Την «ισχνή» σινοαμερικανική εμπορική συμφωνία πρώτης φάσης αναλύει ο αμερικανός οικονομολόγος Νούριελ Ρουμπινί, υπό το πρίσμα του «διαρκούς ανταγωνισμού» των δύο πρωτευουσών οικονομιών του κόσμου. Φρονεί ότι η μπαλάντζα γέρνει τώρα υπέρ της Κίνας, αφού η σημερινή πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ έδωσε περισσότερα από όσα πήρε. Ωστόσο το βασικότερο πρόβλημα, κατά τον Ρουμπινί, είναι ο ίδιος ο Ντόναλντ Τραμπ: ο αμερικανός πρόεδρος δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί την έννοια «στρατηγική αντιπαλότητα», ούτε το πώς αυτή καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων κρατών.
Η Κίνα δεσμεύτηκε να αγοράσει περισσότερα αμερικανικά γεωργικά προϊόντα, έκανε «μικρές παραχωρήσεις» στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και στο νομισματικό ζήτημα, ενώ ως αντάλλαγμα κατάφερε να λάβει άρση δασμών σε εξαγωγές της ύψους 160 δισ. δολαρίων. (Συνεπώς, όσον αφορά το καθαυτό «ταμείο» τής συμφωνίας, το επίθετο «ισχνή» του Ρουμπινί θα μπορούσε κάλλιστα να αντικατασταθεί από το πιο εύγλωττο εν προκειμένω επίθετο «λεόντειος».)
Ο τίτλος στο άρθρο του Ρουμπινί αστειεύεται με το γνωστό τραμπικό σύνθημα «ας κάνουμε την Αμερική και πάλι μεγάλη», καθώς αποφαίνεται με απόφθεγμα: «Ο Τραμπ θα κάνει και πάλι την Κίνα μεγάλη». Ωστόσο ο αναγνώστης του κειμένου του, που δημοσίευσε το Project Syndicate και αναδημοσίευσε ο Guardian, προβληματίζεται: τι εννοεί ο Ρουμπινί με τη φράση «και πάλι μεγάλη η Κίνα»; Πότε πριν υπήρξε «μεγάλη» η Κίνα στον καπιταλισμό; (Εστω, «μεγαλύτερη» από τώρα.) Σύγκριση, δε, με προκαπιταλιστικούς αυτοκρατορικούς χρόνους είναι ανεπίτρεπτη – για οικονομολόγο, τουλάχιστον.
Τα άμεσα αποτελέσματα της συμφωνίας
- Η Κίνα πήρε περισσότερα από όσα οι ΗΠΑ, με μεγαλύτερο κέρδος την άρση των εις βάρος της δασμών.
- Επήλθε εκεχειρία στον ανηλεή πόλεμο, ο οποίος επεκτείνεται σε πολλά πεδία και με πρώτο την τεχνολογία.
- Προς το παρόν αποφεύχθηκε η παγκόσμια ύφεση και η χρηματιστηριακή κατάρρευση.
- Οι σινοαμερικανικές σχέσεις μετατοπίστηκαν προς την «αποπαγκοσμιοποίηση».
Ο Ρουμπινί απαριθμεί τα θετικά της συμφωνίας (αποφεύχθηκε η παγκόσμια ύφεση και η κατάρρευση των χρηματιστηρίων), και στέκεται στα αρνητικά (προσωρινότητα, διάλειμμα εκεχειρίας στον ανηλεή πόλεμο που επεκτείνεται σε πολλά κρίσιμα πεδία: νομισματικό, τεχνολογικό, επενδυτικό, γεωπολιτικό).
Απαριθμεί, επίσης, τα αγκάθια τής Huawei και του 5G, τους παρεπιδημούντες στις ΗΠΑ κινέζους φοιτητές και επιστήμονες τους οποίους οι Αμερικανοί θεωρούν υπόπτους τεχνολογικής κατασκοπείας, κ.ά. Δηλώνει κιόλας ότι φοβάται πως οι Κινέζοι ενδέχεται να κυκλοφορήσουν ένα ψηφιακό νόμισμα ώστε να παρακάμψουν το ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα στο οποίο κυριαρχεί το δολάριο με τη δεδομένη συναλλαγματική βαρύτητά του.
Στο τέλος του κειμένου του ο αρθρογράφος ξεκαθαρίζει τι τον ενοχλεί περισσότερο από όλα: για αυτόν, η σινοαμερικανική σχέση μετατοπίστηκε προς την κατάσταση που ονομάζει «αποπαγκοσμιοποίηση» και εκδηλώνεται με αμερικανική εσωστρέφεια την ίδια ώρα που οι Κινέζοι του Σι Τζινπίνγκ «τρέχουν» σε όλον τον κόσμο επιθετικά προγράμματα «επεκτατισμού».
Ηταν λάθος η ένταξη της Κίνας στον ΠΟΕ;
Μένει να δούμε πώς θα εξελιχθεί η αντιπαλότητα στο πλαίσιο τού ελεγχόμενου (ψυχρός πόλεμος) ή μη ελεγχόμενου (θερμός πόλεμος) στρατηγικού ανταγωνισμού ΗΠΑ και Κίνας. Προς το παρόν ο Ρουμπινί οδύρεται επειδή αποκαλύφθηκε η «κενότητα» της θεωρίας των Δυτικών η οποία έκανε μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου την Κίνα, το 2001: οι Δυτικοί πίστευαν ότι έτσι παγκοσμιοποιημένη (με λεφτά στην τσέπη, θα λέγαμε), η Κίνα θα είχε αναγκαστεί να γίνει «πιο ανοιχτή ως κοινωνία, με πιο ελεύθερη και δικαιότερη οικονομία». Βέβαια τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς, και «με τη διακυβέρνηση Σι η Κίνα δημιούργησε ένα οργουελικό κράτος καταπίεσης, ενώ φούντωσε τον κρατικό καπιταλισμό της, κάτι που είναι ασυμβίβαστο με τις αρχές του ελεύθερου και δίκαιου εμπορίου».
Η αντιμετώπιση τέτοιου αντιπάλου, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δηλαδή, απαιτεί κατά τον Ρουμπινί συνεργασία όλων των Δυτικών: «Οι ΗΠΑ πρέπει να συνεργαστούν στενά με τους συμμάχους και εταίρους τους ώστε να φέρουν το μοντέλο ανοιχτής κοινωνίας και ανοικτής οικονομίας στον 21ο αιώνα. Οι δυτικές χώρες πρέπει να υιοθετήσουν οικονομικές μεταρρυθμίσεις για τη μείωση των ανισοτήτων και την αποφυγή καταστροφικών χρηματοπιστωτικών κρίσεων, καθώς και πολιτικές μεταρρυθμίσεις για να περιοριστεί η αντίδραση των λαϊκιστών εναντίον της παγκοσμιοποίησης, διατηρώντας παράλληλα το κράτος δικαίου».
Ετσι ο αναγνώστης του Ρουμπινί καταλαβαίνει ότι «δυστυχώς, η σημερινή αμερικανική κυβέρνηση δεν έχει τέτοιο στρατηγικό όραμα». Ο Τραμπ με τον προστατευτισμό του στην οικονομία «προτιμά να ανταγωνίζεται φίλους και συμμάχους, αφήνοντας τη Δύση διχασμένη» αλλά και ανήμπορη «να υπερασπιστεί και να μεταρρυθμίσει τη φιλελεύθερη παγκόσμια τάξη που δημιούργησε».
Οι Κινέζοι, λέει ο αρθρογράφος, προτιμούν να επανεκλεγεί ο Τραμπ το 2020. Η περίοδος της ισχύος του θα είναι για τους Κινέζους «βραχυπρόθεσμη ενόχληση», αλλά για τη Δύση συνολικά επικίνδυνη αφού θα είναι «ικανή να καταστρέψει τις στρατηγικές συμμαχίες που αποτελούν το θεμέλιο της αμερικανικής εξουσίας». Ετσι «ο Τραμπ θα κάνει και πάλι την Κίνα μεγάλη». Ή, ακριβέστερα, ακόμη πιο μεγάλη…
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News