889
|

Αλλάζει κάτι στην Κύπρο;

Αλλάζει κάτι στην Κύπρο;

Είναι τρεις μέρες που επέστρεψα από την Κύπρο και σπάω το κεφάλι μου – πώς γίνεται και οι Κύπριοι, από τη μια μεριά να αντιμετωπίζουν την οικονομική κρίση με ψυχραιμία και κουράγιο («εμείς επιβιώσαμε μετά τον Αττίλα, το κούρεμα θα μας βάλει κάτω;» λένε), με ρεαλισμό και απόλυτο έλεγχο του θυμικού τους, να αγωνιούν χωρίς να κλαίνε πάνω απ΄ το «χυμένο γάλα» και χωρίς να καίνε τη Marfin, να χειρίζονται με αξιοπρέπεια τους διεθνείς δανειστές τους… και, ταυτόχρονα, οι ίδιοι Κύπριοι από την άλλη μεριά, να μη μπορούν να πάνε τη λύση του Κυπριακού ένα βήμα πάρα κάτω, να κλωσάνε τις ίδιες παθογένειες επί δεκαετίες, να χαντακώνουν την πλεονεκτική θέση της χώρας τους προβάλλοντας την αδράνεια ως ύψιστη πατριωτική πράξη, να διατηρούν επί δεκαετίες την οδύνη τους πάνω στο «χυμένο γάλα»;

Πώς γίνεται, παρακαλώ; Θα σας πω πού κατέληξα, ας δούμε όμως καταρχάς ποιες είναι οι παθογένειες – που τις ξαναβρήκα όπως τις είχα αφήσει προ δεκαετίας. Λοιπόν, η κοινωνία της Κύπρου, παρά τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα του επιχειρηματικού της πνεύματος, παρά τον εμπορικό της δυναμισμό, παρά τη γλωσσομάθειά της, εξακολουθεί να είναι κλεισμένη στον εαυτό της. Οι διεθνείς εξελίξεις την αφήνουν παγερά αδιάφορη, το ενδιαφέρον ερεθίζεται μόνο στη διάσταση που οι εξελίξεις την αγγίζουν απτά, ακόμη και το μνημόνιο εκλαμβάνεται ως «εθνική» της υπόθεση.

Με αυτή τη νοοτροπία θεοποιείται η «ιδιαιτερότητα» του Κυπριακού. Φυσικά στη ζωή, όλοι και όλα έχουν μια μοναδικότητα, όμως η μήτρα δεν έσπασε στην Κύπρο. Χρόνιες αντιπαλότητες, που χτίστηκαν πάνω σε αιματοχυσίες υπάρχουν παντού στον κόσμο. Η εχθρότητα των Γάλλων και Γερμανών που τροφοδότησε δύο παγκόσμιους πολέμους, από τη δεκαετία του ΄50 ήδη – με νωπές ακόμη τις ζοφερές μνήμες – αντικαταστάθηκε από τη διαδικασία της συμφιλίωσης, ενώ ακόμη κι ο Σέρβοι φαίνεται να βρίσκουν μια γλώσσα συνεννόησης με τους Κοσοβάρους. Οι Κύπριοι ωστόσο έχουν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την αντίληψη, ότι κανείς δεν μπορεί να κατανοήσει άρα και να αποκαταστήσει το κακό που έπαθαν και γι΄ αυτό ζουν σε μια βαθιά εθνική μοναξιά.

Με αυτή τη νοοτροπία επίσης, οι ελληνοκύπριοι αδιαφορούν για τους τουρκοκύπριους. Στα δέκα χρόνια που έχουν ανοίξει τα οδοφράγματα, το 32.9% των ελληνοκυπρίων δεν επισκέφθηκε «ποτέ» την άλλη πλευρά και το 75.5% δεν μιλά «καθόλου» με τουρκοκύπριους. Σαράντα περίπου χρόνια μετά τον «Αττίλα» άνθρωποι που ζουν στην ίδια χώρα, άνθρωποι που δεν έζησαν τον «Αττίλα» γιατί μεγάλωσαν μετά απ΄ αυτόν, άνθρωποι που ζουν στο ίδιο νησί ακριβέστερα, δεν επικοινωνούν μεταξύ τους εξαιτίας του στίγματος της εισβολής και κατοχής.

Με αυτή τη νοοτροπία η «πράσινη γραμμή» περνά και στη σκέψη των Κυπρίων, στις έννοιες, τις λέξεις με το περιεχόμενό τους. Πώς ορίζεται για παράδειγμα το Κυπριακό «πρόβλημα» και άρα ποια είναι η λύση του; Είναι η διχοτόμηση ή η επανένωση και όποιος επιλέγει τη μια ή την άλλη λύση, επιλέγει και το σύνολο των ρυθμίσεων που τη συνοδεύουν;

Με αυτή τη νοοτροπία ακόμη, οι μεταβατικές συμφωνίες που προσπάθησαν να διαμορφώσουν ένα modus vivendi, μετασχηματίσθηκαν σε ένα συμπαγές, σταθερό και ακλόνητο status quo, το οποίο υπερτερεί όλων των μαχών που δόθηκαν στην αναζήτηση λύσης του Κυπριακού – από τις ιδέες Γκάλι ως το σχέδιο Ανάν. Οι Κύπριοι μοιάζουν να φοβούνται να κάνουν την υπέρβαση, σαν να έμαθαν να ζουν με το βασανάκι τους εντός των τειχών, αρνούνται να ενηλικιωθούν και να χειραφετηθούν, προτιμούν να ζουν «υπό την αιγίδα». Η αναζήτηση του «καλύτερου», η δυσπιστία για τη «βιωσιμότητα» και τη «λειτουργικότητα» κάθε σχεδίου λύσης που παρουσιάζεται, υποκρύπτει μια βαθιά άρνηση, μια απόρριψη της έννοιας της αλλαγής. Κανείς στον κόσμο δεν μπορεί να δώσει εγγυήσεις ισοβιότητας – αντί να δυσπιστούν με όποιον τους υποσχεθεί κάτι τέτοιο, δυσπιστούν με το αντίθετο. Περνούν από την κλίνη του Προκρούστη κάθε σχέδιο λύσης, το ακρωτηριάζουν και το πετούν ως ελλειμματικό.

Αυτή είναι η μισή εικόνα που είδα την περασμένη βδομάδα στην Κύπρο. Υπάρχει όμως και η άλλη μισή, η αισιόδοξη. Επειδή οι άνθρωποι μαθαίνουμε από τα λάθη μας, η απόρριψη του σχεδίου Ανάν σήμερα δεν έχει δικαιωθεί. Όσοι ψήφισαν «όχι» και σήμερα υποστηρίζουν ότι καλώς είχαν κρατήσει εκείνη τη στάση, όμως ευθαρσώς αναγνωρίζουν τα σημερινά αδιέξοδα της κατάστασης. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του αδιέξοδου, που κανείς δεν αμφισβητεί, είναι η διαρκώς αυξανόμενη τάση των ελληνοκυπρίων να πουλάν τα ακίνητά τους στα κατεχόμενα στους τουρκοκύπριους. Κάθε μέρα γίνονται συναλλαγές που δεν εγγράφονται στο κτηματολόγιο – η «επιστροφή» των προσφύγων δεν έχει γίνει ούτε για τουριστικούς λόγους κι επειδή η λύση παραπέμπεται διαρκώς στον «επόμενο τόνο», αναζητώνται πρακτικές διευθετήσεις τώρα που η κρίση έθεσε τους δικούς της όρους.

Αν επομένως τα «αγκάθια» του Κυπριακού ήταν το «περιουσιακό», το «εδαφικό» και η «επιστροφή των προσφύγων», σήμερα αυτά μεταλλάσσονται ραγδαία, τα δεδομένα αλλάζουν, το Κυπριακό «ιδιωτικοποιείται» όπως εύστοχα παρατήρησε σε άρθρό του ο Κ. Κωνσταντίνου – φυσικά επί ζημία του εθνικού συμφέροντος.

Το συμπέρασμά μου λοιπόν στο αρχικό μου ερώτημα λέει, πως οι Κύπριοι – πραγματιστές καθώς είναι – γνωρίζουν με σαφήνεια πού βρίσκεται το συμφέρον τους και προς τα κει προσανατολίζουν τη στάση τους. Στην περίπτωση του σχεδίου Ανάν, η Κύπρος ευημερούσε, είχε μόλις ενταχθεί στην ΕΕ και ο μέσος Κύπριος δυστροπούσε στην προοπτική ανάληψης του «τουρκοκυπριακού κόστους», μέσω των αναδιανεμητικών μηχανισμών που θα έθετε η λύση του Κυπριακού. Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως, υπό την πίεση: της κρίσης, της αποτρεπτικής δύναμης που έχει για τους επενδυτές η αβεβαιότητα της κυπριακής εκκρεμότητας και των προσωπικών σκοπιμοτήτων που αναδιατάσσονται, η λύση μοιάζει να έρχεται πιο κοντά. Εκτός αν και πάλι, δεν είναι το «λιμάνι που έρχεται» είναι «το καράβι που φεύγει».

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News