«Εκείνο το βράδυ σκέφτηκα μία νέα Ευρώπη» λέει, εννοώντας την 9η του μεγάλου Νοεμβρίου της Γερμανίας, του 1989, όταν έπεσε το Τείχος που για δεκαετίες είχε χωρίσει όχι μόνο το Βερολίνο, όχι μόνο μία χώρα, «μα όλη την Ευρώπη».
Με άρθρο του στη La Repubblica ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης (ή ο επιφανέστερος εκπρόσωπος της εσχάτης σοβιετικής νομενκλατούρας, αν προτιμάτε) κατέθεσε τη δική του ερμηνεία για το ανατρεπτικό έτος της γερμανικής ενοποίησης και δρομολόγησης κοσμογονικών αλλαγών στην ευρωπαϊκή ήπειρο και σε όλον τον κόσμο.
Ο Γκορμπατσόφ γράφει με γλαφυρό τρόπο στο άρθρο του ότι «το 1989 η Ιστορία επιτάχυνε το ταξίδι της», ένα «ταξίδι» που στο πολιτικό προσωπικό και των δύο «στρατοπέδων» έφερε αναστάτωση: «Σε τέτοιες ιστορικές στιγμές, ο βαθμός ευθύνης και σοφίας των ηγετών τίθεται σε δοκιμασία».
Στην πραγματικότητα ο Γκορμπατσόφ είχε δοκιμάσει τις αντοχές της σοβιετικής κομματοστρατιωτικής νομενκλατούρας νωρίτερα, το 1986, ενάμιση μήνα πριν από την πυρηνική τραγωδία του Τσερνόμπιλ, αφού στο 27ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, ως επικεφαλής του κόμματος των μπολσεβίκων, είχε ομολογήσει και καυτηριάσει τα προβλήματα στην παραγωγή ειδών ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, όπως και τα φαινόμενα διαφθοράς στο κράτος. Τότε είχε μιλήσει για καταστάσεις ελλείμματος (στην παραγωγή και στο ήθος), οι οποίες συνέβαιναν ταυτόχρονα με την τρελή «κούρσα εξοπλισμών» και με τα διάφορα πανάκριβα διαστημικά προγράμματα.
Στο κείμενό του στην ιταλική εφημερίδα ο Γκορμπατσόφ υποστηρίζει ότι οι αλλαγές που επήλθαν στο λεγόμενο ανατολικό μπλοκ ήταν, αφ’ ενός, «πολυαναμενόμενες» και, αφ’ ετέρου, αποτέλεσμα «της διαδικασίας εκδημοκρατισμού στη Σοβιετική Ενωση». Ετσι, και «οι αξιώσεις των πολιτών ήταν όλο και πιο ριζοσπαστικές».
Καθώς θυμήθηκε το ταξίδι του στο Βερολίνο, τον Σεπτέμβριο του 1989, όπου είχε μεταβεί για να γιορτάσει την 40ή επέτειο της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας (ΛΔΓ/DDR), μνημονεύει τις εμπειρίες του από τους «δυστυχισμένους ανθρώπους» που είδε στις επίσημες εκδηλώσεις, δηλαδή από ανθρώπους που είχαν επιλεγεί σχολαστικά από το ανατολικογερμανικό καθεστώς βάσει καταλόγων της Στάζι. «Το φθινόπωρο του 1989 η κατάσταση στη ΛΔΓ έγινε, χωρίς υπερβολή, εκρηκτική» γράφει ο Γκορμπατσόφ. «Μεγάλες ομάδες ανθρώπων εγκατέλειψαν τη χώρα, στις μεγάλες πόλεις οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε ειρηνικές διαδηλώσεις». Για τους παραπάνω λόγους, εξηγεί, δεν τον αιφνιδίασε η πτώση του Τείχους του Βερολίνου στις 9 Νοεμβρίου.
Εξιστορεί κατόπιν τα βήματα που έκανε η σοβιετική πλευρά, με προσεκτικό τρόπο, ώστε να αποφευχθούν η χρήση βίας από τα σοβιετικά στρατεύματα που στρατοπέδευαν στην Ανατολική Γερμανία και η αιματοχυσία, αλλά παράλληλα και «για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ενωσης και η ειρήνη στην Ευρώπη». Λέει ότι είπε στον τότε καγκελάριο της Ομοσπονδιακής Γερμανίας (Δυτική Γερμανία) Χέλμουτ Κολ πως η ενοποίηση της Γερμανίας προϋποθέτει ευθύνη από πλευράς Γερμανών, «τον σεβασμό τους όχι μόνο απέναντι στα συμφέροντα άλλων λαών, αλλά και απέναντι στα συναισθήματά τους».
Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Επ’ αυτού ακριβώς, ο «Γκόρμπι» δίνει ένα σημαντικό στοιχείο, το οποίο μεταφέρουμε αυτολεξεί: «Η ανησυχία δεν ήταν μόνο δική μας. Ακόμα και οι σύμμαχοι της Δυτικής Γερμανίας στο ΝΑΤΟ -η Γαλλία, η Βρετανία, η Ιταλία- δεν ήθελαν ταχεία επανένωση της Γερμανίας. Αυτό το κατάλαβα από τις συνομιλίες που είχα με τους ηγέτες τους. Σε κάθε χώρα που στο παρελθόν είχε υποστεί επίθεση από τους Γερμανούς υπήρχε φόβος ενόψει της επανένωσης (…) Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο γερμανικών κρατών, της Σοβιετικής Ενωσης, των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας δεν προχωρούσαν ομαλώς, υπήρχαν αμφισβητήσεις, συγκρούσεις απόψεων. Ωστόσο η επανένωση τελείωσε με επιτυχία. Επειδή όσοι συμμετείχαν στην περίπλοκη διπλωματική διαδικασία έδειξαν προνοητικότητα, θάρρος και μεγάλη ευθύνη».
Πρωταγωνίστησαν οι λαοί
Πάντως ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης, πιθανώς υπακούοντας στο ιδεολογικό περιεχόμενο μίας αρχετυπικής μαρξιστικής-λενινιστικής σύμβασης η οποία καθόρισε επί μακρόν τη ζωή του, ανεβάζει στο βάθρο του πρωταγωνιστή όχι το σώφρον πολιτικό προσωπικό της εποχής, αλλά τους λαούς: τόσο των δύο Γερμανιών όσο και της Σοβιετικής Ενωσης. «Τον κύριο ρόλο τον έπαιξε ο λαός. Οι δύο λαοί. Οι Γερμανοί που αποφασιστικά και με ειρηνικό τρόπο δήλωσαν τη βούλησή τους για εθνική ενότητα, αλλά και οι Ρώσοι που έδειξαν κατανόηση για τις γερμανικές προσδοκίες».
Η τελική κρίση του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ για τα γεγονότα του 1989 είναι ότι αυτά έθεσαν τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο. Γράφει κιόλας ότι στόχος των πολιτικών ηγετών της γενιάς του σε εκείνη τη φάση ήταν «μία νέα Ευρώπη, χωρίς διαχωριστικές γραμμές». Ωστόσο μέμφεται τους επιγόνους: «Οι ηγέτες που μας διαδέχθηκαν δεν έχουν επιτύχει αυτόν τον στόχο. Στην Ευρώπη δεν δημιουργήθηκε μια σύγχρονη αρχιτεκτονική ασφάλειας, ένας αξιόπιστος μηχανισμός πρόληψης των συγκρούσεων και καταλλαγής». Και, κατά τον «Γκόρμπι», σε αυτήν την έλλειψη οφείλονται «τα προβλήματα και οι τραυματικές συγκρούσεις που πλήττουν σήμερα την ήπειρό μας».
Στην κατακλείδα, και από τη θέση του αρθρογράφου και μόνο πλέον, ο εμβληματικός πολιτικός παράγων, αυτός που ουσιαστικά ξαναγέννησε τη Ρωσία σωριάζοντας σε ερείπια το έτοιμο από καιρό να καταρρεύσει πολυεθνικό σοβιετικό κράτος, προβαίνει σε μία έκκληση η οποία φθάνει σίγουρα μέχρι τη Μόσχα, ενδεχομένως και μέχρι την Ουάσιγκντον: «Καλώ τους ηγέτες του κόσμου να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις, να επιστρέψουν στον διάλογο, χάριν του μέλλοντός μας».
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News