-
Le Monde
Ακόμη κι απ’ τον Μελανσόν
Εάν αποφάσιζαν μόνο οι νέοι, η καριέρα του Φρανσουά Ολάντ θα είχε ήδη τελειώσει. Δεν το λέει η Monde αλλά η δημοσκόπηση του ινστιτούτου Ipfo την οποία αναδημοσιεύει στην ηλεκτρονική της έκδοση η γαλλική εφημερίδα: η υποστήριξη προς τον γάλλο πρόεδρο ανάμεσα στους ψηφοφόρους από 18 έως 25 ετών είναι τόσο μικρή που δεν κατάφερνε να περάσει στον β’ γύρο των προεδρικών εκλογών όποιος και να ήταν ο αντίπαλός του. Ακόμη και ο επικεφαλής της ριζοσπαστικής Αριστεράς Ζαν Λικ Μελανσόν θα κέρδιζε τον Ολάντ σε μια τετ α τετ αναμέτρηση, λένε τα δημοσκοπικά ευρήματα.
Από την άλλη πλευρά, οι νέοι ψηφοφόροι πριμοδοτούν γενναία τον Εμανουέλ Μακρόν. Ο υπουργός Οικονομίας δεν έχει ακόμη ανακοινώσει την υποψηφιότητά του ούτε είναι απολύτως βέβαιο ότι θα το κάνει ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2017. Ενσαρκώνει, πάντως, στα μάτια των νέων την ανάγκη για ανανέωση, οι οποίοι και τον κατατάσσουν στην πρώτη θέση μεταξύ των πολιτικών της κεντροαριστεράς. Καλά είναι τα νέα για τον Μακρόν σε ό,τι αφορά τη δημοτικότητά του μεταξύ των πολιτικών όλου του πολιτικού φάσματος: είναι δεύτερος με μόλις δύο μονάδες διαφορά από τον πρώτο. Που δυστυχώς, όμως, είναι η Μαρίν Λε Πεν.
-
The New York Times
Είναι πια το κόμμα του Τραμπ
«Ο Ντόναλντ Τραμπ θα είναι ο πιο ασταθής και ο χειρότερα προετοιμασμένος υποψήφιος που έχει επιλεγεί ποτέ από ένα μεγάλο κόμμα στη σύγχρονη Ιστορία. Ενας άνθρωπος, τον οποίο έχουν απαξιώσει πολλοί επιφανείς Ρεπουμπλικανοί, θα γίνει ο σημαιοφόρος του Grand Old Party».
Η αλήθεια είναι ότι η Κυρία με τα Γκρι και ο εκκεντρικός δισεκατομμυριούχος αντιπροσωπεύουν εκείνες τις δύο πλευρές της Νέας Υόρκης – και συνεκδοχικά της Αμερικής – που απέχουν έτη φωτός μεταξύ τους. Στη μία πλευρά είναι μία λίμπεραλ εφημερίδα που υπερασπίστηκε πάντοτε την ελευθερία και τον κοσμοπολιτισμό και στην άλλη ένας λαϊκιστής μεγιστάνας με απόψεις που συναντά κανείς στην πιο βαθιά Αμερική.
Η οργή στο κύριο άρθρο των ΝΥΤ, επομένως , δεν είναι ανεξήγητη. Ο αποδέκτης της οργής, όμως, δεν είναι ο ίδιος ο Τραμπ, αλλά η ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Οχι μόνο επειδή με τα λάθη της άνοιξε τον δρόμο σε έναν «ξενοφοβικό και απομονωτιστή» υποψήφιο. Αλλά κι επειδή τώρα συντάσσεται μαζί του εγκαταλείποντας το σχέδιο να του στερήσει το χρίσμα στο συνέδριο του Κλίβελαντ.
Το «establishment» του κόμματος φαίνεται να έχει πειστεί πια πως ο Τραμπ είναι «διαχειρίσιμος» ως υποψήφιος και ότι ως πρόεδρος θα είναι ακόμη πιο διαχειρίσιμος – ή βαρετός όπως λέει ο ίδιος . Κρίμα όμως – γράφουν οι ΝΥΤ – που ο Τραμπ άρχισε και πάλι να εκτοξεύει ύβρεις σε όποιον δεν του αρέσει. Με άλλα λόγια, γίνεται και πάλι ανεξέλεγκτος.
Οχι, αυτή δεν είναι η μοίρα που αξίζει να έχει το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν. Αυτό είναι πια το κόμμα του Ντόναλντ Τραμπ.
-
La Repubblica (έντυπη έκδοση)
Ενα καταθλιπτικό παρόν
«Συνήθως είμαι ο τύπος που λέει “εντάξει, ας μιλήσουμε, αλλά μόνο για λογοτεχνία”. Αυτή τη φορά, όμως, δεν γίνεται. Εμπρός, ας μιλήσουμε για πολιτική».
Τι άλλο μπορεί να διακρίνει κανείς σε αυτή τη φράση του Ορχάν Παμούκ εκτός από απόγνωση; Το μέγεθος της οποίας μπορεί να αντιληφθεί κανείς αν λάβει υπόψη του ότι ο νομπελίστας συγγραφέας είχε δεχθεί στο παρελθόν απειλές για τη ζωή του επειδή είχε εκφράσει απόψεις που δεν άρεσαν για τη γενοκτονία των Αρμενίων και τις επιχειρήσεις σε βάρος των Αρμενίων.
Τότε ο Παμούκ είχε προτιμήσει τη σιωπή. Αλλά σήμερα έχει ανάγκη να μιλήσει. «Δεν φοβάμαι για μένα. Φοβάμαι για τη χώρα μου. Φοβάμαι για τους φίλους μου, για τους υπερασπιστές του κοσμικού χαρακτήρα του κράτους, τους καλλιεργημένους, φιλοευρωπαίους συμπολίτες μου» λέει στη Repubblica. «Φοβάμαι για την ελευθερία του Τύπου. Οι δημοσιογράφοι που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση δέχονται απειλές, απολύονται, οι εφημερίδες κλείνουν. Τα τελευταία χρόνια η φιλοϊσλαμική κυβέρνησή μας γίνεται όλο και πιο αυταρχική, όλο και πιο καταπιεστική».
Ο Ορχάν Παμούκ δεν μπαίνει καν στον κόπο να φανταστεί το μέλλον της Τουρκίας: το παρόν του φαίνεται ήδη αρκετά καταθλιπτικό. «Ελπίζω – καταλήγει – οι ευρωπαίοι ηγέτες να μιλούν στους τούρκους ομολόγους τους για την ελευθερία της έκφρασης όταν συναντιούνται μαζί τους και τους σφίγγουν τα χέρια».
-
Lenny
Τίποτε μικρό
Η Λουπίτα Νιόνγκο είναι η ηθοποιός που το 2013 κέρδισε το Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία «Δώδεκα χρόνια σκλάβος». Σήμερα γράφει στο Lenny, το newsletter που εμπνεύστηκε η Λένα Ντάνχαμ, για τον ρόλο που υποδύεται στο θεατρικό έργο Eclipsed, το οποίο παίζεται εδώ και δύο μήνες στο Μπρόντγουεϊ. Το έργο αναφέρεται στην «ιστορία πέντε καταπληκτικών γυναικών, τις οποίες έχει φυλακίσει ο διοικητής μιας ομάδας ανταρτών στον εμφύλιο πόλεμο της Λιβερίας».
Σε μια συνέντευξη Τύπου – γράφει – μια δημοσιογράφος τη ρώτησε πώς αποφάσισε ένα αστέρι του δικού της βεληνεκούς να παίξει σε μια τόσο μικρή παράσταση. Δεν ήταν μόνο «μια ανόητη ερώτηση», όπως της φάνηκε στην αρχή. Ηταν και «μια ερώτηση που είχε να κάνει με την κλίμακα των αξιών της κουλτούρας μας, με τον τρόπο που ορίζουμε την επιτυχία εμείς και οι άλλοι».
«Πολύ συχνά – εξηγεί η Νιόνγκο – σε εμάς τις γυναίκες, και ακόμη περισσότερο στις μαύρες γυναίκες, μας υποδεικνύεται τι πρέπει να κάνουμε. Αυτό που έχω μάθει, όμως, είναι ότι η ερώτηση που πρέπει να θέτουμε στον εαυτό μας είναι μία: τι θέλω να κάνω». Το Eclipsed – συνεχίζει – ήταν μια μεγάλη ευκαιρία. Γιατί πολύ συχνά στις μαύρες ηθοποιούς προτείνονται ρόλοι χωρίς υπόσταση. Σαν οι χαρακτήρες που υποδύονται να μην έχουν προσωπική διαδρομή και συναισθηματικό υπόβαθρο.
Να γιατί έχει τεράστια αξία για την Λουπίτα Νιόνγκο το Eclipsed: είναι ένα έργο γραμμένο, σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο αποκλειστικά από γυναίκες. «Και το γεγονός ότι είμαστε όλες γυναίκες αφρικανικής καταγωγής, το κάνει ακόμη πιο σπουδαίο». Συμπέρασμα; Σε αυτήν την κωμωδία δεν υπάρχει τίποτε «μικρό».
-
Gizmodo
Χωρίς τον αλγόριθμο
Η ίδια τους η ύπαρξη περιβάλλεται από ένα είδος μυστηρίου. Και δεν είναι περίεργο. Γιατί τους έχει ζητηθεί να μην αποκαλύψουν σε κανέναν ότι έχουν δουλέψει για το Facebook. Και ποιοι είναι αυτοί; Οι δημοσιογράφοι που προσέλαβε ο Μάρκ Ζάκερμπεγκ το 2014 για να επιμεληθούν τα «trending news» του μέσου κοινωνικής δικτύωσης με το 1,5 δισεκατομμύριο των χρηστών.
Οι άνθρωποι του Gizmodo, ωστόσο, κατάφεραν να μιλήσουν με πέντε πρώην μέλη αυτής της ομάδας. Κι αυτοί αποκάλυψαν για πρώτη φορά τον τρόπο που δούλευαν: Το στρατηγείο τους ήταν μια αίθουσα συσκέψεων σε ένα κτίριο της Νέας Υόρκης. Γραφεία δεν είχαν, ενώ είχαν στρατολογηθεί από τις καλύτερες σχολές δημοσιογραφίας του κόσμου. Η δουλειά τους ήταν να επιλέξουν τις ειδήσεις που άξιζαν να συμπεριληφθούν στις λεγόμενες trending.
Το ενδιαφέρον στην ιστορία είναι ότι μέχρι τώρα το Facebook υποτίθεται πως επέλεγε αυτές τις ειδήσεις με τη βοήθεια ενός αλγόριθμου. Τώρα αποκαλύπτεται ότι τη δουλειά αυτή την έκαναν δημοσιογράφοι – και την έκαναν με την ίδια λογική με την οποία οι συνάδελφοί τους επιλέγουν ποιες ειδήσεις θα μπουν στην πρώτη σελίδα μιας εφημερίδας.
Τι μπορούν να σημαίνουν όλα αυτά για την ενημέρωση και τα παραδοσιακά μέσα θα το ανακαλύψουμε σύντομα. Και σίγουρα όχι με τη βοήθεια ενός αλγόριθμου.
Η Monde για έναν πρόεδρο που δεν αγαπούν οι νέοι / Η οργή των ΝΥΤ για τους Ρεπουμπλικανούς / Ο Ορχάν Παμούκ στη Repubbblica για αυτά που φοβάται / Η Λουπίτα Νιόνγκο στo Lenny για μια ανόητη ερώτηση / Και το Gizmodo…