1460
|

Ο μικρός γοργόνος

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 13 Ιουλίου 2011, 06:19

Ο μικρός γοργόνος

Αύγουστος Κορτώ Αύγουστος Κορτώ 13 Ιουλίου 2011, 06:19

Θυμάμαι, όταν ήμουν μικρό παιδί αμούστακο κι αθώο στις παραλίες της Χαλκιδικής, και κάθε τόσο έτρεχα στην καντίνα για κόκα-κόλα και Street Fighter, τους μεσόκοπους Έλληνες λάτρεις του ωραίου φύλου – με την καδένα να στραφταλίζει στη λυκότριχα, την άσπρη κάλτσα σφηνωμένη στην παντόφλα, και τη μουστάκα του Νίτσε (που τότε ακόμα δεν είχε κλάψει όπως κλαίγουσιν οι φλούφληδες, και ήταν άντρας βαρύς και ντερτιλής) – να αναδεύουν νωχελικά τον φραπέ τους, και σχολιάζοντας τις λουόμενες να χρησιμοποιούν συγκεκριμένους χαρακτηρισμούς (ιδίως εάν επρόκειτο για καλλονές της Αρίας φυλής): μανούλι, τσολιάς, όρθιο χιλιόμετρο, αλογατάκι, παίδαρος – και συνηθέστερα από κάθε άλλη λέξη τον προσδιορισμό-ομπρέλα Σουηδέζα (ακόμα κι αν η γκόμενα ήτο απ’ την Αρκουδομαγούλα της Πίνδου, μαυριδερή σαν την απελπισία, και με μόνη ‘σουηδική’ νότα τους δυο κουβάδες οξυζενέ που’ χε μπουχύσει στο ξασμένο της μαλλί-υαλοβάμβακα).

Αναντίρρητα, η δημοτικότητα των Σουηδών ήταν καθ’ όλα δικαιολογημένη – τόσο για το φυσικό τους κάλλος τους όσο και για την ελευθεριότητά τους (την οποία η ανθρωπότης είχε αποκομίσει απ’ τις ταινίες του Μπέργκμαν και τα πιπεράτα ντοκιμαντέρ Είμαι περίεργη κίτρινη και Είμαι περίεργη μπλε – που ο συνδυασμός τους θα έπρεπε να’ χε βγάλει το σίκουελ Είμαι περίεργη πράσινη, αλλά το πράσινο, εξόν από χλωροφύλλη και ΠαΣοΚ, παραπέμπει και στη διόλου αφροδισιακή μούχλα).

Ωστόσο, όπως συνειδητοποίησα ιδίοις όμμασι πριν από μερικά καλοκαίρια, η αυθεντική καλλονή (με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, σαν το μετσοβόνε ένα πράμα), το λευκότερο λευκό και το γαλανότερο γαλάζιο, βρίσκεται λίγο νοτιότερα της Σουηδίας – και συγκεκριμένα, στη Δανία.

Τω καιρώ εκείνω παραθερίζαμε με το Κουτάβι στο τρυφηλό και φιλόξενο Βερολίνο, και χαζολογώντας στο ίντερνετ ανακαλύψαμε τυχαία ότι η πτήση της easyJet για Κοπεγχάγη είχε εισιτήριο λίγο πιο φτηνό από αραμπά για τα Παλαιοφάρσαλα – οπότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, βρεθήκαμε στην ιδιαίτερη πατρίδα του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, εντελώς απροετοίμαστοι για όσα έμελλε να δουν τα δόλια τα ματάκια μας.

Πρώτη και καλύτερη, τα ποδήλατα – καθ’ όσον η Κοπεγχάγη είναι επίπεδη σαν την κοιλιά που ποτέ δε θα αποκτήσω, τίγκα στους ποδηλατόδρομους, και οι οδηγοί αυτοκινήτων της διαθέτουν τέτοια οδική παιδεία, που όχι μόνο δε σε βάζουν σημάδι όπως στην Ελλάδα (που όταν ήμουν μικρός και ροβολούσα ανά τη Σαλονίκη με το το ΒΜΧ, η μανούλα μου άναβε καντήλι, θυμιατό και μανουάλι και με περίμενε γονυπετής και προσευχόμενη), αλλά είναι ικανοί να φρενάρουν, να βγουν απ’ τ’ αμάξι, και να σου στρώσουν κουβερτούλα μοχαίρ για να περάσεις τη λακούβα χωρίς να λασπωθούν οι ρόδες σου.

Κι έτσι, τρέχοντας σαν τον άνεμο (τρόπος του λέγειν – φανταστείτε αεράκι των 2 μποφόρ μάξιμουμ) και αλαλάζοντας με παιδική ευφορία ανάλογη της Χάιντι και της Πολυάννας με το χαμόγελο-μπότοξ, φτάσαμε στο πλακόστρωτο κέντρο της Κοπεγχάγης, όπου και μας περίμενε το πρώτο σοκ.

Επειδή λίγο το πετάλι, λίγο ο καθαρός αέρας, μας είχε κόψει μια άλφα λόρδα, σταματάμε σ’ ένα φουρνάρικο να φάμε κατιτίς να στυλωθούμε. Μόνο που, κοίτα να δεις, την ίδια ακριβώς στιγμή στο φουρνάρικο γυρίζαν κάποιο διαφημιστικό σποτ, διότι η κοπέλα που σέρβιρε τα καλούδια ήταν ο λεγόμενος άγγελος Κυρίου: ξανθό μαλλί σαν ποταμός από χυτό χρυσάφι, επιδερμίδα ροδαλή σαν ακριβό κοχύλι (βλέπετε, η πολλή ομορφιά μπορεί να προκαλέσει μέχρι και δεκαπεντασύλλαβο), και το μάτι το γαλάζιο, αλλά το ορίτζιναλ, πλατωνικό γαλάζιο, που φωσφορίζει στο σκοτάδι. Και γύρω λαός, προφανώς κομπάρσοι, να κατακλύζει το φούρνο.

Μιας και φαΐ γιοκ, λέμε, δε χαζεύουμε καμιά βιτρίνα μέχρι να γυρίσουνε το σποτ; Απέναντι είχε ένα παπουτσάδικο πολυτελείας, απ’ αυτά που με κάθε αγορά, αντί για κόκκαλο, σου δίνουν ένα χέρι υπαλλήλου να σε βοηθά στο βάλε-βγάλε. Και θα μπαίναμε να χαζεύαμε, μόνο που, από διαβολική σύμπτωση, την ίδια ώρα γυρνούσαν διαφημιστικό και στο παπουτσάδικο – όπου κάτι αγόρια που αν τα’ βλεπε ο Καβάφης δε θα’ γραφε για τον Καισαρίωνα και τον Σαρπηδόνα, αλλά για τον Θωρ με τη βαριοπούλα του, πηγαινοέρχονταν, προφανώς παριστάνοντας τους πελάτες και τους υπαλλήλους.

Μυστήρια πράγματα. Τσουλάμε τα ποδήλατα πιο κάτω, που’ χε ένα υπαίθριο καφέ χάρμα, αλλά μόλις ζυγώνουμε βλέπουμε – αν έχεις το Θεό σου – ότι κι εκεί γυρίζανε σποτάκι, διότι άπασα η πελατεία ήταν τόσο εκθαμβωτική, που κανονικά θα’ πρεπε να την απομονώσεις σε νησί για ενδογαμία και δημιουργία ράτσας.

«Μα τι διάλο,» λέει το Κουτάβι, που τυγχάνει παρατηρητικότερον εμού. «Δεν μπορεί να’ χουν κλείσει όλο το κέντρο για να γυρίσουν διαφημιστικά!»

Και τότε, γυρνώντας το κεφάλι γύρω-γύρω δίκην περισκοπίου, συνειδητοποιούμε ότι και οι περαστικοί – οι μανάδες με τα μωρά στο καρότσι, τα ζευγαράκια που πάνε χέρι-χέρι, ως και οι μεσόκοποι κύριοι με τις κυρίες τους – είναι όλοι ένας κι ένας: το ταμάμ, που’ λεγε η μάνα μου.

Και τρώμε την κατραπακιά: η φουρνάρισσα όντως φούρνιζε, ο υπάλληλος όντως έδειχνε παπούτσια σε αληθινούς πελάτες, και η πελατεία του καφέ ‘Λιγοθυμιά’ ήταν στ’ αλήθεια απλοί, καθημερινοί άνθρωποι που πίναν τα καπουτσίνα τους!

Απλώς βρισκόμασταν ενώπιοι ενωπίω με μια φυλή που τα γονίδιά της ήταν τόσο ευλογημένα, ώστε άσχημος θεωρείτο αυτός που, όταν τον έβλεπε απότομα τουρίστας, αντί να πηγαίνει κατ’ ευθείαν από ανακοπή υφίστατο μόνο ένα ελαφρό έμφραγμα. Και σαν να μην έφτανε η τόση ομορφιά, η ανθρώπινη παλέτα είχε και ποικιλία. Εκεί δηλαδή που νόμιζα ότι τα ξανθά κουκλιά θα μας βλέπαν μελαμψούς, τριχωτούς και καστανομάτηδες και θα τους πέφταν οι σιαγόνες, προς απέραντη ψυχική αναμπουμπούλα μου, διαπίστωνα πως ανάμεσα στους ανοιχτόχρωμους αγγέλους περιφέρονταν και μελαχρινές οπτασίες εξίσου συγκλονιστικές.

Μας πήρε ώρα πολλή να το συνηθίσουμε, γιατί, σαν να μην έφτανε το αίσθημα μειονεξίας (Είμαι μία κουράδα), σταδιακά διαπιστώσαμε πως οι Δανοί, ζάμπλουτοι σε σχέση με το μέσο Έλληνα, φορούσαν όλοι μα όλοι haute couture: ακόμα και οι πάνες των μωρών ήταν Gucci, που όταν κατουριέται απορροφά το κάτουρο και το μετατρέπει σε Envy Eau de Toilette. Οπότε να σου και δεύτερο αίσθημα μειονεξίας (Είμαι μία ποταπή, άφραγκη κι αστόλιστη κουράδα), διότι τα ρούχα που φορούσα οι κάτοικοι της Κοπεγχάγης δε θα καταδέχονταν να τα χρησιμοποιήσουν μήτε για ποτηρόπανα. (Άντρας: «Τι ειν’ αυτό το αίσχος που τολμά ν’ αγγίζει τα Baccarat μας;» Γυναίκα: «Μα οι μαντίλες οι Hermès είναι στο καθαριστήριο!»)

Τέλος πάντων, κάποια στιγμή το πήραμε απόφαση πως έχουμε τη δική μας, ιδιαίτερη ομορφιά (Μπουχουχουουου!) κι ότι κατά βάθος όλα αυτά τα σούπερ γκομενάκια είχαν νοημοσύνη σέσκουλου, ζούσαν βυθισμένα στην κατάθλιψη που ο πλούτος αδυνατεί να γιατρέψει, κι ότι όλη αυτή η λάμψη ήταν μια βιτρίνα.

Και καβαλάμε τα ποδήλατα και πάμε στο πάρκο… Ε, εκεί ήταν που δεχτήκαμε το τελειωτικό χτύπημα: διότι σε μιαν απέραντη, καταπράσινη, ηλιόλουστη έκταση, γιομάτη δέντρα και λέλουδα, θάμνους, παγκάκια, συντριβάνια, σκιουράκια, πάπιες και νεράιδες της Disney, ήταν ξαμολημένες οι φαμίλιες των ντόπιων, οι καλλονές μαμάδες και οι καλλονοί μπαμπάδες ξαπλωμένοι με αποκαλυπτικά ρούχα στο χορτάρι, και τα χερουβικά μωρά τους να τρέχουν και να κυνηγιούνται – το μόνο που τους έλειπε ήταν τα φτερά, κι ένα αραμαϊκό όνομα αρχαγγέλου (λ.χ. Ξελιγωτικήλ, Θεοκομματαήλ, Τιμάνασέκανεήλ, κ.τ.λ.)

Βέβαια, για να μη με περάσετε για μικρόψυχο, φθονερό και συμπλεγματικό άνθρωπο, η διαμονή μας στην Κοπεγχάγη δεν εξαντλήθηκε στο οφθαλμόλουτρο μετά κλαυθμού και οδυρμού. Η ίδια η πόλη είναι χαρά Θεού, η Μικρή Γοργόνα είναι ωραία και λαχταριστή σαν το Δελφινοκόριτσο, (στις σπάνιες περιπτώσεις που έχει κεφάλι – αν και, μεταξύ μας, ό,τι και να της κάνουν είναι λίγο σε σύγκριση με τα μαρτύρια που πέρασε στα χέρια του Άντερσεν), σ’ ένα παλάτι είδα μια κάβα με κρασιά του 16ου αιώνα που ακόμα κι αν είχαν γίνει ξύδι εγώ πάλι θα τα’ πινα (ο οργανισμός μου είναι μαθημένος στο ξύδι – άμα ξεμείνω από πιοτί, είμαι ικανός να πιώ balsamico σε σφηνάκι), και η νυχτερινή ζωή, σε αντίθεση με την ελαφρώς κοιμήσικη Στοκχόλμη, είναι σφύζουσα κι ακούραστη.

Υπήρχαν βεβαίως και κάποια αρνητικά – με κυριότερη τη δαιμονισμένη ακρίβεια. Βλέπετε, είχα καλομάθει τόσα χρόνια στο Βερολίνο, όπου, την πρώτη φορά που μου’ χαν φέρει τζιν-τόνικ σε ποτήρι-καρδάρα και η απόδειξη έγραφε 3,5 ευρώ, είχα πει στο Κουτάβι, ψιθυριστά σαν κουτοπόνηρος χώριατος: «Κάνανε λάθος και χρεώσαν καφέ αντί για ποτό, οπότε κάνε την πάπια.» Το πρώτο μου δανέζικο τζιν-τόνικ ήταν τόσο τσουρούτικο, που όταν κοίταξα το ποτήρι η στάθμη ήταν πιο χαμηλή απ’ ό,τι όταν ήταν άδειο – και το ‘διπλό’ (όπου η στάθμη είναι ορατή με ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σαρώσεως) έκανε 12 ευρώ, που για πρώτη φορά μου χυθήκανε τα μάτια χωρίς να οφείλεται σε μπανιστήρι. Επιπλέον, τα δανέζικα ως γλώσσα δυστυχώς δεν ανταποκρίνονται στα κάλλη των ομιλούντων: στο ξενοδοχείο, όποτε βάζαμε την τηλεόραση να παίζει στο background, στο πεντάλεπτο ήθελα να βουλώσω τ’ αυτιά μου με τσιμεντοκονίαμα. Τέλος, όντας αγύμναστος κι από προηγούμενες ζωές, με τα μεριά μου μαθημένα στον καναπέ σαν της οδαλίσκης, παρά τον αρχικό μου ενθουσιασμό, μετά από πέντε μέρες συνεχούς ποδηλατάδας ένιωθα σαν συνδυασμός πορνοστάρ (δεν μπορώ να κλείσω τα μπούτια μου) και αρχάριας μπαλαρίνας (να κάνω σπαγγάτο, ή θα μείνω έτσι για πάντα;)

Μολαταύτα, εάν θέλετε να δείτε πώς είναι το πραγματικό μάτι-χάντρα θαλασσιά (oculus birbilomaticus), να χορτάσετε τσάρκα και πρασινάδα, και να χάσετε μια για πάντα τα τελευταία σας αποθέματα αυτοθαυμασμού και ωραιοπάθειας, μαζώχτε μπόλικα φράγκα, κι ακούστε τη βροντερή μου προτροπή: «Στην Κοπεγχάγη, αδελφές μου, στην Κοπεγχάγη!»

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News