Μπορεί να γίνει αυτό που λέει ο τίτλος του κειμένου; Για την Ελλάδα και ειδικά την εποχή που ζούμε, μάλλον όχι. Ή μήπως ναι; Ας αφήσουμε τις εικασίες, όμως, πηγαίνοντας αμέσως στο «ψητό». Το 2008, η παγκόσμια οικονομική κρίση χτύπησε με σφοδρότητα την Ισλανδία και το υπερφουσκωμένο τραπεζικό της σύστημα. Το μικρό κράτος του Βόρειου Ατλαντικού, μέσα σε μία μέρα, βρέθηκε αντιμέτωπο με το φάσμα της πλήρους κατάρρευσης. Τότε, το Ρέικιαβικ «χτύπησε» την πόρτα της ΕΕ. Μπήκε έτσι στην άκρη η «εθνική υπερηφάνεια», που κρατούσε το νησί μακριά από τη αγκαλιά της «μητέρας» Ευρώπης. Η ΕΕ, εν πλήρη αντιθέσει με αυτό που πράττει με άλλες υποψήφιες χώρες, που «τους βγάζει το λάδι», έδειξε αξιοθαύμαστη ετοιμότητα να δεχθεί αμέσως τους «ψαράδες» του Βορρά. Αρχικά μάλιστα, είχαν ακουστεί φωνές που έκαναν λόγο για άμεση προσχώρηση της Ισλανδίας, αφού έτσι κι αλλιώς οι προϋποθέσεις που οι Βρυξέλλες βάζουν για τους υποψηφίους, εδώ ήταν ήδη εκπληρωμένοι. Εμπεδωμένη δημοκρατική λειτουργία, σοβαρό σύστημα δικαιοσύνης, ελάχιστη διαφθορά κ.λπ.
Ο καιρός πέρασε. Η Ισλανδία πήρε βοήθεια από το ΔΝΤ και την ΕΕ αλλά η προσχώρηση κάπως «σκάλωσε». Ο αρχικός ενθουσιασμός των ντόπιων «κρύωσε», η ίδια η Ευρώπη μάλλον ξέχασε να το συνεχίσει. Κι αφού της «έσκασε» κρίση στην αυλή της με την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ιταλία, την Ισπανία και πάνω απ’ όλα τον «μεγάλο ασθενή» της που ακούει στο όνομα Ελλάδα, οι συσχετισμοί άλλαξαν.
Η Ισλανδία συνήλθε σχετικά γρήγορα. Ο φόβος της ενσωμάτωσης του εθνικού της πλούτου, της αλιείας, στους σφιχτούς κανόνες της ΕΕ την απέτρεψε να δει με τον ίδιο ενθουσιασμό την προσχώρηση. Η ευκολία στις εμπορικές σχέσεις που διατηρεί με τη γηραιά ήπειρο ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών αλλά και η πρόσβαση στη συνθήκη Σέγκεν, μέσω της Σκανδιναβικής Ένωσης Διαβατηρίων, βοηθάει στο να νιώθει de facto ευρωπαϊκή χώρα. Αποτέλεσμα αυτών αλλά και των σημερινών διαμορφωμένων συνθηκών στην Ένωση, υπήρξε η απόσυρση με κάθε επισημότητα της υποψηφιότητας ένταξης. Για την ίδια τη χώρα, και παρά το γεγονός πως δεν υπήρξε κάποιο δημοψήφισμα όπως είθισται σε τέτοιες ζητήματα, ειδικά στις χώρες του Βορρά, η εξέλιξη δεν σημαίνει τίποτα. Εκτός ίσως μιας χλιαρής γρίνιας, ακριβώς για το θέμα του δημοψηφίσματος. Που έτσι κι αλλιώς και αυτοί που το ζητάνε δεν έχουν αντίθετη γνώμη ή, τουλάχιστον, όχι αντίθετες προσδοκίες. Για την ΕΕ, όμως; Μάλλον αυτή η εξέλιξη σημαίνει πολλά. Πέραν του ότι ενισχύει παραπάνω τον ευρωσκεπτικισμό, λέγε με και Μεγάλη Βρετανία, αποδεικνύει και την έλλειψη έμπνευσης που υπάρχει στο εσωτερικό της.
Αν εξαιρέσουμε την Αλβανία, που από τις υποψήφιες προς ένταξη χώρες η αποδοχή της ΕΕ παραμένει σταθερά σε πολύ υψηλά ποσοστά, ακόμα και στα δυτικά Βαλκάνια έχει ελαττωθεί σε μεγάλο βαθμό ο αρχικός «έρωτας». Με πιο ξεκάθαρο παράδειγμα τη Σερβία, που όλο και περισσότερο σφιχταγκαλιάζει τη Ρωσία, με το ποσοστό αποδοχής της πιθανότητας ένταξης να φτάνει μόλις το 1/3 του πληθυσμού. Αν προστεθεί σε αυτό και η ανικανότητα των Βρυξελλών να σταματήσει επιτέλους την ελληνική τραγωδία, γίνονται αρκετές οι ενδείξεις πως μια Ευρώπη που ενώθηκε τεχνητά οικονομικά, χωρίς να προηγηθεί η πολιτική της ένωση, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ίδια της την ύπαρξη. Και το «μικρό ψάρι» του Ατλαντικού που αρνήθηκε να μπει στο «ενυδρείο» της ΕΕ και αρκέστηκε απλώς στην εξασφαλισμένη συμμετοχή στην Ευρώπη και σε θεσμούς που λειτουργούν, με κυνικότητα μας είπε ότι τα νερά δεν είναι και τόσο γάργαρα εδώ μέσα. Είτε λοιπόν τα καθαρίζουμε, ανανεώνοντας το οξυγόνο, είτε πνιγόμαστε στα ίδια μας τα ούρα.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News