Στην αρχή, δεν πίστευα στα μάτια μου. «Μα, Στρίντμπεργκ δεν ανεβάζεις;». Ένα σύγχρονο σαλόνι, που θα μπορούσε να βρίσκεται στην Κυψέλη, στου Ψυρρή (όπου και το Θέατρο «Αποθήκη» της ιστορίας μας) ή στην Τούμπα της Θεσσαλονίκης. Και μια κουζίνα. Όλα λίγο ανάστατα. Σαν να μπουκάρησε κάποιος στο άδυτο της ελληνικής μεσαίας τάξης (ναι, αυτής που λένε πως χάθηκε) και είπε να αφήσει πίσω του ίχνη εισβολής.
«Μα, Στρίντμπεργκ δεν ανεβάζεις;». Η καταφατική απάντηση του Βασίλη Μπισμπίκη λίγο με ησύχασε. Λίγο έλειψε να πιστέψω ότι ήρθα μούρη με μούρη με το σκηνικό λάθος έργου. Πού ο «ψυχρός» σκανδιναβικός καθωσπρεπισμός του 1887.
Θα σας το αποκαλύψω από την αρχή, καταργώντας την σειρά των πραγμάτων. Καθώς κάπου στο τέλος κατάλαβα αυτό που φέρει και αυτό που τελικά θέλει να πει ο Βασίλης Μπισμπίκης. Ως σκηνοθέτης, εν προκειμένω στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ, ή στο εξαιρετικά επιτυχημένο περυσινό (που επανακάμπτει στον «χώρο του», στο Cartel, δίπλα στις νταλίκες της Αγίας Άννης) «Άνθρωποι και ποντίκια» ή στο επερχόμενο (πάλι στο Cartel, που κερδίζει ολοένα πόντους και πολύ νεανικό, φανατικό, κοινό). Γιατί, δηλαδή, μεταφέρει τον αιματηρό ύμνο στην φιλία του νομπελίστα Τζον Στάινμπεκ σε ένα χύμα συνεργείο της Αθήνας, δίπλα στον «Άρη» (Βελουχιώτη) της Σοφίας Αδαμίδου, επίσης σε σκηνοθεσία του (επιστρέφει στο Cartel). Ή ετοιμάζεται να στήσει ένα πορνείο με τραβεστί πάνω στα θρυλικά «Κόκκινα φανάρια» (από τέλη Φεβρουαρίου, επίσης στο Cartel).
«Ήμουν και είμαι πολύ θυμωμένος», μου αποκαλύπτει κοντά στο τέλος της κουβέντας μέσα στο σκηνικό του «Πατέρα», στο «Αποθήκη». «Είναι θέμα ιδιοσυγκρασίας. Πιστεύω στο θέατρο του σοκ. Πιστεύω στην ακραία ρεαλιστική απεικόνιση, φωτογραφική σχεδόν, των γεγονότων στην ζωή. Στο θέατρο που μιμείται την ζωή». Και το κάνει καλά. Και πολύ επιτυχημένα, αν κρίνω από το νεανικό κοινό που τον ακολουθεί σε αυτά τα σκληρά έργα. Ή και σε έργα σαν του Στάινμπεκ και τώρα του Στρίντμπεργκ, που τα κάνει ελληνικά… σκληρά. Τους δίνει φόντο. Και τα συσχετίζει στην ουσία τους και όχι μόνον στην εικόνα τους με το σκληρό γύρω μας.
Επίσης, το λέει και το εννοεί: «Με ενδιαφέρει το ελληνικό έργο και το ελληνικό στο έργο. Τι νόημα έχει να ανεβάσουμε Στρίντμπεργκ σαν να είμαστε Σουηδοί». Αυτή η κοινωνία, η ελληνική, τον ενδιαφέρει. Σε αυτήν βιώνει αυτόν τον θυμό, που μου εξομολογείται. Γιατί, λέει, έχει θέμα. Και μου θυμίζει τον μεγάλο δάσκαλο και θεωρητικό του θεάτρου Γέρζι Γκροτόφσκι. Που έλεγε πως «κάθε Σάββατο πάνε οι κυρίες με τις γούνες να δουν «Αντιγόνη». Ταυτίζονται με την Αντιγόνη, χειροκροτούν την Αντιγόνη και μόλις βγαίνουν από το θέατρο, γίνονται όλοι και όλες Κρέοντες». Αυτό το συγκεκριμένο βιάζομαι να το φέρω μπροστά, επίσης από το τέλος της κουβέντας μας. Όταν μιλάμε για τα επερχόμενα «Κόκκινα φανάρια» και τον ρωτάω αν τα στήνει με τραβεστί, έχοντας στον νου του την υπόθεση του Ζακ. Όχι, λοιπόν, δεν το κάνει με καμία αφορμή και δίχως να έχει στον νου κάποιον. Παρά την παθογένεια της κοινωνίας μας.
Πάμε τώρα πίσω στην αρχή. Στον «Πατέρα» του Στρίντμπεργκ. Τον οποίο ο Βασίλης Μπισμπίκης «μεταμορφώνει» σε ελληνικό… μόρφωμα. «Κρατάμε την δομή και τα θέματα του έργου που μπορούν να σταθούν σήμερα. Στην εποχή του Στρίντμπεργκ, ας πούμε, την κηδεμονία την είχε εκ του νόμου ο πατέρας. Σήμερα όπως ξέρουμε τον πρώτο λόγο έχει η μητέρα. Κι εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που αφορά την πατρότητα και την ανατροφή του παιδιού. Κάτι που φέρνει τους γονείς σε κόντρα και οδηγεί την μάνα να λέει στον πατέρα, σκληρά: το παιδί δεν είναι δικό σου».
Ένα θέμα που έχει αναπτύξει στην δική του εκδοχή του «Πατέρα» ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι κι εκείνο που μας αφορά. «Είναι η κακή οικονομική κατάσταση. Μιλάμε για μια μεσοαστική οικογένεια εν μέσω κρίσης, σε οικονομικό τέλμα. Και σε αυτό έρχεται να δέσει η πάλη των δύο φύλων, ο γάμος. Ο ψυχίατρος και ο πάστορας του Στρίντμπεργκ δεν υπάρχουν εδώ. Ενοποιούνται στον κουνιάδο. Και η γιαγιά, που δεν την φανερώνει ο συγγραφέας, εδώ είναι παρούσα. Και μισότρελη. Όλοι σε ένα σπίτι βαθιά δυσλειτουργικό, παραμονή Πρωτοχρονιάς του 2019…»
Σε αυτό το σπίτι, μέσα σε μία μόλις ημέρα, βλέπουμε την άθλια οικονομική κατάσταση – κρίση, αν θέλετε – να κάνει εμφανή τα σημάδια της φθοράς και να φέρνει την έκρηξη. Σοβούντος ενός πολέμου των φύλων, για την ανατροφή του παιδιού, «ενός πολέμου χωρίς ηθική. Αυτό που θέλω, τελικά, να πω και που το θέτει το έργο είναι πως όσο αντιμετωπίζουμε την ζωή μέσα από τον εγωισμό, η ζωή φαίνεται και γίνεται γελοία. Όσο έρχεσαι σε επαφή με τον θάνατο (σ.σ.: προσφιλές θέμα και του «άρρωστου», κατά κάποιους, Ογκουστ Στρίντμπεργκ), γαληνεύεις. Έχουμε δύο καραγκιόζηδες, τους γονείς, που ξεσκίζονται επειδή τελικά έχουν χάσει κάθε επαφή μεταξύ τους. Και πρέπει να θυμηθούν το απλό: ο θάνατος μας ενώνει, με έναν τρόπο. Ότι πρέπει να περνάει από την σκέψη μας πως είμαστε περαστικοί από αυτήν την ζωή». Και αυτό φτάνουν να το θυμηθούν η Μαρίνα (Ασλάνογλου) και ο Τάσος (Ιορδανίδης), που στην παράσταση του «Πατέρα» κρατούν τα πραγματικά τους ονόματα. Με τον Τάσο στον ρόλο ενός ιδιοκτήτη ροκ μπαρ που περνάει τη χειρότερή του φάση και ψάχνει τρόπο να το αλλάξει για να «πετύχει».
Δεν θέλει, μου λέει ο ηθοποιός και σκηνοθέτης, να δει ο θεατής ένα έργο του 1887 και να πει ότι απλά αφορούσε εκείνη την εποχή. «Θέλω να τον ταρακουνήσω. Να τον σοκάρω». Όσο για τα έργα, δεν τα διαβάζει, μου λέει. Εκείνα τον διαβάζουν. Και ψάχνει εκείνα που θα τον βοηθήσουν να πει εκείνο που θέλει, κάθε φορά. Στο «Άνθρωποι και ποντίκια» ήθελε να μιλήσει για την φιλία. Εδώ για τον γάμο. «Είμαι σε γάμο κι εγώ κι έχω κι ένα παιδί», μου εξηγεί. «Και είναι κάτι με το οποίο έχω άμεση ταύτιση».
Δεν πιστεύει ότι το θέατρο «λέει κάτι» για να διδάξει. Μας θέτει ερωτήματα προς σκέψη. Το ζήτημα είναι να βρει κάτι από τον εαυτό του ο θεατής και η παράσταση να τον κάνει να σκεφτεί. «Το ζήτημα είναι να το δει ο θεατής και να φτάσει, ας πούμε να πει, κοίτα να δεις πόσο γελοίος είμαι όταν συμβαίνει αυτό». Αυτό είναι το πρώτο ζητούμενο και συμπέρασμά του από αυτό το ανέβασμα του «Πατέρα». Άλλο; «Ναι. Ότι το χρήμα δεν είναι ταξικό. Και δημιουργεί ένταση σε όλες τις τάξεις όταν δεν υπάρχει».
Σκεφθείτε δε ότι αυτό το δούλευε ενόσω έκανε έξι μήνες (ναι, έξι μήνες) πρόβες, σχεδόν καθημερινά, για την νέα ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Η Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», μια μαύρη κωμωδία που θα βγει στις αίθουσες μέχρι τις αρχές του 2020. «Τον έκλεψα πάρα πολύ το Γιάννη», μου ομολογεί ευθαρσώς. Φαντάζει κυνικό ότι «έκλεψε» τον Γιάννη Οικονομίδη (που παρέδωσε και θεατρικά μαθήματα με το επιτυχημένο, σκληρό «Στέλλα, κοιμήσου»), αλλά αυτό ήταν που του ξεκλείδωσε κάποια πράγματα, σκηνικά και μη, στα οποία είχε κενά, συνεχίζει την ομολογία του.
Στην «Μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς», ο Βασίλης Μπισμπίκης υποδύεται έναν άλλοτε λαϊκό τραγουδιστή που έχει ανοίξει ένα μπουζουξίδικο στη Λαμία (όπου και κυρίως γυρίζεται από πέρυσι η ταινία), μαζί με τη μάνα του, όπως μου εξηγεί ο πρωταγωνιστής. Ερωτεύεται την ηρωίδα (Βίκυ Παπαδοπούλου) και πάνω σε αυτό, με αφορμή την κλοπή 1.000.000 ευρώ, ξεσπάει ένας πόλεμος στους κόλπους της νύχτας. «Με αποτέλεσμα να αφανιστεί το σύμπαν. Ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με ένα φοβερό, ανυπόφορο δίλημμα: θα σκοτώσει την αγαπημένη του για τα λεφτά ή όχι; Ένας καλός χαρακτήρας σε πολύ δύσκολο σταυροδρόμι».
Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, ο Βασίλης Μπισμπίκης ξεσκονίζει και την άλλη… γροθιά του. Στο θέατρο, επίσης. Στο Cartel, τον χώρο που έπλασε με τον Παναγιώτη Σούλη και την Φαίη Τζίμα, στην Αγίας Άννης και έχει μπει ορμητικά στο θεατρικό χάρτη, αν και έκκεντρα. Εκεί επιστρέφει ο «Άρης» του, με τον καθηλωτικό Τάσο Σωτηράκη, το «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ. Εκεί πήρε μεταγραφή από το «Από Μηχανής» ο επίσης καθηλωτικός και πόλος έλξης νέου κοινού (ακόμη κι εκείνου που δεν είχε δει ποτέ θέατρο) «Εθνικός Ελληνορώσων» του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου, σε σκηνοθεσία του μετρ του είδους Γιώργου Παλούμπη. Εκεί θα στηθεί μια μεγάλη παράγκα του Καραγκιόζη, η παιδική σκηνή του Cartel, με την μεταγραφή από το «104» του δεξιοτέχνη Κωνσταντίνου Κουτσουμπλή. «Αν δεν φτιαχτεί στο Cartel η παράγκα του Καραγκιόζη, πού αλλού ταιριάζει;», αναρωτιέται ρητορικά ο Βασίλης Μπισμπίκης.
Σοκαρίστηκε, συνεχίζει στην κουβέντας, όταν είδε 17 άτομα στην ανάγνωση του επόμενου σχεδίου του. «Κόκκινα φανάρια». Το θεατρικό που έγινε ταινία από τον αξέχαστο Βασίλη Γεωργιάδη, έφτασε στα Όσκαρ και έχασε για ελάχιστες ψήφους το βραβείο ξένης ταινίας από το θρυλικό «8 ½» του Φελίνι. «Κρατάμε το έργο όπως είναι στην ταινία. Σε ένα μπουρδέλο με τραβεστί. Πάνω, τα δωμάτια για τις βίζιτες. Και όμως, υπάρχουν τέτοια μαγαζιά στην Αθήνα. Μόνον με τραβεστί». Γιατί όλο αυτό, θεατρικά; Προς τι επιλογή; Κάνει μια παύση και μου εξομολογείται: «Περιμένω την επόμενη μέρα. Που θα αλλάξει η στάση μας απέναντι στη διαφορετικότητα. Να τελειώσουμε, επιτέλους, με αυτό. Υπάρχει θέμα, μεγάλο, στην κοινωνία μας».
Και στο θέατρο; – τον ρωτώ στο φινάλε. Τι θα ήθελε, τι περιμένει να αλλάξει; «Να πάψει να υπάρχει η νοσηρότητα στις πρόβες», μου λέει με τον θυμό που επικαλείται απέναντι στα πράγματα. «Στο δημιουργικό κομμάτι δεν χρειάζεται ο εξευτελισμός του ηθοποιού για να γεννηθεί τέχνη. Πρέπει να υπάρχει η χαρά του παιχνιδιού. Με πολύ πόνο και κόπο, αλλά με χαρά».
Info
«Πατέρας» του Ογκουστ Στρίντμπεργκ, στο Θέατρο «Αποθήκη» (Σαρρή 40, Ψυρρή), από 9 Οκτωβρίου 2019
Διασκευή – Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Μαρία Καραθάνου
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα
Παίζουν: Μαρίνα Ασλάνογλου, Τάσο Ιορδανίδη, Ιωσήφ Ιωσηφίδη, Γιάννα Σταυράκη, Νικολέττα Χαρατζόγλου
«Άνθρωποι και ποντίκια» του Τζον Στάινμπεκ στον Τεχνοχώρο Cartel (Αγίας Άννης), από 17 Οκτωβρίου 2019
Μετάφραση- Ελεύθερη απόδοση: Σοφία Αδαμίδου
Δραματουργική επεξεργασία – Σκηνοθεσία: Βασίλης Μπισμπίκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη
Παίζουν: Βασίλης Μπισμπίκης, Δημήτρης Δρόσος, Νικολέτα Κοτσαηλίδου, Στέλιος Τυριακίδης, Μάνος Καζαμίας, Γιώργος Σιδέρης, Γιανμάζ Ερντάλ, Θάνος Περιστέρης, Αγγέλα Πατσέλη.
Στον ίδιο χώρο, από 19 Οκτωβρίου 2019, επιστρέφει για τρίτη χρονιά και ο «Άρης» της Σοφίας Αδαμίδου, σε σκηνοθεσία Βασίλη Μπισμπίκη, με τον Τάσο Σωτηράκη
Σκηνικά – κοστούμια: Ομάδα Cartel.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News