηλή ένταση επί 90 λεπτά, διαφορετικά θα χάσουν. Ενώ στην Ελλάδα, ένα ημίωρο καλού ποδοσφαίρου είναι, συνήθως, αρκετό. Εχοντας αγωνιστεί με πατημένο το γκάζι σε ολόκληρο το πρώτο ημίχρονο, κάποια στιγμή ο Ολυμπιακός ξέμεινε από «ανάσες». Δεν τον βοήθησε και η διαχείριση του Πέδρο Μαρτίνς, που άργησε πολύ να κάνει τις αλλαγές του.
Στα 13 τελευταία τους παιχνίδια σε φάση ομίλων, οι «ερυθρόλευκοι» μετρούν 11 ήττες και δύο ισοπαλίες (με την Μπαρτσελόνα και την Τότεναμ στο «Καραϊσκάκης»). Αποκλείστηκαν, για ακόμη μια χρονιά, από τους «16» της διοργάνωσης. Κι όμως, την πρόοδό τους δεν τη βλέπουν μόνον όσοι δεν θέλουν να τη δουν. Την προηγούμενη φορά, απέναντι στην Μπαρτσελόνα και τη Γιουβέντους, έπαιξαν με τον φόβο της συντριβής. Κλεισμένοι στο καβούκι τους, φοβισμένοι, κοιτούσαν με αγωνία το ρολόι, να περάσουν τα 90 λεπτά. Τον Οκτώβριο του 2017 πήγαν στο «Καμπ Νου» να αντιμετωπίσουν την Μπαρτσελόνα με… σέντερ φορ τον Οτζίτζα-Οφόε. Ενώ τώρα…
Στάθηκαν αξιοπρεπώς απέναντι στην Μπάγερν Μονάχου, που πέτυχε επτά γκολ στο Λονδίνο, έξι στο Βελιγράδι και τέσσερα στο γερμανικό ντέρμπι -ο Θεός να το κάνει- με την Ντόρτμουντ. Στο Φάληρο, μάλιστα, προηγήθηκαν, μείωσαν σε 2-3 και κυνήγησαν την ισοφάριση μέχρι τέλους. Με την Τότεναμ έπαιξαν σαν ίσος προς ίσον. Εφεραν 2-2 στο «Καραϊσκάκης», αγγίζοντας την απόλυτη ανατροπή, ενώ στο Λονδίνο έκαναν το καλύτερό τους 45λεπτο στα Κύπελλα Ευρώπης, ever. Δεν είναι πολλές οι ομάδες που κατάφεραν να κάνουν ένα βρετανικό γήπεδο να σιωπήσει επί ένα ολόκληρο ημίχρονο…
Το λάθος έγινε στο Βελιγράδι. Σε εκείνο το 3-1, που κανείς δεν κατάλαβε πώς συνέβη. Διορθώνεται, όμως. Την τελευταία αγωνιστική (11 Δεκεμβρίου) στο Φάληρο. Με νίκη επί του Ερυθρού Αστέρα, με οποιοδήποτε σκορ, ο Ολυμπιακός θα συνεχίσει στο Γιουρόπα Λιγκ. Και με λίγη τύχη, μπορεί να φτάσει μακριά.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News