Κάτι κινείται αυτές τις ημέρες, υπόγεια, μουλωχτά, στα λημέρια του παγκόσμιου κυκλώματος εμπορίας αρχαιοτήτων. Τα πράγματα είναι πολύ μουλωχτά για να μάθουμε όλη την αλήθεια, αλλά τα δείγματα είναι εδώ, για όποιον θέλει να διαβάσει την ουσία κάτω από τις γραμμές.
Από τη μια ένα αμερικανικό δικαστήριο έκρινε εαυτόν αναρμόδιο –για πρώτη φορά– στην περίπτωση της διεκδίκησης, από ελληνικής πλευράς, ενός χάλκινου αρχαιοελληνικού ειδωλίου αλόγου της Γεωμετρικής Περιόδου (1050 – 700 π.Χ.), ύψους 14 εκ. Το ειδώλιο, που ανήκει σε ιδιωτική συλλογή, είχε βγει προς πώληση με αρχική τιμή 150.000-250.000 δολαρίων, το Μάιο του 2018, από τον οίκο δημοπρασιών Σόθμπις, στην Αμερική. Και μάλιστα το εν λόγω αρχαίο ειδώλιο κοσμούσε το εξώφυλλο του καταλόγου της εν λόγω δημοπρασίας των Sotheby’s.
Η ελληνική πλευρά κατέφυγε στα αμερικανικά δικαστήρια, αλλά πρωτόδικα το χάλκινο άλογο «κατακυρώθηκε» στην οικογένεια των συλλεκτών. Όμως με την προσφυγή στο Εφετείο το ΥΠΠΟ πέτυχε μια μεγάλη, διεθνή νίκη: την «αναρμοδιότητα» του δικαστηρίου στον τόπο που εκποιείται ένα αρχαίο αντικείμενο. Με αρμόδια, αντιστοίχως, τα δικαστήρια της χώρας προέλευσης της αρχαιότητας.
Σε αυτή τη δικαστική «μάχη» η ελληνική πλευρά είχε συμμάχους την ιταλική, την κυπριακή, τη μεξικανική. Η δε νίκη, ως δεδικασμένο, αφορά κάθε χώρα που εφεξής ζητά επαναπατρισμό «ύποπτων» (ως προϊόντα αρχαιοκαπηλίας) αρχαιοτήτων. «Το δικαστήριο δικαιώνει την Ελλάδα στη διαμάχη με τους Σόθμπις σχετικά με την πώληση αρχαιοελληνικού χάλκινου ίππου» ήταν ο τίτλος του βρετανικού «Daily Telegraph». «Η Ελλάδα θα διεκδικήσει το αρχαίο άλογο από τις ΗΠΑ μετά τη δικαστική απόφαση» ο τίτλος των «New York Times».
Την ίδια ώρα, σιωπηλά – και μουλωχτά – ο άλλος μεγάλος οίκος δημοπρασιών, Κρίστις, στο Λονδίνο, απέσυρε εν μία νυκτί τέσσερα αρχαιοελληνικά και ρωμαϊκά αντικείμενα, που είχε αρχικά δημοσιεύσει στους προς πώληση καταλόγους του. Να «μυρίστηκε» ότι κάτι συμβαίνει τελευταία με το κλίμα ως προς τις «ύποπτες» αρχαιότητες; Να ήξερε ότι οι συγκεκριμένες υπήρχαν στους κατασχεμένους καταλόγους ενός από τους μεγαλύτερους Ιταλούς αρχαιοκαπήλους, του Τζιανφράνκο Μπεκίνα; Να θεώρησε ότι, όσο αποκατεστημένες και αν ήταν στις φωτογραφίες των καταλόγων του οι εν λόγω αρχαιότητες, υπήρχε κάποιος που μπορούσε με βάση τα αρχεία να τις ταυτίσει, ως αντικείμενα συνδεδεμένα με έναν διαβόητο αρχαιοκάπηλο;
Όπως και να σκέφτηκε ο οίκος δημοπρασιών, εδώ μπαίνει στην ιστορία μας ο άνθρωπος – κλειδί και στις δύο παραπάνω υποθέσεις και σε πολλές άλλες και περιβόητες. Σαν την περίπτωση της πρώην εφόρου του Μουσείου Γκέτι, Μάριον Τρου, και της βίλας της στην Πάρο, που προκάλεσε σκάνδαλο περί το διάσημο αμερικανικό μουσείο. Σαν την παράλληλη, το 2016, περίφημη «Υπόθεση Σχοινούσα», με πρωταγωνιστές τον έμπορο αρχαιοτήτων Ρόμπιν Σάιμς και τον σύντροφό του στην δουλειά και στην ζωή Χρήστο Μιχαηλίδη. Και την έφοδο στην βίλα Παπαδημητρίου, στο ελληνικό μικρονήσι. Όταν στις αποθήκες του Σάιμς βρέθηκαν 17.000 αρχαιότητες, εκ των οποίων οι 7.000 «ορφανές», που ζητούσαν κάτοχο.
Το πρόσωπο της ιστορίας μας είναι ο έλληνας αρχαιολόγος, ο δρ. Χρήστος Τσιρογιάννης. Καθηγητής μέχρι πρόσφατα στο περίφημο Κέιμπριτζ και, τώρα, στο Πανεπιστήμιο του Άαρχους στη Δανία, στο Ινστιτούτο Προηγμένων Σπουδών. Όπου, στην πραγματικότητα, μελετάει διεξοδικά την λειτουργία, κατά τόπους και διεθνώς, των κυκλωμάτων αρχαιοκαπηλίας. Βήμα βήμα. Πιο πολύ, περισσότερο σε βάθος και πολύ πιο πίσω χρονικά από την έρευνα που δημοσιεύουν, κατά καιρούς, για ελληνικές και ρωμαϊκές κυρίως αρχαιότητες, στους καταλόγους τους, οι μεγάλοι οίκοι δημοπρασιών.
Ο Χρήστος Τσιρογιάννης ξεκίνησε στο Τμήμα Αρχαιοπωλών και Ιδιωτικών Συλλογών του ελληνικού υπουργείου Πολιτισμού. Την ίδια περίοδο, μελετώντας με την ακρίβεια και την μεθοδικότητα… ιατροδικαστή και ντετέκτιβ εύρεσης κλεμμένων αρχαιοτήτων, δούλεψε παράλληλα στον έκτο όροφο της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης (ΓΑΔΑ). Μελέτησε, συνεργάστηκε και με την Ιντερπόλ και με τις ιταλικές αρχές και κατάφερε να έχει στα χέρια του, προτού φύγει από το ΥΠΠΟ το 2008, αλλά και μετά, τους καταλόγους χιλιάδων κατασχεμένων αρχαιοτήτων και αρχείων τουλάχιστον των δύο μεγάλων ιταλών αρχαιοκαπήλων. Του Τζιανφράνκο Μπεκίνα και του Τζάκομο Μέντιτσι, οι οποίοι υπήρξαν και αντίπαλοι. «Δρώντας» ο πρώτος στη Νότια Ιταλία, την Ελλάδα και αλλού, ο δεύτερος στη Βόρεια Ιταλία, στην Ελλάδα και αλλού.
Στη συνέχεια, μελετώντας και διευρύνοντας τα αρχαιολογικά αρχεία (και στο Κέιμπριτζ και στο Άαρχους), με την εμπειρία της εφόδου στις βίλες στη Σχοινούσα, κατάφερε να πλουτίσει τα αρχεία του με εκείνα του Σάιμς, με αρχεία που συνδέθηκαν με την αμερικανίδα συλλέκτρια Σέλμπι Γουάιτ, χήρα του επίσης συλλέκτη επιχειρηματία Λέον Λίβι κ.ά.
Με δυο λόγια, ο Χρήστος Τσιρογιάννης, με βάση όλα αυτά τα αρχεία (φωτογραφικά και έγγραφα) θα μπορούσε να ταυτίσει ή να αποκλείσει, ως προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, τις περισσότερες αρχαιότητες που βγαίνουν στο σφυρί από τους μεγάλους οίκους δημοπρασιών. Και αυτό πολύ πριν τις «ανεβάσουν» στους καταλόγους τους και χρειαστεί μετά να τις «κατεβάσουν», φανερά ή μουλωχτά, όταν υπάρχει «υποψία» ή κίνδυνος να αποκαλυφθεί το «ποιόν» τους.
Η έκκληση του έλληνα καθηγητή στο Άαρχους (πλέον) έχει γίνει πολλές φορές και είναι ανοιχτή. Όμως οι οίκοι, όταν δεν του προτείνουν έμμισθες θέσεις, τις οποίες αρνείται – όπως λέει – δεν ζητούν την ταύτιση και δημοσιεύουν μόνον μια περιορισμένη έρευνα στις «καταβολές» των αρχαιοτήτων, που δεν… εφάπτεται τυχόν αρχαιοκαπηλικών «ριζών». Εκείνος, πάντα δωρεάν (μου το τονίζει επανειλημμένα στην κουβέντα μας) τους καλεί ξανά και ξανά να τους βοηθήσει στην παραπέρα ταύτιση, αρκεί αν βρεθεί ότι η αρχαιότητα ταυτίζεται τελικά με προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, να εφαρμόσουν τις διεθνείς συμβάσεις.
Αντ’ αυτού οι οίκοι δημοπρασιών, όπως εν προκειμένω ο οίκος Κρίστις, δημοσιεύουν περιορισμένο «ιστορικό». Και, όπως μου λέει ο Χρήστος Τσιρογιάννης, «μετά διαμαρτύρονται ότι δεν έχουν πρόσβαση στα αρχεία». Εκείνος προτιμά, όταν ταυτίζει κάποια αρχαιότητα με τα πολύτιμα… αρχαιοκαπηλικά αρχεία, να ειδοποιεί πάραυτα τις αρμόδιες αρχές για να σπεύσουν. Και έπειτα δημοσιεύει, πολύ αναλυτικά, προσβάσιμες από όλους, αναλυτικές πληροφορίες για κάθε περίπτωση στην ακαδημαϊκή διαδικτυακή πλατφόρμα Academia.edu, μαζί με φωτογραφίες και έγγραφα.
Έτσι κι εδώ. Ένας ρωμαϊκός αετός και ένας πήλινος λαγός (που στο αρχείο Μπεκίνα εμφανίζεται με σπασμένα αυτιά, ενώ στον κατάλογο των Κρίστις εμφανιζόταν, προτού αποσυρθεί, αποκατεστημένος και λαμπερός), του 2ου – 3ου μ.Χ. αιώνα και δύο αττικά αγγεία του 5ου αιώνα π.Χ., μία κύλικα του 6ου π.Χ. αιώνα και μια πελίκη του 5ου π.Χ. αιώνα είχαν «ιστορικό». Και ιστορία, ειδικά τα ελληνικά αγγεία που έφτασαν στην Ιταλία, όπως φαίνεται, μέσα από δρόμους εμπορικούς, των Ετρούσκων και των Ελλήνων της Κάτω Ιταλίας.
Όμως το «ιστορικό» δεν έφτανε χρονικά εκεί που υπέδειξε ο καθηγητής Τσιρογιάννης, ο οποίος και ταύτισε τα αντικείμενα με τα αρχεία των Ιταλών αρχαιοκαπήλων, όπως έγραψε και η Ντάλια Άλμπερτζ στον βρετανικό «Guardian»: στην πρώτη δημοπρασία στην οποία εμφανίστηκαν, το 1967. Κι εκεί τελειώνουν τα επιχειρήματα – με βάση στοιχεία, πάντα – περί «μη προϊόντων αρχαιοκαπηλίας».
Αυτή τη φορά ο οίκος δημοπρασιών φρόντισε μόνος του, σιωπηρά, να αποφύγει την ταύτιση, «κατεβάζοντας» τα τέσσερα αντικείμενα. Όπως και η ελληνική πλευρά γλίτωσε το διασυρμό, από λάθη ακόμη και στα επίσημα έγγραφα (που μιλούν σε κάποια σημεία, λόγω λανθασμένου copy / paste, για… νομίσματα και όχι για το χάλκινο ειδώλιο αλόγου), όταν το αμερικανικό δικαστήριο, με μια ιστορική απόφαση, έκρινε εαυτόν αναρμόδιο. Όμως, τι θα συμβεί σε τόσες και τόσες αρχαιότητες, ελληνικές, αλλά και ιταλικές / ρωμαϊκές, που δεν φτάνουν στην ταύτιση για να σωθούν; Ή ταυτίζονται ως προϊόντα αρχαιοκαπηλίας, αλλά τελικά πολλά δεν διεκδικούνται;
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News