Στην Ουάσινγκτον, η διακοπή λειτουργίας της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, που έχει επιβάλει ο Ντόναλντ Τραμπ επειδή οι Δημοκρατικοί αρνούνται να χρηματοδοτήσουν το τείχος στα σύνορα με το Μεξικό, συνεχίζεται για 25η ημέρα, ρεκόρ στα χρονικά. Στο Λονδίνο, η Τερέζα Μέι έχασε… πανηγυρικά στη χθεσινή ψηφοφορία για την συμφωνία του Brexit με την Ευρωπαϊκή Ενωση, ρίχνοντας τη Βρετανία στην απόλυτη αβεβαιότητα για το άμεσο μέλλον.
«Δύο κυβερνήσεις παράλυτες. Δύο λαϊκιστικά σχέδια κολλημένα στη στασιμότητα. Δύο σεβαστές δημοκρατίες σε κρίση», γράφουν οι New York Times, συγκρίνοντας τα τεκταινόμενα στις δύο όχθες του Ατλαντικού.
«Είναι εντυπωσιακό το πόσο παρόμοιες είναι οι καταστάσεις», λέει ο Στίβεν Μπάνον, πρώην επιτελικό στέλεχος στην κυβέρνηση Τραμπ και αρχιτέκτονας της αντιμεταναστευτικής του πολιτικής. «Αν προκαλέσεις το σύστημα, το σύστημα θα σε πολεμήσει». Η λύση που εξετάζει ο Τραμπ για να βγουν οι ΗΠΑ από το αδιέξοδο, στο οποίο τις έχει οδηγήσει ο ίδιος, είναι να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και να μπορέσει να χτίσει το τείχος του. Από την άλλη, το Λονδίνο βρίσκεται αντιμέτωπο με το ενδεχόμενο αποχώρησης από την Ευρώπη χωρίς συμφωνία, προοπτική που ούτε οι φανατικοί υποστηρικτές του Brexit δεν θέλουν να σκέφτονται.
Η τάση να απομονωθούν οι δύο χώρες από τον υπόλοιπο κόσμο δεν είναι καινούργια ούτε στη Βρετανία ούτε στις ΗΠΑ. Μέρος της οφείλεται στη γεωγραφική τους θέση. Και τις δύο χώρες, τις χωρίζουν θάλασσες και ωκεανοί από τον υπόλοιπο πλανήτη, κι έτσι, μπορούν να πειραματιστούν με πολιτικές απομονωτισμού.
«Πίσω από το Brexit και το τείχος κρύβεται η ίδια παρόρμηση. Και τα δύο αντικατοπτρίζουν την ιδεολογία ενός νησιωτικού κράτους, μακριά από γείτονες: “Δεν θα ήταν θαυμάσιο αν μπορούσαμε να απομονωθούμε από τους πάντες και να μείνουμε μόνοι μας;”», εξηγεί ο Ρόμπερτ Κέιγκαν, αναλυτής διεθνούς πολιτικής στο ερευνητικό Ινστιτούτο Μπρούκινγκς, στην Ουάσινγκτον.
«Κατά κάποιο τρόπο, η Βρετανία επιστρέφει σε μία εκδοχή του παρελθόντος της και η Αμερική στο δικό της», προσθέτει.
Ενδιαφέρον έχει επίσης, το γεγονός ότι η Βρετανία μερικές φορές γίνεται προάγγελος των πολιτικών εξελίξεων στην πρώην αποικία της και το αντίστροφο. Η Μάργκαρετ Θάτσερ ανέβηκε στην εξουσία δύο χρόνια πριν τον συντηρητικό της σύμμαχο Ρόναλντ Ρέιγκαν. Το δημοψήφισμα για το Brexit έγινε πέντε μήνες πριν τη νίκη του Τραμπ. Ο Μπιλ Κλίντον προηγήθηκε του Τόνι Μπλερ.
Κι αν οι δύο χώρες έχουν ένα σύστημα που «επιτρέπει» το αδιέξοδο, αυτό συμβαίνει για ιστορικούς λόγους, λένε οι αναλυτές στους New York Times. Ως δύο από τις παλαιότερες δημοκρατίες του κόσμου, εφαρμόζουν ακόμα το παλιό μοντέλο: Αυτό που επιτρέπει στον νικητή «να τα πάρει όλα». Οι δημοκρατίες που ιδρύθηκαν αργότερα, όπως της Σουηδίας και της Φινλανδίας, εισήγαγαν ένα σύστημα, που δίνει τη δυνατότητα στα μικρότερα κόμματα να μπουν στη βουλή.
Σύμφωνα με τον Κέιγκαν, η παράλυση των δύο κυβερνήσεων δεν αφορά την κόντρα λαϊκιστών εναντίον της ελίτ, αλλά δύο δημοκρατίες που δεν κρύβουν την αδυναμία τους να βρουν λύση σε θέματα που διχάζουν βαθιά πολιτικούς και κοινωνία.
«Καμία πλευρά δεν μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της στην άλλη. Στόχος του συγκεκριμένου συστήματος είναι να φτάσουν σε μία συμφωνία και όχι να παραλύσουν οι διαδικασίες για πάντα», λέει ο Μάικλ Λιντ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τέξας.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News