Μετά από δέκα χρόνια εργασίας, ένα βρετανικό ίδρυμα δημοσίευσε χθες μια νέα έκδοση της Καινής Διαθήκης στην ελληνική γλώσσα που είχε χρησιμοποιηθεί αρχικά για την συγγραφή της. Οι ερευνητές λένε ότι είναι η πιο πιστή απόδοση του πρωτότυπου κειμένου που παρήχθη ποτέ και θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για πιο ακριβείς μεταφράσεις στα αγγλικά.
Η Καινή Διαθήκη γράφτηκε τον πρώτο αιώνα σε μια πρώιμη μορφή της ελληνικής γλώσσας, τα Ελληνικά των ελληνιστικών χρόνων που ήταν η διεθνής γλώσσα της εποχής, αλλά μεταφράστηκε στα Λατινικά, που έμεινε ως η κυρίαρχη Βιβλική γλώσσα για περισσότερο από μια χιλιετία. Το 1516, ο Έρασμος δημοσίευσε μια έκδοση στην αρχική γλώσσα, τα Ελληνικά, στηριζόμενος σε πρώιμα κείμενα.
Επίσης, μετέφρασε και πάλι από τα Λατινικά στα ελληνικά εδάφια της Βίβλου, συμπεριλαμβανομένων των στίχων στο Βιβλίο της Αποκάλυψης. Μεταγενέστερες εκδόσεις του έργου του Εράσμου χρησιμοποίησε ο Μαρτίνος Λούθηρος αλλά και ο Ουίλιαμ Τιντέιλ για τις μεταφράσεις τους στα Γερμανικά και στα Αγγλικά αντίστοιχα.
Τον 19ο αιώνα, οι επιστήμονες αποκάλυψαν περισσότερα ελληνικά χειρόγραφα για να παράγουν μια ποικιλία νέων ενημερωμένων εκδόσεων. Αυτό οδήγησε σε μια προσπάθεια -πριν από περίπου 40 χρόνια- να δημιουργηθεί μια τυποποιημένη ελληνική έκδοση, η οποία χρησιμοποιείται πλέον για την παραγωγή αγγλικών μεταφράσεων.
Και τώρα οι μελετητές στο «Tyndale House», ερευνητικό ινστιτούτο της Βίβλου στο Κέιμπριτζ, λένε ότι έχουν βελτιώσει την έκδοση του 1975 χρησιμοποιώντας χειρόγραφα που ανακαλύφθηκαν πρόσφατα, για να εντοπίσουν τις πιο παλιές εκδόσεις και να διαπιστώσουν πότε είχαν εισαχθεί σφάλματα.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, όπως αναφέρουν σε δημοσίευμά τους οι Times: «Η Ελληνική Καινή Διαθήκη είναι ο ίδιος ο λόγος του Θεού. Είναι τόσο πολύτιμη που ακόμη και οι μικρότερες λεπτομέρειες αξίζουν ιδιαίτερη προσοχή».
Ο δρ. Ντιρκ Τζονγκάιντ, αντιπρόεδρος του Ινστιτούτου, δήλωσε: «Υπάρχουν λάθη που έχουν αντιγραφεί και μεταγραφεί [κατά τη διάρκεια των αιώνων]. Το πλεονέκτημα της γνώσης ολόκληρου του ιστορικού της μετάδοσης είναι ότι μπορεί κανείς να διαπιστώσει πότε παρουσιάστηκαν ορισμένα λάθη και πώς έγιναν σχεδόν καθολικά δεκτά».
Είπε ότι τέτοια λάθη παρουσιάστηκαν όταν – εκ παραδρομής- οι γραφείς συμπεριέλαβαν στα κείμενα σχολιασμούς που είχαν γίνει στο περιθώριο ως μέρος του ίδιου του κειμένου ή στοιχεία από το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο στο Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο, επειδή άρχισαν να το γράφουν από μνήμης.
Οι ερευνητές δήλωσαν: «Οι προηγούμενοι συντάκτες των ιερών κειμένων επέτρεψαν στον εαυτό τους σημαντικές ελευθερίες ως προς την τυποποίηση της ορθογραφίας, χωρίζοντας παραγράφους, αποφασίζοντας για τη στίξη και άλλα θέματα. Αυτό μπορεί να κρύψει σε σημαντικό βαθμό πληροφορίες σχετικά με την προέλευση ακόμη και την ερμηνεία της Ελληνικής Καινής Διαθήκης».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News