Τον Ιούλιο του 1996, κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ατλάντα των ΗΠΑ, ο Ρίτσαρντ Τζούελ, ένας απλός αστυνομικός, έσωσε εκατοντάδες ανθρώπινες ζωές, εντοπίζοντας μια τσάντα γεμάτη εκρηκτικά σε ένα πάρκο της αμερικανικής μητρόπολης, ειδοποιώντας αμέσως μετά τις αστυνομικές δυνάμεις και συμμετέχοντας και ο ίδιος προσωπικά στην έγκαιρη εκκένωση του χώρου.
Μέσα σε λίγες ώρες , ωστόσο, ο 34χρονος, τότε, Τζούελ κατέληξε από εθνικός ήρωας να θεωρείται ύποπτος από το FBI για απόπειρα τρομοκρατικής επίθεσης. Επί 88 ημέρες τα αμερικανικά ΜΜΕ αμαύρωναν άκριτα το όνομά του. Στη συνέχεια, ωστόσο, απαλλάχτηκε. Αλλά ούτε η δημόσια συγγνώμη των ομοσπονδιακών πρακτόρων ούτε η αποζημίωση των ΜΜΕ στάθηκαν αρκετές για να αποκατασταθεί η υπόληψή του, δεδομένου ότι στη συνείδηση της αμερικανικής κοινής γνώμης ο Τζούελ ήταν κάθε άλλο παρά ένας ήρωας.
Οπως και σε άλλα έργα του, και στο «Richard Jewell» που θα αρχίσει να προβάλλεται στους αμερικανικούς κινηματογράφους την 13η Δεκεμβρίου, ο Κλιντ Ιστγουντ αφηγείται μια πραγματική ιστορία με στόχο να διερευνήσει κάποιες ελάχιστα φωτεινές πτυχές της αμερικανικής κοινωνίας.
Συγχρόνως, όμως, το τελευταίο κινηματογραφικό πόνημα του μεγάλου αμερικανού σκηνοθέτη και ηθοποιού, ενός από τους λίγους επιφανείς εκπροσώπους του Χόλιγουντ που συμπαρατάσσονται με τις συντηρητικές δυνάμεις και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, έχει και πολιτική χροιά. Γιατί έναν χρόνο από τις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, βάζει στο στόχαστρό του τους χειρότερους εχθρούς του Ντόναλντ Τραμπ: τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και τα στελέχη του FBI που εξακολουθούν να ερευνούν τα πεπραγμένα του αμερικανού προέδρου.
Σε μία από τις κεντρικές σκηνές της ταινίας, σύμφωνα με το τρέιλερ που κυκλοφόρησε αυτές τις ημέρες, ο Ρίτσαρντ Τζούελ εμφανίζεται με την πλάτη στον τοίχο να πληροφορείται πως έχουν στραφεί εναντίον του δύο πανίσχυρες δυνάμεις, «τα Μίντια και η αμερικανική κυβέρνηση». Ο Τζούελ κατέστη σχεδόν αμέσως ύποπτος και λόγω του κοινωνικού του προφίλ: ήταν ένας άσημος αστυνομικός που εργαζόταν και ως ιδιωτικός υπάλληλος σε μια εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, παχύσαρκος και μοναχικός και κάθε άλλο παρά κοινωνικός, ένας μνησίκακος παρίας της κοινωνίας που διψούσε για εκδίκηση, σύμφωνα με τους διώκτες του.
Η ταινία του Ιστγουντ αποτελεί σίγουρα μια καταγγελία. Ταυτόχρονα, όμως, είναι και μια μεταφορά στη μεγάλη οθόνη της μετάλλαξης των σχέσεων εμπιστοσύνης ανάμεσα στην αμερικανική κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ. «Αυτός είναι ο Τύπος, μωρό, ο Τύπος, και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για αυτό», δήλωνε το 1952 ο Χάμφρι Μπόγκαρτ στον «Τιμωρό χωρίς Οίκτο» (Deadline – U.S.A.), συνομιλώντας με έναν πανίσχυρο μαφιόζο, αφότου έδωσε εντολή, ως διευθυντής μιας εφημερίδας, για να αρχίσει η εκτύπωση του φύλλου που αποκαλύπτει τα εγκλήματά του. Και είκοσι τέσσερα χρόνια μετά, το 1976, η κινηματογραφική παρουσίαση της έρευνας των δημοσιογράφων της Washington Post Καρλ Μπέρνσταϊν και Μπομπ Γούντγουορντ που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Ρίτσαρντ Νίξον στην ταινία «Ολοι οι άνθρωποι του προέδρου» του Αλαν Τζέι Πάκουλα, ανέδειξε τον ερευνητικό και κριτικό (και εξαιρετικά σημαντικό για την εύρυθμη λειτουργία της δημοκρατίας) ρόλο των Μέσων, καθιστώντας τον συγχρόνως βασικό στοιχείο της αμερικανικής κουλτούρας.
Τα αμερικανικά ΜΜΕ κατάφεραν να κερδίσουν τον σεβασμό του κοινού λόγω του θεσμικού ρόλου που διαδραμάτιζαν αλλά και εξαιτίας των χολιγουντιανών παραγωγών που μετέτρεπαν τους δημοσιογράφους σε λαϊκούς ήρωες. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, η απώλεια της εμπιστοσύνης στο σύνολο των θεσμών, διαδικασία την οποία επίσπευσε και η έλευση της ψηφιακής εποχής, έπληξε και την αξιοπιστία των Μέσων, γεγονός που ωφέλησε σημαντικά τον Ντόναλντ Τραμπ.
Ο αμερικανός πρόεδρος, λόγω των σφοδρών επικρίσεων που άρχισε να δέχεται πριν καλά καλά περάσει το κατώφλι του Λευκού Οίκου, εξαιτίας της απαράδεκτης συμπεριφοράς του, των ψευδών ισχυρισμών του και των διαρκών επιθέσεων του κατά των μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης της εξουσίας, αντέδρασε οργισμένα, βάλλοντας κυρίως κατά των δημοσιογράφων. Και όταν το FBI ξεκίνησε να ερευνά τα πεπραγμένα του, κατέληξαν να είναι και οι «ομοσπονδιακοί πράκτορες» επικίνδυνοι εχθροί της Αμερικής, σύμφωνα τουλάχιστον με τα τιτιβίσματα του Ντόναλντ Τραμπ.
Επικριτική στάση απέναντι στα ΜΜΕ είχαν και άλλοι μεγάλοι σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Ο Ορσον Γουέλς, για παράδειγμα, στον αριστουργηματικό «Πολίτη Κέιν» του 1941 έθεσε έντονους προβληματισμούς για την ισχύ των μέσων μαζικής ενημέρωσης ενώ το 1981 και ο Σίντνεϊ Πόλακ θέλησε να καυτηριάσει με το έργο του «Χωρίς δόλο» τις υπερβολές των ΜΜΕ και την κατάχτηση της εξουσίας τους. Πλέον, όμως, οι καιροί είναι χαλεποί και τα πνεύματα οξυμένα στην Αμερική και ενδέχεται ο Ντόναλντ Τραμπ να επικαλεστεί ακόμα και τον Κλιντ Ιστγουντ στη μάχη του για την επανεκλογή του.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News