Πριν λίγες εβδομάδες διαβάζαμε με χαρά, ικανοποίηση και θαυμασμό τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης του Καναδά, μιας κυβέρνησης που περιλαμβάνει στους κόλπους της πολιτικούς από όλες τις ομάδες και τις εθνότητες που συμβιώνουν αρμονικά και αποτελούν το Καναδικό έθνος: γυναίκες και άνδρες, ομοφυλόφιλους και ετεροφυλόφιλους, παραπληγικούς, αυτόχθονες, Ινδούς, αγγλόφωνους, γαλλόφωνους, χριστιανούς, μουσουλμάνους, Σιχ, νέους, ηλικιωμένους, επιχειρηματίες, επιστήμονες, κλπ.
Τα τραγικά γεγονότα στο Παρίσι μάς έκαναν με μιας να γυρίσουμε την πλάτη μας σ’ αυτές τις «πολυτέλειες» και να βρούμε τις ένοχες λέξεις: «πολιτική ορθότητα» και «πολυπολιτισμικότητα». Η βαρβαρότητα στόχευσε και χτύπησε εκτός από τα τραγικά θύματα, εύθραυστες απόπειρες και κατακτήσεις. Τις κλόνισε γιατί έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε μανιχαϊστικά, μαύρο-άσπρο. Και σκεφτόμαστε μανιχαϊστικά γιατί δεν έχουμε τις έννοιες και τις λέξεις για να σκεφθούμε πιο σύνθετα, κάνοντας λεπτότερες διακρίσεις. Και ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι γιατί δεν θέλουμε να αντιμετωπίζουμε και να λύνουμε προβλήματα (που είναι πάντα σύνθετα), αλλά να βρίσκουμε γρήγορα εχθρούς που μπορούμε με την άνεση της άγνοιάς μας να κατατροπώνουμε.
Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που δεν σηκώνουν λεπτές διακρίσεις. Οταν υπάρχει πόλεμος προέχει το κύριο. Και το κύριο αυτήν την στιγμή είναι να ηττηθεί η ισλαμική τρομοκρατία. Και παρότι à la guerre comme à la guerre, επειδή αυτός δεν είναι ένας συμβατικός πόλεμος που μπορεί να λήξει σε τρεις ή σε επτά μέρες, ας μην υποχωρούμε από τα δικά μας οχυρά, κι ας μην εθελοτυφλούμε μπροστά στα προβλήματα.
Ποια είναι τα προβλήματα; Οτι οι κοινωνίες μας σήμερα στις φιλελεύθερες δημοκρατίες της Δύσης, πολύ περισσότερο από ποτέ (διότι πάντα ήταν), είναι πολυπολιτισμικές. Και είναι έτσι διότι οι μαζικές μετακινήσεις είναι πιο εύκολες, οι ανισότητες και οι αδικίες στον πλανήτη ακόμη μεγάλες, οι πόλεμοι και οι καταστροφές δεν έχουν εξαλειφθεί (και ούτε πρόκειται). Αν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους ανθρώπινης φύσης (που δεν ενδείκνυται γενικώς), θα λέγαμε ότι είναι στη φύση μας να περιπλανιόμαστε, να αλλάζουμε τόπο κατοικίας. Από περιέργεια, από ανάγκη, από διωγμούς.
Οι κοινωνίες γίνονταν ομοιογενείς, κατά το δυνατόν, δια της κάθαρσης (βίαιας ή ήπιας) ή του αποκλεισμού, είτε αυτός ήταν κοινωνικός, ταξικός, εθνικός, φυλετικός. Όταν οι περιθωριοποιημένες και αποκλεισμένες ομάδες, οι μαύροι, οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι εθνικές και θρησκευτικές μειονότητες, οι αυτόχθονες και οι μετανάστες διεκδίκησαν μια φωνή και μια θέση στο προσκήνιο, όχι απαιτώντας προνόμια όπως αφελώς ή εμπαθώς λέγεται, αλλά αμυνόμενοι απέναντι στο κράτος που τους αδικούσε και τους έριχνε στο σκοτάδι και τη σκιά (στην καλύτερη περίπτωση), αναδείχθηκαν αντιθέσεις που έπρεπε να αντιμετωπιστούν. Κι αντί να αντιμετωπιστούν με τα όπλα άρχισε μια δύσκολη και εύθραυστη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν με τον λόγο. Με διαπραγματεύσεις, αντιπαραθέσεις, διαβούλευση, θεωρία και πολιτικές που σχεδιάζονται, δοκιμάζονται και υλοποιούνται. Ο Καναδάς είναι μια τέτοια χώρα.
Η πολιτική ορθότητα δεν είναι υποκρισία, ούτε η πολυπολιτισμικότητα σημαίνει «μπάτε σκύλοι αλέστε» και «όλα επιτρέπονται». Οι λέξεις δεν είναι απλές, εναλλάξιμες, επιπόλαιες ταμπέλες σε ήδη δεδομένα πράγματα. Το πώς θα σε αποκαλέσει κάποιος έχει μεγάλη σημασία για την ταυτότητά σου και την αυτοεκτίμησή σου, για το πώς σε βλέπουν οι άλλοι, πώς σε βλέπει η κοινωνία στην οποία ζεις. Οι γυναίκες μέχρι πολύ πρόσφατα είχαν μόνο το όνομα του συζύγου τους, οι αφρο-αμερικανοί ήταν niggers. Με την πολιτική ορθότητα έγιναν υπερβολές, ακόμη και γελοιότητες. Ομως ευαισθητοποιήθηκαν ολόκληρες κοινωνίες και συμβιώνουν με μεγαλύτερο συγκριτικά σεβασμό, αμοιβαία γνώση, ευγένεια και αλληλοεκτίμηση. Μα με την «ετικέτα» και τους καλούς τρόπους, θα έλεγε μία αντίρρηση, δεν λύνονται τα προβλήματα. Ναι, δεν λύνονται όλα πράγματι, αλλά ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός όπως έλεγε κι ο Conrad, δεν είναι παρά μια λεπτή κρούστα λάβας που έχει ελάχιστα ψυχθεί και που μπορεί ανά πάσα στιγμή να σπάσει και να αφήσει να ξεχυθεί στην επιφάνεια το ζεστό μάγμα του ηφαιστείου των παθών. Αυτή η κρούστα στερεοποιείται, όσο γίνεται, και με τις συμβατικότητες και τους κανόνες κοινωνικής συναναστροφής.
Η πολυπολιτισμικότητα, που κάποιοι για να τη δαιμονοποιήσουν ευκολότερα τη διακρίνουν από τον πλουραλισμό, δεν είναι παρά η αναγνώριση ότι οι διάφορες αξίες, που μπορεί να συνδέονται με διαφορετικές κουλτούρες, δεν ενοποιούνται και δεν συγκλίνουν όλες σε έναν ενιαίο κανόνα. Οχι μόνο μπορούν έλλογα υποκείμενα να διαφωνούν για το πώς πρέπει να κατανοούν και να φθάσουν το αγαθό και το δίκαιο, αλλά, όπως έχει υποστηρίξει και ο Αϊζάια Μπερλίν, οι ίδιες οι αξίες μας μπορεί να είναι μεταξύ τους ασύμβατες, ακόμη και στο στήθος ενός μόνο υποκειμένου. Κι αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι κάποιες είναι αληθείς και οι άλλες ψευδείς, κάποιες σωστές και οι άλλες λάθος. Σημαίνει ότι αυτή η ασυμβατότητα, αυτός ο μη αναγώγιμος πλουραλισμός των αξιών και των πολιτισμών είναι σήμερα γεγονός απαράκαμπτο. Δεν μπορούμε να το προσπεράσουμε σαν να μην συμβαίνει ή προσπαθώντας δια της βίας να επιβάλουμε ορισμένες αξίες πάνω στις υπόλοιπες.
Και τι θα γίνει; Θα αφεθούμε σε έναν αχαλίνωτο σχετικισμό όπου όλα είναι ανεκτά, όλα επιτρέπονται, όπου δεν μπορούμε να επικρίνουμε κανέναν; Σε τέτοια αδιέξοδα καταλήγουν μόνο όσοι μεταμοντέρνοι δεν είναι παρά η άλλη όψη των απολυτοκρατών. Οι απολυτοκράτες πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο ένας απόλυτος, καθολικής ισχύος κανόνας ορθών αξιών. Κι όταν διαπιστωθεί πως δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί κάτι τέτοιο (αν επισημανθεί π.χ., ότι συχνά αυτές που προβάλλονται ως καθολικές αξίες δεν είναι παρά όσες ηγεμονεύουν συγκυριακά αντλώντας από εκεί το εικαζόμενο καθολικό κύρος τους), τότε είτε απελπίζονται παραιτούμενοι από κάθε κρίση (judgment) είτε οχυρώνονται πίσω από μια μερική ταυτότητα κλεισμένοι στην αυτάρκεια, αυταρέσκεια και τις παρωπίδες της μερικότητάς τους, είτε παραδίδονται στις συνέπειες μια δυναμικής αναμέτρησης ισχύος.
Ομως, για να μην μιλάμε αφηρημένα, οι σημερινές δημοκρατίες, παρά την παγκοσμιοποίηση, στηρίζονται ακόμη –και καλώς- στο έθνος-κράτος που διατηρεί στενούς δεσμούς ανάμεσα στα μέλη του προσφέροντας στους πολίτες μία μεστή ταυτότητα με ιστορία, παραδόσεις, έθιμα, πιο πλούσια από την αφηρημένη ταυτότητα ενός ουδέτερου ατόμου. Στις φιλελεύθερες δημοκρατίες αυτών των εθνών-κρατών που βρίσκονται πάντα σε πορεία οικοδόμησης υπάρχουν πλειοψηφίες, υπάρχουν νόμοι και διαδικασίες διαβούλευσης. Με αυτές τις διαδικασίες, που αναθεωρούνται και μεταβάλλονται, αλλάζουν οι πλειοψηφίες και οι νόμοι, εμπλουτίζονται οι αξίες και οι αρχές. Δεν υπάρχουν αμιγείς αξίες του δικού μας πολιτισμού που είναι προσαρτημένες σε μία αναλλοίωτη διαχρονική οντότητα και οι οποίες διατηρήθηκαν αναλλοίωτες στον χρόνο. Οι ίδιες οι έννοιες μεταβάλλονται, οι αξίες διαφοροποιούνται, τα όρια των πολιτισμών συγχέονται και επαναχαράσσονται διαρκώς. Σ’ αυτές τις δημοκρατίες ανοικτών εθνικών κρατών, οι κοινωνίες μελετούν και εφαρμόζουν πολιτικές για την αντιμετώπιση των διαφορών. Η εξομοίωση προϋποθέτει αφαίρεση: αφαιρείς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά για να εξομοιώσεις –κι αυτό μπορεί να γίνει και με τη βία. Η αναγνώριση των διαφορών, δηλαδή των ιδιαιτεροτήτων, φέρνει άλλα προβλήματα (αντιθέσεις και ανταγωνισμούς), αλλά φέρνει και πλούτο, αυτόν τον πλούτο των διαφορών που μας συναρπάζει σε πόλεις όπως είναι το Παρίσι ή η Νέα Υόρκη: τη συνύπαρξη και τη μίξη στη συγκατοίκηση, στις ανθρώπινες σχέσεις, στη μουσική, στο φαγητό, στο ντύσιμο, στην τέχνη.
Οσες δημοκρατίες είναι ώριμες και σοβαρές δεν ξορκίζουν τα προβλήματα αναδιπλούμενες σε παραμυθητικές αυταπάτες ή κατασκευάζοντας εχθρούς, αλλά καταπιάνονται με αυτά και προσπαθούν να τα αντιμετωπίσουν. Δοκιμάζουν πολιτικές, π.χ., της ενσωμάτωσης (το χωνευτήρι –melting pot- της Αμερικής παλαιά), της διακριτής συνύπαρξης και ομοσπονδιοποίησης (της μακεδονικής σαλάτας), της διαπραγμάτευσης για αυτονομία. Χρησιμοποιούν τα «όπλα» που έχουν για να δυναμώσουν το πολίτευμά τους και τις κοινωνίες τους και τα όπλα για να αντιμετωπίσουν εισβολείς και εχθρούς. Επιλέγουν εκπαιδευτικές και φορολογικές πολιτικές, υιοθετούν νέα νομοθεσία για τους θεσμούς, τη γλώσσα, τα δικαιώματα. Φροντίζουν να μελετούν την ιστορία τους, να την επανερμηνεύουν, να την αναθεωρούν και να την εμπλουτίζουν, να καλλιεργούν τη σύνθετη κουλτούρα τους, να τονίζουν εκείνα τα χαρακτηριστικά της ταυτότητάς τους που τους κάνουν να αισθάνονται δυνατοί και περήφανοι.
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους τζιχαντιστές και την ισλαμική τρομοκρατία; Τι δουλειά έχουν οι δικές τους βαρβαρότητες με την πολιτική ορθότητα, την πολυπολιτισμικότητα και τον πλουραλισμό; Οι τρομοκράτες και οι τρομοκρατικές πρακτικές δεν είναι μέρος αλλά εχθρός της πολυπολιτισμικής κοινωνίας. Απειλούν τις δημοκρατίες μας γι’ αυτό ακριβώς που είναι, ανεκτικές, πολυπολιτισμικές, διαβουλευτικές, κι εμείς θα απαρνηθούμε αυτές ακριβώς τις κατακτήσεις μας υποτασσόμενοι στις δικές τους απειλές; Εμείς πιστεύουμε ότι παρ’ όλα τα πολλά στραβά και τις αδικίες που έχουν οι κοινωνίες μας βαδίζουμε έναν δρόμο που γενικά μας ικανοποιεί (ας μην σταθούμε ειδικά στην Ελλάδα). Γι’ αυτό δεν σηκωνόμαστε να φύγουμε από τη «Δύση». Ακόμα και οι πιο αδικημένοι δεν θα προτιμούσαν μαζικά να ζουν κάπου αλλού. Έχουμε τις διαδικασίες για να μελετάμε τα προβλήματα, να κάνουμε κριτική, να τις αλλάξουμε και να τις βελτιώσουμε. Δεν είναι εύκολο και παίρνει χρόνο. Και δεν συμφωνούμε μεταξύ μας για τις αλλαγές –ποιες να είναι και πότε να γίνουνε. Άλλοι είναι συντηρητικοί, άλλοι σοσιαλιστές, άλλοι φιλελεύθεροι, οικολόγοι, κλπ. κι αυτό είναι καλό γιατί, όταν αποφασίζουμε, κάποιοι βιάζονται περισσότερο και κάποιοι κρατούν αντιστάσεις κι έτσι βαδίζουμε κατά το δυνατόν όλοι μαζί μειώνοντας το ρίσκο μιας αυθαίρετης και απερίσκεπτης κίνησης.
Η υπεράσπιση των αξιών μας, αυτών που υιοθετούμε μέσα στις αντιθέσεις και την ετερότητα που χαρακτηρίζει τις κοινωνίες μας, είναι καθήκον μας, όρος για την ύπαρξη και τη συνύπαρξή μας. Δεν θα απολογηθούμε γι΄ αυτό. Δεν είναι ορθό να τις διαδίδουμε με μέσα αθέμιτα. Αλλά, η αυτοάμυνα τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινωνίες δεν είναι απλώς ηθικά θεμιτή. Είναι επιβεβλημένη.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News