Κατά τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας κατέστη σαφές πολλές φορές πως στο μυαλό του Ντόναλντ Τραμπ η εξωτερική πολιτική αποτελεί αρμοδιότητα περισσότερο των αξιωματούχων των μυστικών υπηρεσιών παρά των διπλωματών ενώ και οι μεν και οι δε πρέπει να βρίσκονται διαρκώς σε επιφυλακή, ούτως ώστε να εξυπηρετούν τον πρόεδρό τους, με γνώμονα πάντα το εθνικό (ή και το προσωπικό στην περίπτωση του Τραμπ) συμφέρον.
Για αυτόν τον λόγο, μόλις έναν χρόνο αφότου τον διόρισε επικεφαλής της CIA, ο απερχόμενος πρόεδρος των ΗΠA αποφάσισε να προσφέρει το χαρτοφυλάκιο των Εξωτερικών στον Μάικ Πομπέο, «έναν πιστό και αδίστακτο ακόλουθο του», σύμφωνα με τον Πάολο Γκαριμπέρτι της La Repubblica, ο οποίος κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Texas A&M University δεν δίστασε να παινευτεί ότι όταν κρατούσε εκείνος τα ηνία της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών των ΗΠΑ (από τον Ιανουάριο του 2017 έως τον Απρίλιο του 2018) «είπαμε ψέματα, εξαπατήσαμε και κλέψαμε».
Ομως κατά την παραμονή του στη CIA o Μάικ Πομπέο προέβη και σε άλλες αμφιλεγόμενες ενέργειες, εγκρίνοντας, για παράδειγμα, το 2017 την έναρξη μυστικών επιχειρήσεων της CIA με drones στο Αφγανιστάν, δίχως να ενημερώσει το Πεντάγωνο, ούτε καν την αμερικανική πρεσβεία στην Καμπούλ.
Οποτε, ωστόσο, οι αναφορές των πρακτόρων του δεν συμφωνούσαν με τα συμφέροντα του Λευκού Οίκου, ο Πομπέο συνήθιζε να τις αποσιωπά. Κάτι τέτοιο συνέβη όταν ο Ντόναλντ Τραμπ δεν ήθελε να αναγνωρίσει την εμπλοκή του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν στη δολοφονία του Τζαμάλ Κασόγκι.
Ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ο Μάικ Πομπέο «ταπείνωσε διπλωμάτες καριέρας, αγνόησε τις εκτιμήσεις τους, ενεπλάκη σε ριψοκίνδυνες πρωτοβουλίες, όπως με τη Βόρεια Κορέα, για να ευχαριστήσει τον Τραμπ», υποστηρίζει ο βετεράνος ιταλός δημοσιογράφος, σημειώνοντας πως με τις επιλογές και τις ενέργειές του ο απερχόμενος υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ «αποδυνάμωσε την CIA και διέλυσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ».
Σημαντικό εργαλείο
Ο Γκαριμπέρτι αναφέρει πως και ο Τζο Μπάιντεν πιστεύει πως οι μυστικές υπηρεσίες αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στο πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής, αλλά με τη λογική ότι οι μυστικές υπηρεσίες και η διπλωματία επιχειρούν παράλληλα και συνεργάζονται με στόχο την προστασία του αμερικανικού λαού, όχι την εξυπηρέτηση των όποιων στενών συμφερόντων του Λευκού Οίκου. Ειδικά ενώπιον των πολλών απειλών που καλείται να αντιμετωπίσει η νέα αμερικανική κυβέρνηση στη διεθνή σκηνή – από τις κυβερνοεπιθέσεις της Μόσχας και τη στάση της Κίνας, έως τη δράση των τρομοκρατικών οργανώσεων και των αποκαλούμενων «non state actors».
Σύμφωνα με τον Μπάιντεν, οπότε, το έργο που επιτελούν οι πράκτορες της CIA, οι προληπτικές ενέργειες στις οποίες προβαίνουν και οι πληροφορίες που συλλέγουν, είναι ζωτικής σημασίας για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τους διπλωμάτες και τον εκάστοτε επικεφαλής τους.
Για αυτόν τον λόγο ο επόμενος πρόεδρος των ΗΠΑ επέλεξε για διευθυντή της CIA τον Γουίλιαμ Μπερνς, έναν διπλωμάτη με πολλές περγαμηνές, ο οποίος κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πέντε προέδρους (από τον Ρίγκαν έως τον Ομπάμα) και σε δέκα υπουργούς Εξωτερικών, ασχολήθηκε προσωπικά με μερικά από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής (όπως οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν) και γνώρισε προσωπικά πολλούς από τους παγκόσμιους ηγέτες τους οποίους σύντομα ο Τζο Μπάιντεν θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Ο Ομπάμα και ο Πούτιν
Εχοντας υπηρετήσει ως πρεσβευτής στη Μόσχα από το 2005 έως το 2008, γνωρίζει, για παράδειγμα, πολύ καλά πόσο δύστροπος άνθρωπος είναι ο Βλαντίμιρ Πούτιν. Στην αυτοβιογραφία του, «Μία Γη της Επαγγελίας» που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο Μπαράκ Ομπάμα αφηγείται πως, συνοδεύοντάς τον στο Κρεμλίνο, ο Μπερνς δεν παρέλειψε να τον προειδοποιήσει ότι «ο Πούτιν είναι υπερευαίσθητος και θίγεται εύκολα».
Ο Μπάιντεν επέλεξε τελικά να στείλει τον Γουίλιαμ Μπερνς όχι στο υπουργείο Εξωτερικών (όπως σκεφτόταν τον περασμένο Νοέμβριο, αμέσως μετά την επικράτηση του στις εκλογές) αλλά στη CΙΑ, επειδή το δικό της έργο πρόκειται να αποτελεί τη βάση της αμερικανικής διπλωματίας κατά τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Μάλιστα ο Γκαριμπέρτι κάνει λόγο για «την κολώνα» της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, την άσκηση της οποίας στη διεθνή σκηνή πρόκειται να αναλάβουν δύο συνάδελφοι και στενοί του φίλοι Μπερνς, ο Αντονι Μπλίνκεν, ως υπουργός Εξωτερικών και ο Τζέικ Σάλιβαν ως σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου.
Ελλειμμα κύρους
Οι εν λόγω επιλογές του Τζο Μπάιντεν αποσκοπούν καταρχάς στο να αποκατασταθεί το κύρος τόσο της CIA όσο και της αμερικανικής διπλωματίας, ούτως ώστε να αναλάβουν εκ νέου οι ΗΠΑ τον ρόλο που τους αρμόζει στη διεθνή σκηνή. Πριν από έξι μήνες, σε ένα άρθρο του, ο Γουίλιαμ Μπερνς είχε χαρακτηρίσει την προεδρία Τραμπ ως μία μακρά περίοδο αποχής από την κοινή λογική αλλά και την ικανότητα στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής.
Οσον αφορά το τι σημαίνει στην πράξη η επιστροφή στην κοινή λογική, ο Μπερνς είχε θέσει δύο στόχους ιδιαίτερα δύσκολους: την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, ούτως ώστε να αναγκαστούν οι Ιρανοί να αλλάξουν την στάση τους, όχι την ηγεσία τους, και την παράταση της συμφωνίας New Start (Συνθήκη Μείωσης Στρατηγικών Oπλων) με τη Ρωσία για να μην καταρρεύσει ότι έχει απομείνει από τον μηχανισμό ελέγχου των πυρηνικών όπλων.
Οταν υπηρετούσε στο αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών της περίοδο 2011 – 2014 ως υφυπουργός, ο Γουίλιαμ Μπερνς αποκαλούνταν από τους συναδέλφους του «το μυστικό διπλωματικό όπλο. Μετά τον διορισμό του στη CIA, αλλάζει περιβολή αλλά η αποστολή του παραμένει η ίδια», καταλήγει ο ιταλός σχολιαστής.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News