Η διαδρομή από το αεροδρόμιο του Ντακάρ μέχρι την προεδρική κατοικία, στο κέντρο της πόλης, έμοιαζε με ανθρώπινο ποτάμι. Χιλιάδες Σενεγαλέζοι είχαν πάρει θέση από νωρίς χθες (Δευτέρα) το πρωί για να υποδεχτούν και να αποθεώσουν την εθνική τους ομάδα, που επέστρεφε θριαμβεύτρια από το Καμερούν με το τρόπαιο του Κόπα Αφρικα. Αυτή τη στιγμή -την κατάκτηση ενός διεθνούς τίτλου- η χώρα της βορειοδυτικής Αφρικής την ονειρευόταν επί 62 ολόκληρα χρόνια: από τη μέρα που ιδρύθηκε η ποδοσφαιρική της ομοσπονδία, αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίησή της από τη Γαλλία (1960).
Μέχρι τις αρχές του 21ου αιώνα τα «Λιοντάρια της Τεράνγκα» δεν είχαν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία. Οι κορυφαίες τους στιγμές στο Κόπα Αφρικα, τη σημαντικότερη διοργάνωση της «Μαύρης Ηπείρου», ήταν δύο τέταρτες θέσεις, το 1965 και το 1990. Επίσης, ποτέ δεν είχαν καταφέρει να προκριθούν σε τελική φάση Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η μοίρα της εθνικής Σενεγάλης άρχισε να αλλάζει ακριβώς πριν από 20 χρόνια.
Τον Φεβρουάριο του 2002 έφτασε στον τελικό του Κυπέλλου Εθνών Αφρικής, που φιλοξενήθηκε στο Μάλι. Αντιμετώπισε το Καμερούν, «άντεξε» στα 120 λεπτά του αγώνα και της παράτασης, όμως ηττήθηκε στη διαδικασία των πέναλτι. Στην τελευταία -μοιραία- εκτέλεση είχε αστοχήσει ο σημερινός της προπονητής, Αλιού Σισέ. Ο σούπερ-σταρ εκείνης της ομάδας, που έκανε σπουδαία καριέρα στην Ευρώπη (Λιλ, Παρί Σεν Ζερμέν, Μπέρμιγχαμ, Πόρτσμουθ). Μερικούς μήνες αργότερα η Σενεγάλη εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε Μουντιάλ, στα γήπεδα της Ιαπωνίας και της Νότιας Κορέας, και εξέπληξε τους πάντες. Νίκησε την (πρωταθλήτρια Κόσμου και Ευρώπης) Γαλλία, έφερε ισοπαλίες με την Ουρουγουάη και τη Δανία, και στα νοκ-άουτ απέκλεισε τη Σουηδία, για να προχωρήσει έως τους προημιτελικούς. Εκεί, όμως, αποκλείστηκε από την Τουρκία. Ηταν η εποχή του Πάπα – Μπούμπα Ντιοπ, του Ανρί Καμαρά, του Ελ Χάτζι Ντιούφ και του Σαλίφ Ντιαό.
Και του Αλιού Σισέ, βεβαίως, που το 2015 ανέλαβε καθήκοντα ως ομοσπονδιακός τεχνικός, για να οδηγήσει τη Σενεγάλη σε άλλους δύο ατελείς θριάμβους. Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018, στη Ρωσία, παρά τις εξαιρετικές εμφανίσεις της, έχασε την πρόκριση από τον όμιλό της στην ισοβαθμία με την Ιαπωνία (επειδή οι παίκτες της είχαν δεχτεί περισσότερες κίτρινες κάρτες). Την επόμενη χρονιά έφτασε για δεύτερη φορά σε τελικό του Κόπα Αφρικα, όμως… έπεσε πάνω στην Αλγερία του Μαχρέζ.
Στην τρίτη της προσπάθεια, την Κυριακή, το όνειρο βγήκε αληθινό έπειτα από μια μεγάλη μάχη με την πολυνίκη της διοργάνωσης, Αίγυπτο (έχει επτά Κούπες), που κρίθηκε στα πέναλτι. Μόνο που, αυτή τη φορά, κανένας δεν ξαφνιάστηκε. Στο εφετινό Κόπα Αφρικα η Σενεγάλη ήταν η ομάδα με τους ακριβότερους αφρικανούς διεθνείς, σύμφωνα με το «Transfermarkt». Είχε στις τάξεις της ποδοσφαιριστές συνολικής αξίας 340 εκατομμυρίων ευρώ: τον Κουλιμπαλί της Νάπολι (45 εκατ. ευρώ), τον Μεντί της Τσέλσι (32 εκατ. ευρώ), τον Σαρ της Γουλβς (27 εκατ. ευρώ)… Μα πάνω απ’ όλους, τον Σαντιό Μανέ της Λίβερπουλ, που κοστολογείται στα 80 εκατομμύρια ευρώ. Είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας που έγραψε η εθνική του ομάδα στα γήπεδα του Καμερούν. Οχι μόνον επειδή ψηφίστηκε ως ο MVP της διοργάνωσης, αλλά γιατί αποτελεί εδώ και χρόνια τον ποδοσφαιρικό ήρωα κάθε παιδιού που παίζει μπάλα στη Σενεγάλη.
Με τη φανέλα της Λίβερπουλ ο 30χρονος (θα τα κλείσει τον Απρίλιο) επιθετικός έχει σηκώσει την Κούπα του Τσάμπιονς Λιγκ το 2019, το τρόπαιο της Πρέμιερ Λιγκ το 2020, ένα Σούπερ Καπ της UEFA (2019) και ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων της FIFA (2019). Κι όμως, στις χθεσινές του δηλώσεις επανέλαβε εμφατικά ότι κανένας από τους προηγούμενους θριάμβους του δεν τον έκανε τόσο ευτυχισμένο, όσο η κατάκτηση του Κόπα Αφρικα. «Είμαι πολύ περήφανος, και θεωρώ ότι αυτή είναι η καλύτερη στιγμή της ζωής μου. Εχω κερδίσει το Τσάμπιονς Λιγκ και άλλα τρόπαια, όμως αυτό είναι για μένα το πιο σημαντικό», είχε τονίσει και μετά το τέλος του κυριακάτικου αγώνα.
Ο Μανέ είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, πολύ διαφορετική από εκείνες των άλλων αφρικανών παικτών που, με όχημα το ταλέντο τους στο ποδόσφαιρο, κατόρθωσαν να αποδράσουν από τη μιζέρια και να εξασφαλίσουν μια χλιδάτη ζωή δυτικού τύπου. Ηρθε στην Ευρώπη τον χειμώνα του 2011, έζησε στη Γαλλία και την Αυστρία προτού μετακομίσει στην Αγγλία, ενώ λίγους μήνες μετά την ενηλικίωσή του είχε, ήδη, απαλλαγεί από το άγχος του βιοπορισμού. Κι όμως, ποτέ δεν αφέθηκε στην καλή του τύχη. Ποτέ δεν επέτρεψε στον εαυτό του να απολαύσει όσα δικαιούτο ο ακριβότερος αφρικανός ποδοσφαιριστής της Πρέμιερ Λιγκ (το 2016, που τον απέκτησε η Λίβερπουλ).
Δεν έφερε την οικογένειά του στο Λίβερπουλ, να εγκατασταθεί κοντά του. Δεν ζήτησε ένα πολυτελές σπίτι σε κάποια από τις γειτονιές που ζουν οι πλούσιοι της πόλης. Δεν οδηγεί αυτοκίνητα που θα ζήλευαν οι… κοινοί θνητοί. Δεν πολυ-ασχολείται με τα social media. Δεν θα τον συναντήσεις κάπου να διασκεδάζει με την παρέα του. Οπως τον έχει περιγράψει ο συμπαίκτης του, Μο Σαλάχ, «ο Σαντιό ζει μόνος, περπατάει μόνος, τρώει και πίνει μόνος».
Μοιάζει με εργάτη που μετανάστευσε για να βρει δουλειά, και η ξενιτιά τον πνίγει. Μόνο το σώμα του βρίσκεται στην Αγγλία. Η καρδιά και το μυαλό του έχουν μείνει πίσω στις ρίζες του. Στο Μπαμπαλί, το απομονωμένο χωριουδάκι των δύο χιλιάδων κατοίκων όπου μεγάλωσε, βγάζοντας μεροκάματο σε φυτείες μπανάνας και σε ψαρόβαρκες. Εκεί επιστρέφει σε κάθε ευκαιρία, όταν οι συμπαίκτες του αναζητούν κοσμοπολίτικους προορισμούς για να ξεσαλώσουν: στους λασπωμένους δρόμους του χωριού του, με κοντά παντελονάκια και χωρίς παρατρεχάμενους.
Και τι τα κάνει, τόσα χρήματα που βγάζει; Χτίζει νοσοκομεία, σχολεία και γήπεδα. Χρηματοδοτεί την ανακαίνιση τζαμιών που κοντεύουν να καταρρεύσουν. Πληρώνει τα έξοδα για τις θεραπείες ανθρώπων που χρειάζεται να νοσηλευτούν στην πρωτεύουσα, ή στο εξωτερικό. Προσφέρει ρούχα και παπούτσια σε όσους δεν μπορούν να τα αγοράσουν. Και καταβάλλει σε όλους τους συγχωριανούς του 70 ευρώ το μήνα, στον κάθε έναν, για να έχουν μια όσο το δυνατόν πιο άνετη ζωή.
«Τι να τις κάνω τις Ferrari, τα λίαρ τζετ, τα διαμάντια και τα ακριβά ρολόγια; Τίποτα δεν μπορούν να μου προσφέρουν. Προτιμώ να μοιράζομαι με τους συμπατριώτες μου κάποια από αυτά που μου χάρισε η ζωή. Ημουν κι εγώ πεινασμένος, και έπρεπε να δουλέψω στους αγρούς. Επιβίωσα κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, έπαιξα μπάλα με γυμνά πόδια, μου έλειψαν η εκπαίδευση και πολλά άλλα πράγματα. Αλλά σήμερα, με αυτά που κερδίζω από το ποδόσφαιρο, μπορώ να βοηθήσω ανθρώπους, που δεν ήταν τόσο τυχεροί όσο εγώ», είχε πει σε συνέντευξή του το 2019.
Στο Μπαμπαλί όλοι φορούν την κόκκινη φανέλα της Λίβερπουλ με το όνομά του (φυσικά, τους τις έχει χαρίσει ο ίδιος). Τα παιδιά τρέχουν πίσω από μια μπάλα, φωνάζοντας «είμαι ο Μανέ» (και οι μπάλες, δικά του δώρα είναι). Η αγάπη για τον τόπο του έχει γίνει γνωστή σε όλη τη χώρα. Για τους Σενεγαλέζους ο Μανέ δεν είναι, απλώς, ένας ποδοσφαιρικός ήρωας, αλλά η προσωποποίηση της προκοπής και της επιτυχίας. Ο «άγιος» της ελπίδας, στον οποίο πίστεψαν ακόμη περισσότερο χθες, όταν τον είδαν να τους φέρνει το πρώτο τους Κόπα Αφρικα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News