Κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήταν εύκολο να αντιληφθεί κάποιος γιατί η πλειονότητα των κρατών της Λατινικής Αμερικής βρίσκονταν στο έλεος στυγνών δικτατόρων. Εκείνη την περίοδο οι Σοβιετικοί επιδίωκαν να παρεισφρήσουν στην «πίσω αυλή» των ΗΠΑ και η Κουβανική Επανάσταση είχε δημιουργήσει ένα μεγάλο ρήγμα στο αμερικανικό τείχος προστασίας, τρομοκρατώντας την Ουάσινγκτον.
Οι Αμερικανοί έπρεπε πάση θυσία να αποτρέψουν οποιαδήποτε άλλη απόπειρα κομμουνιστικής εισβολής, καταλήγοντας έτσι να παράσχουν τη στήριξή τους σε πραξικοπηματίες και μετέπειτα δικτάτορες. Παραδόξως, όμως, σήμερα, σημειώνει η Corriere della Sera, τα μοναδικά μη δημοκρατικά καθεστώτα που εξακολουθούν να υπάρχουν στη Λατινική Αμερική, εμπνέονται από την παραδοσιακή Αριστερά του οικονομικού παρεμβατισμού και της κοινωνικής πρόνοιας. Εξαιρώντας, οπότε την Κούβα και τη Βενεζουέλα, αποτελεί γεγονός πως στις περισσότερες λατινοαμερικανικές χώρες, οι πολίτες παρέδωσαν (μέσω δημοκρατικών διαδικασιών) την εξουσία στη Δεξιά.
Στον ευρύτερο χώρο της Δεξιάς ανήκουν οι κυβερνήσεις των τριών πιο σημαντικών χωρών της ηπείρου, της Βραζιλίας, της Αργεντινής και της Χιλής καθώς και εκείνες μικρότερων κρατών όπως η Παραγουάη, η Κολομβία και το Περού. Παρόλο που διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την έκφραση των όποιων δεξιών ή ακροδεξιών πεποιθήσεών τους, όλες αυτές οι κυβερνήσεις αυτοχαρακτηρίζονται φιλελεύθερες, μετα-ιδεολογικές και τεχνοκρατικές.
Ο πιο κατηγορηματικός και συγχρόνως εκκεντρικός (λαμβάνοντας υπόψη την πολιτική ορθότητα των τελευταίων δεκαετιών) από τους εκφραστές της (νεο)δεξιάς στη Λατινική Αμερική είναι ο υπερσυντηρητιός, μισογύνης και ακραία οικονομικά φιλελεύθερος πρόεδρος της Βραζιλίας Ζαΐρ Μπολσονάρο. Ο αποκαλούμενος «Τραμπ της Λατινικής Αμερικής» στελέχωσε την κυβέρνησή του με στρατιωτικούς και ευαγγελικούς πάστορες. Τάσσεται υπέρ της καθολικής οπλοκατοχής και της ελεύθερης ή μάλλον της αλόγιστης εκμετάλλευσης του τροπικού δάσους του Αμαζονίου, αδιαφορώντας πλήρως για το περιβάλλον και τους γηγενείς πληθυσμούς, ενώ επιθυμεί τον αφανισμό των ομοφυλόφιλων και τον τερματισμό της γυναικείας χειραφέτησης.
Διαφορετική είναι η Δεξιά του Μαουρίσιο Μάκρι, πρόεδρου της Αργεντινής, και του χιλιανού ομολόγου του Σεμπαστιάν Πινιέρα, δύο εκατομμυριούχων που αποφάσισαν να κατέλθουν στον στίβο της πολιτικής. Αμφότεροι είναι περισσότερο τεχνοκράτες παρά πολιτικοί και, σίγουρα, δεν επιθυμούν να περιορίσουν τις γυναίκες στα σπίτια τους, ούτε ενδιαφέρονται για τις σεξουαλικές προτιμήσεις των πολιτών τους. Υποστηρίζουν, όμως, τον οικονομικό φιλελευθερισμό ενώ εμφανίζονται ιδιαίτερα αποφασισμένοι να πατάξουν την εγκληματικότητα. Πιστεύουν σε ένα «ελάχιστο» κράτος, ανοιχτό στις αγορές με μικρό δημόσιο χρέος. Σχολεία και νοσοκομεία εντάσσονται στις δαπάνες που πρέπει να περιοριστούν ώστε να αυξηθούν οι πόροι για περισσότερους αστυνομικούς, περισσότερα όπλα και περισσότερες φυλακές με στόχο την απόλυτη διασφάλιση της δημόσιας τάξης.
Η στροφή των Λατινοαμερικανών προς την Δεξιά και ακόμα παραπέρα άρχισε τα τελευταία χρόνια. Γιατί από το 2000 έως και πολύ πρόσφατα, στον χάρτη της Λατινικής Αμερικής κυριαρχούσε το κόκκινο χρώμα κυβερνήσεων που εργάζονταν για την αποκατάσταση της κοινωνίας, διογκώνοντας, ωστόσο, τους κρατικούς προϋπολογισμούς.
Πρωταγωνιστές αυτού του αριστερού ρεύματος ήταν ο Ούγκο Τσάβες και ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, οι οποίοι παρουσιάστηκαν ενώπιον των πολιτών τους ως εναλλακτική επιλογή στις διεφθαρμένες κλίκες της Δεξιάς. Όπως ακριβώς κάνουν σήμερα, απέναντι στις αριστερές κλίκες, οι εκφραστές της αναγεννημένης Δεξιάς. Τόσο ο Τσάβες όσο και ο Λούλα είχαν ένα πακτωλό χρημάτων (από τα πετρελαϊκά έσοδα) στη διάθεσή τους, προβαίνοντας σε σημαντικές επενδύσεις με στόχο την ανάπτυξη των χωρών τους. Απέτυχαν παταγωδώς και, κυρίως, δημιούργησαν τη δική τους διαφθορά.
Πλέον, όμως, η Βενεζουέλα των δύο προέδρων και των δεκάδων νεκρών φλέγεται ενώ οι Βραζιλιάνοι, δεδομένης της εκτεταμένης διαφθοράς στους κόλπους του Κόμματος των Εργατών και της περιορισμένης οικονομικής ανάπτυξης (1% το 2017) επέλεξαν να παραδώσουν τα ηνία της χώρας σε έναν νοσταλγό της χούντας.
Αιματηρό χάος στη Βενεζουέλα στο όνομα του «Libertador»
Υπήρξε κάποτε ένας στρατηγός ονόματι Σιμόν Χοσέ Αντόνιο δε λα Σαντίσιμα Τρινιδάδ Μπολίβαρ ι Παλάσιος, ο οποίος έμεινε στην Ιστορία απλούστερα ως Σιμόν Μπολίβαρ. Γεννήθηκε στο Καράκας το 1783 και πέθανε το 1830 από φυματίωση. Αλλά κατά τη διάρκεια της σύντομης ύπαρξής του ως πατριώτης και επαναστάτης, κατάφερε να κερδίσει τον τίτλο του«Libertador», όχι μόνον της πατρίδας του αλλά σημαντικού τμήματος της Λατινικής Αμερικής.
Ιδρυτής και πρόεδρος της Μεγάλης Κολομβίας (μιας συνομοσπονδίας που περιελάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της βόρειας Λατινικής Αμερικής και τμήματα της νότιας Κεντρικής Αμερικής) ο Μπολίβαρ διαδραμάτισε καίριο ρόλο στον αγώνα για την ανεξαρτησία από την Ισπανία της Κολομβίας, της Βενεζουέλας, της Βολιβίας, του Περού, του Παναμά και του Ισημερινού. Και αυτό εξηγεί γιατί εξακολουθεί να αποτελεί πρότυπο και σημείο αναφοράς για πολλούς λατινοαμερικανούς ηγέτες οι οποίοι ανταγωνίζονται για τον τίτλο του πιο πιστού συνεχιστή της κληρονομιάς του.
Στη Βενεζουέλα η νέα «μπολιβαριανή επανάσταση» ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1998 όταν την εξουσία κέρδισε ο Ούγκο Τσάβες χάρη στις ψήφους των φτωχών και άνεργων μαζών της χώρας του. Μετά τον θάνατό του στην ηγεσία της «Μπολιβαριανής Δημοκρατίας της Βενεζουέλας» τον διαδέχτηκε ο Νικολάς Μαδούρο, παιδί των ιδεών του «Libertador» και αυτός, σύμφωνα με δηλώσεις του ίδιου. Την περασμένη Τετάρτη, ωστόσο, όταν ο Χουάν Γκουαϊντό αυτοανακηρύχθηκε προσωρινός πρόεδρος της χώρας, το έκανε κρατώντας σφιχτά στο χέρι του ένα αντίγραφο του συντάγματος της χώρας με το πρόσωπο του Σιμόν Μπολίβαρ.
Δεν θα πρέπει να προκαλεί εντύπωση, οπότε, ότι τον «Ελευθερωτή» επικαλέστηκε ακόμα και ο Πάπας Φραγκίσκος κατά την επίσκεψή του, αυτές τις ημέρες, στον Παναμά, στο πλαίσιο των εορτασμών για την Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας, αναφερόμενος στο «όνειρο της ένωσης της Μεγάλης Πατρίδας».
Κάθε πολίτης έχει το δικαίωμα «να αισθάνεται ότι καθορίζει το πεπρωμένο του», ενάντια «σε κάθε είδους προστασία που απαιτεί τον περιορισμό της ελευθερίας», σημείωσε ο Ποντίφικας, ζητώντας από τους πολιτικούς να συμπεριφέρονται και να ενεργούν με τρόπο που να «αποδεικνύει ότι η δημόσια διοίκηση είναι συνώνυμο της τιμιότητας και της δικαιοσύνης και αντώνυμο κάθε μορφής διαφθοράς».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News