«Τις κραυγές μες τη νύχτα δεν θα τις ξεχάσω ποτέ. Οι νεκροί δεν υποφέρουν πια, τα άψυχα σώματα που επιπλέουν στο νερό είναι γαλήνια. Επικρατεί μια ηρεμία που προκαλεί θλίψη αλλά δεν τρομάζει. Αυτό που δεν αντέχεται είναι οι κραυγές».
«Δεν είχα ποτέ καταλάβει πώς οι άνθρωποι μπορούν να βγάζουν τέτοιες ζωώδεις κραυγές. Είναι τόσο επώδυνο. Ξυπνάω στη μέση της νύχτας αγχωμένος περιμένοντας ν’ ακούσω να με καλούν σε βοήθεια. Μπερδεύω το φύσημα του ανέμου με τις μισοπνιγμένες ανάσες των παιδιών και των νεαρών κοριτσιών. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχαν τόσες γυναίκες, τόσα παιδιά, νήπια στην ηλικία του γιου μου».
«Τους αγκαλιάζεις, τους τραβάς έξω από το νερό νομίζοντας ότι ζουν ακόμα, σε ξεγελούν οι σπασμοί του σώματος. Λίγο αργότερα βλέπεις πως δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια, κρατάς στα χέρια σου ένα άψυχο σώμα. Ένα ακόμα».
«Δεν έχεις χρόνο να σκεφθείς, να στενοχωρηθείς, να κλάψεις. Έκλαψα μόνο την πρώτη φορά όταν κράτησα στα χέρια μου ένα κοριτσάκι που έκλαιγε σπαραχτικά γιατί είχε μόλις δει να ανασύρουν τη μάνα του, μια νέα, όμορφη γυναίκα, νεκρή. Το έσφιξα στην αγκαλιά μου κι έκλαψα μαζί του. Είναι όλα τόσο παράλογα, τόσο λάθος».
«Παλιότερα δεν τους συμπαθούσα τους μετανάστες. Τους έβλεπα εδώ στο νησί χωρισμένους σε μικρές και μεγάλες ομάδες καθισμένους γύρω από σόμπες να γελούν, να ακούν ραδιόφωνο, να παίζουν ζάρια – κι ένιωθα θυμό. Νέοι άντρες, δυνατοί κι αντί να μείνουν στην πατρίδα τους να δουλέψουν, να βρουν μια λύση στα βάσανά τους, μαζεύονταν όλοι εδώ, δημιουργώντας τόσα προβλήματα. Τώρα ο τρόπος που σκέφτομαι έχει αλλάξει. Τους βλέπω με άλλο μάτι. Αυτοί είναι πρόσφυγες βέβαια, κυνηγημένοι άνθρωποι. Καταλαβαίνω ότι για να φτάσει ένας πατέρας και μια μάνα να περάσουν τα παιδιά τους από τέτοιες δοκιμασίες, δεν έχουν άλλη επιλογή. Σκέψου, λέω στον εαυτό μου, τι κόλαση ζούσαν οι άνθρωποι στις πατρίδες τους για να αποφασίσουν να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράμματα».
«Μπερδεύω το φύσημα του ανέμου με τις μισοπνιγμένες ανάσες των παιδιών και των νεαρών κοριτσιών. Δεν περίμενα ότι θα υπήρχαν τόσες γυναίκες, τόσα παιδιά, νήπια στην ηλικία του γιου μου»
«Τους λαθρέμπορους αν μπορούσα θα τους σκότωνα. Βαρύ αυτό που λέω, αλλά πες μου εσύ ποια τιμωρία βρίσκεις κατάλληλη γι’ αυτά τα τέρατα. Το ν’ αφήνεις κάποιον να πεθάνει για τα λεφτά, είναι ότι χειρότερο μπορώ να σκεφθώ, χειρότερο από το να τον σκοτώνεις γιατί έχεις διαφορές πολιτικές ή θρησκευτικές. Σημαίνει ότι δεν έχεις ψυχή ανθρώπου, είσαι κτήνος».
«Κάθε μέρα έχουμε πνιγμένους, κάθε μέρα. Τα ψυγεία στο νοσοκομείο είναι γεμάτα σώματα. Έχουν τελειώσει οι σάκοι που βάζουμε τα πτώματα, καταλαβαίνεις; Δυο δυο τους στοιβάζουν τώρα. Κάποιοι δεν νοιάζονται, επειδή οι νεκροί είναι μουσουλμάνοι. Εμένα με νοιάζει. Τους κλείνω τα μάτια, καθαρίζω τους αφρούς που βγαίνουν από το στόμα τους. Κι εύχομαι πραγματικά να βρουν γαλήνη, να τους πάρει δίπλα του ο Αλλάχ στον παράδεισο που ονειρεύονται».
«Είναι ένα δράμα σε εξέλιξη. Θα κρατήσει μήνες ή χρόνια; Πραγματικά δεν ξέρω. Υπάρχουν στιγμές που νιώθω ότι έτσι θα πάει η υπόλοιπη ζωή μου. Η θάλασσα έχει γίνει νεκροταφείο. Περνάς με το καραβάκι απ΄ τη Λέρο στη Σάμο και βλέπεις να επιπλέουν αντικείμενα, βαλίτσες, ρούχα. Οι ακτές έχουν γεμίσει παπούτσια κάθε μεγέθους. Δράμα σου λέω, ζούμε ένα δράμα».
«Κάποιοι κρατιούνται μακριά. Κάποιοι ενδιαφέρονται μόνο για τον τουρισμό, ψιθυρίζουν: τι θα γίνει το Πάσχα και το καλοκαίρι; Θα έρθουν τα γιοτ από την Τουρκία και την Ιταλία; Οι πρόσφυγες μάς διώχνουν τους τουρίστες».
«Κάποιοι άλλοι βοηθούν όσο μπορούν. Μαγειρεύουν για τα συσσίτια, συγκεντρώνουν φάρμακα και ρούχα. Κανείς δεν μένει ανεπηρέαστος, δεν γίνεται. Υπάρχουν κι όλοι αυτοί οι ξένοι, οι αποστολές που βοηθάνε: Βρετανοί, Αμερικάνοι, Δανοί, Φιλανδοί. Έχουν σώσει χιλιάδες ψυχές οι ξένοι από βέβαιο θάνατο, κάποιοι δουλεύουν ακούραστα πρωί και βράδυ».
«Αν δεν είχα τη γυναίκα μου, θα είχα τρελαθεί. Περπατάμε και κουβεντιάζουμε για αυτά που ζω, σαν ψυχοθεραπεία. Είναι το στήριγμά μου. Τις προάλλες έπινα καφέ στο λιμάνι κι ήρθε ένας Σύριος με δυο παιδάκια και με αγκάλιαζαν, με ευχαριστούσαν. Ήταν από τους τυχερούς, από αυτούς που σώθηκαν – με θυμήθηκαν από το βράδυ που τους μετέφερα στο νοσοκομείο. Συγκινήθηκα. Σκέφτηκα τότε πως αξίζει τον κόπο. Σκέφτηκα πως όλα αντέχονται αν ξέρεις πως βοηθάς πραγματικά, πως η παρουσία σου έχει σημασία. Όλα αντέχονται – ακόμα κι οι κραυγές μέσα στη νύχτα».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News