-
New York Times
Καταψύχουν τα ωάριά τους, ψάχνοντας τον ιδανικό άνδρα
«“Καταψύξτε τα ωάριά σας, Απελευθερώστε την καριέρα σας”, ήταν ο τίτλος κύριου άρθρου του Bloomberg Businessweek το 2014. Ηταν η χρονιά που το Facebook και στη συνέχεια η Apple άρχισαν να προσφέρουν την κατάψυξη των ωαρίων ως μπόνους στις υπαλλήλους τους. Εκατοντάδες άρθρα γνώμης ακολούθησαν, σχετικά με το κόστος και τα θετικά της “αναβολής της τεκνοποίησης” στο όνομα της επαγγελματικής εξέλιξης», υπενθυμίζουν, τέσσερα χρόνια μετά, στο παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό οι New York Times.
Σήμερα, ωστόσο, αποκαλύπτεται πως πολλές από τις γυναίκες, υψηλού μορφωτικού επιπέδου οι περισσότερες, που επέλεξαν να καταψύξουν τα ωάριά τους, δεν το έκαναν για να αφιερωθούν στην καριέρα τους, αλλά με την ελπίδα να βρουν τον ιδανικό άνδρα. Αυτό συμπεραίνεται, τουλάχιστον, από τις συνεντεύξεις 150 γυναικών από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ καθώς μόλις δύο από αυτές δήλωσαν πως έλαβαν την συγκεκριμένη απόφαση σκεπτόμενες την εργασία τους.
«Το στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο αυτές οι φιλόδοξες γυναίκες καταψύχουν τα ωάριά τους για την καριέρα τους, δεν ανταποκρίνεται πλέον στην πραγματικότητα», επισήμανε η Μάρσια Ινχόρν, καθηγήτρια Ανθρωπολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, η οποία συμμετείχε στη σύνταξη της μελέτης που παρουσιάστηκε πριν από μερικές ημέρες στο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Ανθρώπινης Αναπαραγωγής και Εμβρυολογίας στη Βαρκελώνη. «Δεν κατέψυξαν τα ωάριά τους για να εξελιχθούν επαγγελματικά», καθώς στην ηλικία των 35 – 40 ετών, είχαν ήδη εδραιωθεί επαγγελματικά. Αλλά «αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της συντροφικότητας».
Από τις γυναίκες που συμμετείχαν στην έρευνα το 85% ήταν εργένισσες και οι πιο πολλές ετερόφυλες. Περισσότερες από τις μισές ανύπαντρες γυναίκες δήλωσαν πως επέλεξαν να καταψύξουν τα ωάριά τους επειδή δεν γνώριζαν πότε θα συναντήσουν τον ιδανικό σύντροφο. Αρκετές επικαλέστηκαν το διαζύγιο ενώ μερικές το γεγονός επρόκειτο να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους.
Κρυοσυντήρηση ωαρίων για λόγους όχι επαγγελματικούς αλλά συντροφικότητας. Φωτογραφία: Shutterstock
-
La Repubblica
«Το Μουσείο της Χαμένης Τέχνης»
Το μεγαλύτερο μουσείο του κόσμου είναι εκείνο των έργων τέχνης που δεν υπάρχουν πια, των έργων που εκλάπησαν ή καταστράφηκαν, που χάθηκαν και δεν βρέθηκαν ποτέ, διαφορετικά θα γέμιζαν, σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του Λούβρου. Οι περισσότεροι θεωρούμε πως τα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης είναι αυτά που φυλάσσονται στα μουσεία όλου του κόσμου και πως αυτά αποτελούν τα εκλεκτότερα δείγματα όλων των δημιουργών του παρελθόντος. Αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται απλά για τεχνουργήματα που άντεξαν στον χρόνο. Οι τεράστιοι Βούδες του Μπαμιγιάν, για παράδειγμα, τους οποίους ανατίναξαν οι Ταλιμπάν, ή τα ερείπια της Παλμύρας, που επλήγησαν από τους τζιχαντιστές του ISIS, αποτελούν μερικά από τα τελευταία δημιουργήματα του παγκόσμιου πολιτισμού που δεν κατάφεραν να επιβιώσουν.
Θέλοντας να αποτίσει φόρο τιμής σε αυτά τα έργα, ο αμερικανός ιστορικός τέχνης, με ειδίκευση στα εγκλήματα κατά της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, Νόα Τσάρνεϊ, βάλθηκε να συντάξει μια μακριά, όπως αποδείχτηκε, λίστα με τα έργα τέχνης επιφανών καλλιτεχνών που χάθηκαν για πάντα. Και αυτό που προέκυψε είναι «Tο Μουσείο της Χαμένης Τέχνης» (The Museum of Lost Art) ένας εξαιρετικός κατάλογος, μια μοναδική «ακολουθία φωτογραφιών, σχεδίων και χαρακτικών που αναπαράγουν όλα όσα δεν μπορούμε να δούμε πια», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Ντάριο Παπαλάντρο της La Repubblica, ενώ στη συνέχεια διερωτάται «πόσοι είναι, αλήθεια, οι Καραβάτζιο που δεν εντοπίζονται κατά την απογραφή, δέκα ή εκατό; Είμαστε σίγουροι ότι το αριστούργημα του Ντα Βίντσι είναι η Μόνα Λίζα; Και η Μάχη του Ανγκιάρι (επίσης του Ντα Βίντσι) που κάποιοι εξακολουθούν να φαντάζονται πως είναι κρυμμένη πίσω από άλλες τοιχογραφίες του Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας;».
Οι απαντήσεις σε αυτά και σε πολλά άλλα από τα ερωτήματα που εγείρονται μέσα στις σελίδες του βιβλίου, ενδεχομένως να μην βρεθούν ποτέ. Ομως ο Τσάρνεϊ καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να γράψει ή μάλλον να συνθέσει μια σύντομη ιστορία της χαμένης τέχνης: την ιστορία όλων εκείνων των έργων που εκλάπησαν ή έπεσαν θύματα πολέμου ή καταστράφηκαν κατά λάθος ή εν μέσω φυσικών καταστροφών ή ακόμα και από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες τους, έργα που χάθηκαν, ακόμα και έργα που ενδεχομένως να μην υπήρξαν ποτέ. Πάντως μπορούμε να είμαστε σίγουροι, καταλήγει ο ιταλός δημοσιογράφος, πως «εάν υπάρχει ένας παράδεισος των χαμένων έργων τέχνης, τότε είναι γεμάτος».
Παρά το τεράστιο κενό που άφησε πίσω της η καταστροφική μανία των Ταλιμπάν, η ζωή στο Μπαμιγιάν συνεχίζεται κανονικά και χωρίς τους Βούδες. Φωτογραφία: Getty Images/Ideal Images
-
BBC
Γιατί στην Ινδονησία δεν μιλούν ινδονησιακά
Ο στόχος ήταν η απλούστευση, η απλοποίηση. Με κάθε κόστος. Αλλά στο τέλος κατέληξαν να περιπλέξουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Για τις Αρχές της Ινδονησίας ο λόγος, οι προσπάθειες των οποίων να ενοποιήσουν, μέσω της σύνθεσής τους, τις πάμπολλες διαλέκτους και γλώσσες που ομιλούνται στη χώρα, δημιούργησαν ένα ανεπανάληπτο γλωσσικό χάος. Έπειτα από ένα πρόσφατο ταξίδι του στην Ινδονησία, ο Ντέιβιντ Φέτινγκ εξηγεί στο BBC πώς η επιδίωξη της απλοποίησης επιδείνωσε περαιτέρω την επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων σε ένα κράτος 265 εκατομμυρίων κατοίκων .
Η Ινδονησία, με 13.000 νησιά, αποτελεί το μεγαλύτερο αρχιπέλαγος του κόσμου ενώ η επίσημη γλώσσα είναι πλέον τα ινδονησιακά (bahasa indonesia). Έως τις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο, και για εκατοντάδες χρόνια πριν, η ανάγκη για επικοινωνία μεταξύ των πολλών εκατομμυρίων ανθρώπων διαφορετικών εθνοτήτων που ζούσαν στα χιλιάδες νησιά που σήμερα ανήκουν στα σύγχρονα κράτη της Ινδονησίας, της Μαλαισίας και της Σιγκαπούρης, είχε ως αποτέλεσμα να αναδειχθεί ως γλώσσα επικοινωνίας της ευρύτερης περιοχής η μαλαϊκή, καθώς θεωρούταν γραμματικά απλή και εύκολη στην εκμάθησή της.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, ωστόσο, οι ινδονήσιοι εθνικιστές που επιδίωκαν την απελευθέρωσή τους από τους Ολλανδούς αποικιοκράτες, συμφώνησαν για τη σύνθεση μιας νέας εκδοχής της μαλαϊκής γλώσσας με διευρυμένο λεξιλόγιο και νέο όνομα -Bahasa Indonesia– που θα γινόταν η σύγχρονη επίσημη γλώσσα της (σύντομα) ανεξάρτητης Ινδονησίας.
Αποστολή αυτής της νέας γλώσσας ήταν το ξεπέρασμα των όποιων γλωσσικών φραγμών και η διευκόλυνση της ενσωμάτωσης των μελών τουλάχιστον 300 διαφορετικών εθνικών ομάδων στο νεοσύστατο κράτος, η ανεξαρτησία του οποίου αναγνωρίστηκε επίσημα το 1949. Σήμερα, ωστόσο, τα ινδονησιακά τείνουν να γίνουν η γλώσσα που ομιλείται λιγότερο στην Ινδονησία. Γιατί είναι άκαμπτη, γιατί έχει περιορισμένο λεξιλόγιο αλλά και γιατί είναι μια πολιτική γλώσσα, μια γλώσσα της εξουσίας η χρήση και η διάδοση της οποίας επιβλήθηκε κυρίως κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Σουχάρτο.
Στην τέταρτη πολυπληθέστερη χώρα του κόσμου ομιλούνται περισσότερες από 300 γλώσσες. Φωτογραφία: Shutterstock
-
La Repubblica
Ο επίκαιρος πατέρας της «σύγκρουσης των πολιτισμών»
Ενδεχομένως να πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτόν τον παρεξηγημένο, αν όχι αμφιλεγόμενο, στοχαστή, στον Σάμιουελ Χάντιγκτον, «ο οποίος είχε πάντα δίκιο πολύ νωρίς, εκ των προτέρων», υποστηρίζει σε άρθρο του στην Repubblica ο Φεντερίκο Ραμπίνι. Γιατί εάν κατά το παρελθόν το ζήτημα ήταν η «σύγκρουση των πολιτισμών», η σύγκρουση ανάμεσα στη Δύση και το Ισλάμ, όπως υποστήριξε ο αμερικανός πολιτικός επιστήμονας στο διάσημο άρθρο του «The Clash of Civilizations?» που δημοσιεύτηκε το 1993 στο Foreign Affairs (και μετά έγινε βιβλίο), σήμερα το θέμα είναι «το κύμα αγανάκτησης και φόβου» κατά των προσφύγων και των μεταναστών.
Ο Ραμπίνι υποστηρίζει πως ο Χάντιγκτον το προέβλεψε και αυτό, σε ένα έργο που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, «όπως όλα σχεδόν τα έργα του», καθώς ο επί χρόνια διευθυντής του Κέντρου Εξωτερικών Υποθέσεων του Χάρβαρντ διεκδίκησε σε αυτό το δικαίωμα της προάσπισης της «λευκής, αγγλοπροτεσταντικής» ταυτότητας των ΗΠΑ. «Όπως συμβαίνει στους μεγάλους στοχαστές, από τον Καρλ Μαρξ έως τον Φράνσις Φουκουγιάμα, έναν μαθητή του Χάντιγκτον» -σημειώνει ο Ραμπίνι– «και εκείνος επικρίθηκε περισσότερο από όσο διαβάστηκε».
Υπό την διακυβέρνηση των ΗΠΑ από τον Ντόναλντ Τραμπ είναι χρήσιμο σύμφωνα με τον πολιτογραφημένο Αμερικανό, πλέον, Ραμπίνι να διαβάσουμε ξανά το δοκίμιο του Χάντιγκτον για την «ισπανικοποίηση» των ΗΠΑ και τις ανησυχίες πολλών για την προστασία της ταυτότητας των WASPs (White Anglo-Saxon Protestants), των Λευκών Αγγλοσαξόνων Προτεσταντών, που αποτέλεσαν τον αρχικό πυρήνα της αμερικανικής κοινωνίας. To «Ποιοι είμαστε; Οι προκλήσεις στην εθνική ταυτότητα της Αμερικής» κυκλοφόρησε το 2004 – τέσσερα χρόνια πριν από το θάνατο του συγγραφέα και 12 πριν από την εκλογή του Τραμπ – με τον Χάντιγκτον να υποστηρίζει ότι οι ισπανόφωνοι μετανάστες, ειδικά οι Μεξικανοί, δεν αφομοιώνονται τόσο εύκολα όσο άλλες ομάδες μεταναστών.
Επιστρέφοντας στο παρόν ο Ραμπίνι αναφέρει πως πολλοί ιταλικής καταγωγής αμερικανοί πολίτες που ψηφίζουν τον Τραμπ, θέτουν ανάλογα ερωτήματα: «γιατί οι ιταλοί μετανάστες από τον 19ο αιώνα και μετά επιδίωκαν να γίνουν αποδεκτοί, μαθαίνοντας το ταχύτερο δυνατό τα αγγλικά, ενώ οι μεξικανοί μετανάστες διεκδίκησαν το δικαίωμα να συνεχίσουν να μιλάνε ισπανικά, και το κέρδισαν με την ισχύ του νόμου; Γιατί μια μερίδα της Αριστεράς νομιμοποιεί την ιδέα ότι οι Μεξικανοί “επανακτούν” πρώην μεξικανικά εδάφη, όπως η Καλιφόρνια και το Τέξας, και μετά απορούν που ο Τραμπ κερδίζει ψήφους χάρη σε μια ψύχωση περί πολιορκίας των λευκών της Αμερικής; Πρόκειται για δύσκολα ερωτήματα», καταλήγει ο Ραμπίνι, «τα οποία πρώτος διατύπωσε ο Χάντιγκτον, δίχως, όπως πάντα σχεδόν, να εισακουστεί».
O πατέρας της πολυσυζητημένης θεωρίας Σάμιουελ Χάντιγκτον. Φωτογραφία: EPA/FOTOREPORT STRUB
Οι New York Times για τα κατεψυγμένα ωάρια και την αναζήτηση των ιδανικών συντρόφων, η Repubblica για το μουσείο των έργων τέχνης που δεν υπάρχουν πια, το BBC για τη χώρα με τις 300 γλώσσες και ξανά η Repubblica για....