Το ποτάμι του αίματος 33.000 Αμερικανών που κάθε χρόνο χάνουν τη ζωή τους από όπλα, έφτασε στην πρωτεύουσα της ανεμελιάς, την Ντίσνεϊλαντ των ενηλίκων, το Λας Βέγκας. Από τη δολοφονική μανία του 66χρονου συνταξιούχου Στίβεν Πάντοκ έπεσαν νεκροί 59 άνθρωποι ενώ άλλοι 500 τραυματίστηκαν – και ο απολογισμός δυστυχώς δεν είναι ακόμα οριστικός. Οι αριθμοί αυτοί σε καιρό ειρήνης μπορεί να σοκάρουν, αλλά στη χώρα που ζει ξανά και ξανά την επανάληψη ενός αιματηρού και παρανοϊκού Φαρ Ουέστ, δεν είναι αυτοί οι αριθμοί που θα έπρεπε να εντυπωσιάζουν. Διότι το «ιστορικό ρεκόρ θυμάτων», όπως αναφέρουν οι αμερικανικές εφημερίδες δεν προέκυψε ξαφνικά. Και είναι βέβαιο, αναφέρει στην έντυπη έκδοσή της η ιταλική Repubblica, ότι σε μία χώρα όπου κυκλοφορούν σε χέρια πολιτών 1.000.000 πολεμικά πυροβόλα όπλα και 300.000.000 πιστόλια και αυτό το «ρεκόρ» κάποια στιγμή θα καταρριφθεί.
Σε μία χώρα που ένας υποψήφιος γερουσιαστής του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και πρώην δικαστής, ονόματι Ρόι Μουρ, ανεβαίνει στο βήμα της προεκλογικής του συγκέντρωσης κραδαίνοντας ένα ρεβόλβερ και υπόσχεται στο εκστασιασμένο κοινό του να το έχει μαζί του στην Ουάσιγκτον, στη Βουλή όπου βρίσκεται ένας βουλευτής του ιδίου κόμματος ο οποίος προ ολίγων μηνών δέχτηκε τα πυρά ενός διαταραγμένου πολιτικού αντιπάλου του, καταλαβαίνει κανείς ότι λίγα πράγματα μπορεί να ελπίζει κανείς σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των όπλων.
Είναι η πολιτική, ο Τραμπ, η ιστορία, η παράδοση, τα οικονομικά συμφέροντα, ο φόβος και το μίσος που τρέφουν αυτό το εξωφρενικό γαϊτανάκι του τρόμου. Ενα γαϊτανάκι που ούτε οι σφαγές στο λύκειο Κολουμπάιν το 1999, ούτε στο δημοτικό σχολείο του Σάντι Χουκ το 2012, ούτε στο Ορλάντο το 2016, ούτε αυτή στο Λας Βέγκας, η πλέον πολύνεκρη στην ιστορία των ΗΠΑ, δεν πρόκειται να σταματήσουν. Το αντίθετο μάλιστα συμβαίνει. Μετά το σοκ μιας σφαγής ακολουθεί αύξηση των πωλήσεων όπλων, καθώς οι υποστηρικτές της οπλοκατοχής φοβούνται μήπως η κυβέρνηση αποφασίσει να νομοθετήσει επιτέλους περιορισμούς (όπως έκανε ο Μπιλ Κλίντον το 1993, με στόχο να περιορίσει τουλάχιστον το εμπόριο αυτόματων και ημιαυτόματων όπλων, σχεδιασμένων όχι για κυνήγι, εξάσκηση στη σκοποβολή, ή αθλητισμό αλλά για να σκοτώνουν όσους περισσότερους εχθρούς μπορούν στο ελάχιστο δυνατό χρόνο).
Ενα πυροβόλο όπλο AR16, που μπορεί να το αποκτήσει οποιοσδήποτε Αμερικανός από το Διαδίκτυο στην τιμή ενός καλού smartphone, έχει τη δυνατότητα τριών βολών το δευτερόλεπτο ή 180 το λεπτό. Η πηγή της αμερικανικής παράνοιας με τα όπλα, εντοπίζεται στην «ιστορική παράδοση» και κατά πολλούς Αμερικανούς βρίσκει τη νομιμοποίησή της στο δεύτερο άρθρο του αμερικανικού Συντάγματος, το οποίο εξασφαλίζει σε όλους τους πολίτες το δικαίωμα να φέρουν όπλα.
Η ερμηνεία του συγκεκριμένου εδαφίου έχει περάσει από σαράντα κύματα, αλλά για τον μέσο Αμερικανό που αγαπά τα όπλα οι νομικές ερμηνείες είναι αδιάφορες. Ούτε φαίνεται να ενδιαφέρει πολλούς το απλό γεγονός ότι όταν γράφτηκε αυτό το κείμενο οι άνθρωποι πυροβολούσαν ακόμα με εμπροσθογεμή μουσκέτα και ότι ακόμα και ο καλύτερος σκοπευτής δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί ότι μπορεί να ρίξει 180 βολές το λεπτό.
Παραμένει γεγονός ότι η NRA (National Riffle Association, Εθνικός Σύνδεσμος για την Οπλοκατοχή), το λόμπι των υποστηρικτών των όπλων στις ΗΠΑ, παραμένει παντοδύναμο, ότι οι Ρεπουμπλικανοί παραδοσιακά ψαρεύουν ψήφους από αυτούς και ότι οι Δημοκρατικοί το μόνο που κάνουν, κάθε φορά που η τραγωδία επανέρχεται, είναι να ψελλίζουν μισόλογα για ελέγχους και περιορισμούς που με ευκολία προσπερνά η τεράστια αγορά όπλων των ΗΠΑ.
Η αμερικανική ιστορία, η ιστορία δηλαδή της ευρωπαϊκής εισβολής και κατάκτησης της Αμερικής και της εξέγερσης κατά της βρετανικής κυριαρχίας, είναι γραμμένη με όπλα όπως Colt, Winchester και Smith & Wesson των οποίων οι «απόγονοι» κυκλοφορούν και σήμερα στις ΗΠΑ. Αυτά τα όπλα είναι συνδεδεμένα στο αμερικανικό συλλογικό υποσυνείδητο με την εικόνα του καλού σερίφη, του αγελαδάρη-καουμπόι και του εποικιστή της Αγριας Δύσης. Οι πολύνεκρες τραγωδίες όμως, που κατά τακτά χρονικά διαστήματα χτυπούν τις ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να συμβούν παρά μόνο λόγω της δυνατότητας των δολοφόνων να προμηθεύονται όπλα τόσο φονικά που πολλαπλασιάζουν το αποτέλεσμα της παράνοιάς τους.
Η συνήθης δικαιολογία των υποστηρικτών της οπλοκατοχής, ότι δεν είναι τα όπλα που σκοτώνουν αλλά εκείνοι που τα κρατούν, μπορεί να διαβαστεί και αντίστροφα. Αν δηλαδή ο Στίβεν Πάντοκ είχε στα χέρια του ένα μαχαίρι και όχι μία «συλλογή» όπλων -όπως αποκαλούν οι λάτρεις των όπλων τα ιδιωτικά οπλοστάσια που διαθέτουν- τότε δεν θα μετρούσαμε τώρα τους νεκρούς και τους τραυματίες κατά δεκάδες και εκατοντάδες.
«Δεν είναι τώρα η στιγμή να μιλήσουμε για ελέγχους όπλων» έδωσε το σύνθημα η εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου, Σάρα Χάκαμπι Σάντερς. Και όλοι στις ΗΠΑ ξέρουν ότι και πάλι τίποτα δεν πρόκειται να γίνει. Απλώς θα περιμένουν μέχρι και αυτό το αιματοβαμμένο ρεκόρ να καταρριφθεί.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News