-
Ο Σκέρτσος αναρωτιέται τι κατανάλωση ρεύματος κάνει ο Τσίπρας
Είπε πολλά και ενδιαφέροντα το Σάββατο ο Ακης Σκέρτσος στο Φόρουμ των Δελφών, από το οποίο θέλουμε να λέμε ότι πέρασε η αφρόκρεμα του πολιτικού μας συστήματος.
Μίλησε, για παράδειγμα, ο υπουργός Επικρατείας για τις τέσσερις μεγάλες μεταρρυθμίσεις που δρομολογούνται, σε εκπαίδευση, Δικαιοσύνη, Υγεία και αγορά εργασίας –σε μια εμφανή προσπάθεια να αποκαταστήσει και το επικοινωνιακό έλλειμμα που παρατηρείται στην προβολή της μεταρρυθμιστικής ατζέντας της κυβέρνησης, καθώς ο πολύς κόσμος έχει μείνει μόνο στα όσα κάνει ο Κυριάκος Πιερρακάκης.
Ωστόσο, αυτό που είχε επίσης ενδιαφέρον είναι ότι όταν αναφέρθηκε στα ενεργειακά και στις ανατιμήσεις, σχολιάζοντας τα όσα είχε υποστηρίξει μια ημέρα νωρίτερα πάλι στους Δελφούς ο Αλέξης Τσίπρας.
Ως γνωστόν, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε ότι του αυξήθηκε και του ίδιου υπερβολικά ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος, λέγοντας ότι εκεί που πλήρωνε 200 ευρώ, τώρα πληρώνει 400 ευρώ τον μήνα.
«Να μας πει ο κ. Τσίπρας πόσες κιλοβατώρες καταναλώνει και πληρώνει υψηλό λογαριασμό στο ρεύμα», σχολίασε ο κ. Σκέρτσος –σε μια όχι και τόσο άστοχη παρατήρηση, καθώς από την Παρασκευή που ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε στη σχετική αποκάλυψη, είναι μια απορία πώς κατάφερνε, με τετραμελή οικογένεια, και είχε –προ κρίσης– λογαριασμό 200 ευρώ τον μήνα, δηλαδή 800 ευρώ το τετράμηνο (και τώρα έχει 1.600 ευρώ το τετράμηνο).
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Σκέρτσος επεσήμανε ότι πρέπει να αλλάξει και η καταναλωτική κουλτούρα και όπως είπε, «να γίνουμε πιο υπεύθυνοι καταναλωτές».
Πώς το έλεγε μια ψυχή; Α, ναι. Λιτός βίος…
-
Υποψήφια στα δυτικά προάστια ή στη Θεσσαλονίκη η Αχτσιόγλου;
Πού θα πολιτευτεί η Εφη Αχτσιόγλου; Αυτό είναι ένα ερώτημα που υπάρχει στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού οι εκλογές πλησιάζουν, η ίδια προωθείται ως η επόμενη μεγάλη προσωπικότητα της Αριστεράς και το να ξαναμπεί στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας, όπως συνέβη το 2019, αποκλείεται.
Το γεγονός μάλιστα ότι η κυρία Αχτσιόγλου είχε συνοδεύσει τον Αλέξη Τσίπρα πριν από κάποιες ημέρες σε μια περιοδεία του στο Αιγάλεω είχε ερμηνευτεί ως μήνυμα καθόδου της στον Δυτικό Τομέα Αθηνών –όπου εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επιπλεύσει τότε από τη νεοδημοκρατική πλημμυρίδα.
Η κυρία Αχτσιόγλου, βέβαια, είναι Βορειοελλαδίτισσα, γεννήθηκε στα Γιαννιτσά και η μόνη σχέση που έχει με τα δυτικά προάστια είναι ότι ο καλός της, ο γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Τζανακόπουλος, έχει πει ότι έχει ζήσει «δύο χρόνια στο Αιγάλεω».
Αλλά καθώς θεωρείται το πλέον λαμπερό πρόσωπο στο σύμπαν της Κουμουνδούρου –σε βαθμό που να κινδυνεύει η λάμψη του προέδρου, όπως λένε οι κακές γλώσσες– η υποψηφιότητά της είναι ένα θέμα. Στον Δυτικό Τομέα υπάρχει μια υποστελέχωση, καθώς ο Γιάννης Δραγασάκης, στα 75 του, μάλλον δεν θα είναι ξανά υποψήφιος, ενώ ο Παναγιώτης Κουρουμπλής είναι εκτός Κοινοβουλευτικής Ομάδας και επόμενη λύση είναι ο Θανάσης Παπαχριστόπουλος των Ανεξ. Ελλήνων.
Από την άλλη, κάποιοι τη θεωρούν καλύτερη, ως Βορειοελλαδίτισσα, επιλογή για μια εμφατική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη. Μόνο που εκεί υπάρχει η άλλη λαμπερή φιγούρα του κόμματος, η Κατερίνα Νοτοπούλου, ίσως λοιπόν να υπάρξει μια «συμφόρηση του ωραίου» στο ψηφοδέλτιο.
Το «Θεωρείο» της «Καθημερινής», έγραψε πάντως ότι το άνοιγμα του ΣΥΡΙΖΑ πέρα από την Αττική, με αιχμή την κυρία Αχτσιόγλου και όχι μόνο, ίσως κριθεί απαραίτητο.
Εγραψε συγκεκριμένα ο Σταύρος Γ. Παπαντωνίου:
«Πολλοί παρατήρησαν πως στην τελευταία επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στο Αιγάλεω τον ακολουθούσε κατά πόδας η Εφη Αχτσιόγλου, η οποία φαίνεται να οδεύει για υποψήφια στη Δυτική Αττική. Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι τόσο οριζόντια, καθώς στο εσωτερικό του κόμματος αναπτύσσονται διάφορες απόψεις. Η πρώην υπουργός κατάγεται από τα Γιαννιτσά της Πέλλας και πολλοί θεωρούν πως θα προσέφερε καλύτερα μία υποψηφιότητά της στη Βόρεια Ελλάδα και συγκεκριμένα στη Θεσσαλονίκη. Αντίστοιχη συζήτηση υπάρχει και για άλλα πρωτοκλασάτα στελέχη που συνωστίζονται στην Αττική, κάτι που όπως λένε πολλοί στον πρόεδρο Αλέξη, δεν βοηθάει το άνοιγμα του κόμματος στην περιφέρεια».
-
Οι «κόκκινες κάρτες» Μητσοτάκη σε δύο υπουργούς και το παράδειγμα Λιβανού
Υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά; Για δύο υπουργούς που βρίσκονται στο επίκεντρο της δυσφορίας του Κυριάκου Μητσοτάκη επιμένουν με αλλεπάλληλα δημοσιεύματά τους οι εφημερίδες του συγκροτήματος Μαρινάκη, «Τα Νέα» και «Το Βήμα της Κυριακής». Μάλιστα περιγράφουν ότι ο Πρωθυπουργός έχει ήδη βγάλει «κόκκινες κάρτες» σε δύο υπουργούς, από τους πλέον προβεβλημένους.
Αυτό σημαίνει ότι ένας (εκλογικός, καθώς απέχουμε πια έναν χρόνο από τις κάλπες) ανασχηματισμός ίσως να μην είναι μακριά και σε κάθε περίπτωση ότι ακόμα και εντός του Υπουργικού υπάρχει αναστάτωση.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Παπαχρήστο των «Νέων», ο κ. Μητσοτάκης φέρεται να αναφέρει συχνά την εξής φράση: «Εδιωξα τον Σπήλιο (Λιβανό) που είναι προσωπικός μου φίλος, πλην όμως δεν αποκωδικοποίησαν σωστά το μήνυμα όλοι».
Ο δε «Βηματοδότης» στο «Βήμα της Κυριακής» έγραψε πιο αναλυτικά:
«…Σε αυτό το κλίμα ψάχνονται για διάφορα στα ηγετικά κλιμάκια της κυβέρνησης. Ο Πρωθυπουργός επιμένει στο Ταμείο Ανάκαμψης, θεωρεί ότι προέχει ακόμα περισσότερο σε αυτές τις συνθήκες η αξιοποίησή του. Και απαιτεί από τους υπουργούς του να σηκώσουν τα μανίκια τους ώστε να μη χαθεί ούτε ένα ευρώ και έτσι να αντισταθμιστεί κατά το δυνατόν το βάρος της κρίσης. Επειδή όμως, με εξαίρεση τον Κυριάκο Πιερρακάκη και τον Κώστα Αχ. Καραμανλή, όλοι οι υπόλοιποι σπεύδουν βραδέως, ανέθεσε στον αναπληρωτή υπουργό Οικονομικών Θεόδωρο Σκυλακάκη να παρακολουθεί και να επιλύει θέματα και προβλήματα. Οπότε κάθε Τετάρτη μαζεύονται διάφοροι «αδρανείς» στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους μήπως και τρέξουν καλύτερα τα προγράμματά τους.
»Υποψήφιοι προς αποχώρηση
»Πάντως δεν θα μείνει χωρίς συνέπειες η αδράνεια ορισμένων. Τις τελευταίες ημέρες κυκλοφορούν έντονες φήμες επικείμενου ανασχηματισμού. Τα αδελφά “ΝΕΑ” έγραψαν ότι ο Πρωθυπουργός έχει βγάλει κόκκινες κάρτες σε δύο υπουργούς. Από ό,τι κυκλοφορεί, τη μία την έχει λάβει ένας που συντονίζεται με δημάρχους και αυτοδιοικητικούς και τη δεύτερη επιφανέστατος, από τους θεωρούμενους αναντικατάστατους. Αν επιβεβαιωθούν οι παραπάνω φήμες, θα έχουμε να λέμε και να γράφουμε για καιρό».