610
|

«Γιατί δεν με χαιρέτισε»;

Χριστίνα Πουλίδου Χριστίνα Πουλίδου 23 Ιουλίου 2013, 08:59

«Γιατί δεν με χαιρέτισε»;

Χριστίνα Πουλίδου Χριστίνα Πουλίδου 23 Ιουλίου 2013, 08:59

Είναι μια παράξενη προσέγγιση – κατά ένα περίεργο τρόπο νοσταλγική και βαθύτατα σπαρακτική, μια ψυχανάλυση κι ένας αναστοχασμός. «Ενός παιδιού που βλέπει χωρίς να καταλαβαίνει, κι ενός ακαδημαϊκού που προσπαθεί να καταλάβει». Κάπως έτσι περιγράφεται στο «Spiegel» το βιβλίο ενός εβραίου που αναφέρεται στα παιδικά του χρόνια στο Άουσβιτς («Τοπία από τη Μητρόπολη του Θανάτου: Στοχασμοί στη Μνήμη και τη Φαντασία»).

Ο Ότο Ντοβ Κούλκα έζησε μέσα στο στρατόπεδο του Άουσβιτς στα 10 και 11 του χρόνια. Είχε γεννηθεί σε μια μικρή πόλη της Τσεχίας, το ΄42 μεταφέρθηκε σε ένα γκέτο με την οικογένειά του και το ΄43 βρέθηκαν όλοι μαζί στο Άουσβιτς. Το ΄45 μαζί με τον πατέρα του δραπέτευσαν από μια καταναγκαστική «πορεία θανάτου» στο κέντρο της ναζιστικής Γερμανίας, επέστρεψαν στην Πράγα, όπου ο πατέρας του παρέμεινε, ενώ ο ίδιος έφυγε το ΄49 για το Ισραήλ – όπου και ζει ως σήμερα στα 80 του χρόνια και όπου έμεινε σιωπηλός όλα αυτά τα χρόνια. Ελάχιστοι απ΄ τον περίγυρό του ήξεραν ότι ήταν ένας επιζών του Άουσβιτς – «τα χέρια μου ήταν τριχωτά και δεν φαινόταν η σφραγίδα» λέει ήσυχα απαντώντας στο βλέμμα του δημοσιογράφου πάνω στο νούμερο.

Στο Άουσβιτς είδε τη μάνα του για τελευταία φορά – ήταν έγκυος και τη μετέφεραν σε ένα άλλο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Έφευγε με την ελπίδα ότι θα μπορούσε, αυτή και το μωρό που θα γεννούσε, να επιζήσουν. Και οι δύο πέθαναν πριν απ΄ την απελευθέρωση. «Με το μυαλό μου ξαναβλέπω μιαν εικόνα, κράτησε λίγα δευτερόλεπτα – ενός βιαστικού αποχαιρετισμού. Μετά, η μητέρα μου, μου γύρισε την πλάτη κι άρχισε να απομακρύνεται – πλησίαζε τις γκρίζες φιγούρες του στρατοπέδου. Φορούσε ένα λεπτό φουστάνι που κυμάτιζε στο ελαφρύ αεράκι και την κοίταζα, καθώς χανόταν στην απόσταση. Περίμενα να γυρίσει το κεφάλι της, νόμιζα πως θα μου κάνει ένα κάποιο νεύμα. Δεν έστρεψε το κεφάλι της ποτέ. Δεν μπορούσα να καταλάβω… Μέχρι σήμερα το σκέφτομαι: γιατί δεν γύρισε το κεφάλι της, έστω για μια φορά;» λέει αφοπλιστικά.
Μιαν άλλη εικόνα που ανακαλεί ο Κούλκα είναι ένα «μάθημα» – «ο συγκρατούμενος (εβραίος) Ίμρε, μας είχε μαζέψει κάποια παιδιά του Άουσβιτς και μας μάθαινε την «Ωδή στη Χαρά» του Μπετόβεν. Είχε επιλέξει αυτό το οικουμενικό μανιφέστο – που υμνεί την πίστη στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, τις ανθρωπιστικές αξίες, το μέλλον – ενώ εμείς περιβαλλόμασταν από τα κρεματόρια κι ενώ το «μέλλον» ήταν η μόνη ξεκάθαρη έννοια που δεν υπήρχε… Ίσως ήθελε να μη χάσουμε την πίστη μας σε αξίες, που θα μπορούσαν να τις σβήσουν τελεσίδικα οι φλόγες».

Το βιβλίο του είναι ένα εικονικό ταξίδι – «νοσταλγείτε το Άουσβιτς;» τον ρώτησε αιφνιδιαστικά ο δημοσιογράφος του «Spiegel» που τον επισκέφθηκε στην Ιερουσαλήμ. «Ε, λοιπόν, ναι!» απάντησε εκείνος απροσδόκητα. «Το Άουσβιτς ήταν η παιδική μου ηλικία. Έμαθα να είμαι ουμανιστής – εκεί ακριβώς, στο Άουσβιτς», όπου υπήρχε «ένας μόνο νόμος: ο νόμος του Μεγάλου Θανάτου».
Μερικές φορές, αφηγείται, «μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δοκιμάζαμε μικρούς θανάτους. Απλώναμε τα χέρια στα ηλεκτροφόρα σιδεροπλέγματα, που στη διάρκεια της μέρας, σχεδόν ποτέ δεν περνούσε ρεύμα. Μια φορά όμως, όπως έβαζα το χέρι μου να δώσω ένα ψωμί στον θείο μου, κάηκα» λέει και δείχνει το αποτύπωμα του εγκαύματος. «Περιμέναμε τον θάνατο κάθε μέρα».
Ξαναπήγε, μόνος του, στο Άουσβιτς το 1978. Ζήτησε από τον ταξιτζή που τον είχε μεταφέρει να τον βγάλει μια φωτογραφία στην είσοδο του στρατοπέδου. Όταν εμφάνισε το φιλμ, είδε πως ο ταξιτζής δεν είχε κεντράρει, ο ίδιος ήταν μισός – «ταίριαζε, ο μισός είμαι στο Άουσβιτς» λέει . Δεν ξαναπήγε ποτέ.
Στην ενήλικη ζωή του «σε όλη την ακαδημαϊκή μου καριέρα προσπάθησα να εξηγήσω την εγκληματικότητα του Ναζισμού. Κατάλαβα ότι δεν πρέπει να πάψουμε να ψάχνουμε εξηγήσεις για την πορεία της ιστορίας, γιατί κάτι σαν την εξολόθρευση των Εβραίων, μπορεί να συμβεί ξανά».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News