Να μου το θυμηθείτε. Κάτι ο «Τζόκερ», που μόνον «κλασική» ταινία με υπερήρωες δεν είναι, κάτι που δεν τους πάνε καθόλου καλά και τους τελειώνουν οι ταινίες, τα πρίκουελ, τα όριτζιν και τα άλλα τινά των υπερηρώων, το Χόλιγουντ θα το δούμε να κάνει στροφή. Μεγάλη. Και είπε να το κάνει με ντόρο. Να μοιάζει λίγο σαν «λαϊκή απαίτηση» η στροφή. Και σαν κινηματογραφική.
Κι έτσι ερχόμαστε στο θέμα μας. Στον ντόρο. Που ξεκίνησε με τον θεωρούμενο ως «καλλιτεχνικό» (άντε και εμπορικό) κύριο Μάρτιν Σκορσέζε και συνεχίζεται με τον επίσης πολύ κύριο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Της ιδίας όχθης. Όπου ο πρώτος, σε συνέντευξή του στο Empire, βγήκε και είπε, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι οι ταινίες των υπερηρώων δεν είναι σινεμά, αλλά θεματικά πάρκα. Και ο δεύτερος βγήκε να υπερθεματίσει. Και βγήκαν και άλλοι, μάλλον ήσσονες μπροστά στα δύο «θηρία», που κάποιοι έχουν κάνει και ταινίες υπερηρώων, όπως ο Τάικα Γουατίτι του «Θορ», και είπαν «φυσικά και είναι σινεμά». Και άρχισε το πάρτι. Ή το πατιρντί, αν θέλετε.
«Έχει δίκιο ο Μάρτιν Σκορσέζε που λέει ότι οι βασισμένες στα κόμικς ταινίες δεν είναι σινεμά», αποφάνθηκε ο 80χρονος Κόπολα, κρατώντας το Prix Lumière στην Λυών τις προάλλες. «Περιμένουμε να μάθουμε κάτι από το σινεμά, να κερδίσουμε κάτι, να μας διαφωτίσει για κάτι, να εισπράξουμε κάποια γνώση και έμπνευση».
Από τον Απρίλιο του 2018, ο πολύς – και τοτέμ επίσης – Τζέιμς Κάμερον είχε εκφραστεί στο Indiewire: «Ελπίζω το κοινό να κουραστεί πολύ γρήγορα από τους υπερήρωες Εκδικητές. Ελάτε, παιδιά, υπάρχουν κι άλλες ιστορίες πέρα από… υπεργονιδιακά αρσενικά δίχως οικογένεια, που επιχειρούν διάφορα θανατηφόρα, επί δύο και πλέον ώρες, γκρεμίζοντας ολόκληρες πόλεις». Και η Τζόντι Φόστερ: «Τα στούντιο σερβίρουν κακό περιεχόμενο, για να απευθυνθούν στις μάζες και στους μετόχους τους, πάνω στο δόγμα ‘παίρνεις τα περισσότερα φράγκα τώρα κι ας διαλύεις την Γη ολόκληρη’». Ενώ η Μισέλ Ομπάμα δήλωνε την ίδια ώρα ότι ταινίες όπως ο «Μαύρος Πάνθηρας» αλλάζουν το παιχνίδι – σε κοινωνικό (αμερικανικό) επίπεδο.
Η αιώνια κουβέντα για το σινεμά και τους στόχους των κινηματογραφικών στούντιο; Για το αν πρέπει το σινεμά να εκπαιδεύει και να ψυχ-αγωγεί ή, απλά, να διασκεδάζει με εικόνες καταστροφής; Ίσως.
Στην κόντρα, πάντως, μπήκε τις προάλλες, από την άλλη πλευρά, ο Τζέιμς Γκαν της κινηματογραφικής σειράς «Φύλακες του Γαλαξία»: «Πολλοί από τους παππούδες μας», έγραψε με πολύ νόημα, «θεωρούσαν ότι τα γουέστερν του Τζον Φορντ, του Σαμ Πέκινπα, του Σέρτζιο Λεόνε, ή οι γκανγκστερικές ταινίες, είναι όλα ίδια. Οι υπερήρωες είναι οι καουμπόηδες και οι γκάνγκστερ του σήμερα». Θεωρώντας τους Σκορσέζε και Κόπολα «λιγότερο ανοιχτόμυαλους και εκτός πνεύματος της εποχής».
Παράξενο – δεν είναι; – που διάλεξαν την εποχή της επιτυχίας του «Τζόκερ» (που σπάει και τα ταμεία) για να ξεσπαθώσουν. Και μάλιστα με πρωτάρηδες δύο τοτέμ του αμερικανικού σινεμά. Συνυπολογίζοντας ότι αν από τον «Τζόκερ» έλειπε η Γκόθαμ Σίτι και οι αναφορές στον Μπάτμαν και τον πατέρα του, θα μπορούσε να είναι ένα γερό κινηματογραφικό δράμα δίχως… υπερήρωες. Με δυο λόγια, η ταινία για τις καταβολές του πιο διάσημου «κακού» στον κόσμο των κόμικς μπορεί να ιδωθεί και σαν μια «κανονική» ταινία. Και από άλλο κοινό. Πιο «σινεμά», δηλαδή. Ακόμη και στον αόρατο ορισμό του Σκορσέζε ή του Κόπολα για το τι είναι «σινεμά» και τι δεν είναι. Άσε που αποκαθηλώνει (τολμηρά) και «ιερά απόντα τέρατα» των κόμικς, όπως ο Τόμας Γουέιν, ο πατέρας του Μπρους ή Μπάτμαν.
Το ζήτημα εδώ, λοιπόν, είναι αν πράγματι οι σειρές ταινιών με υπερήρωες, οι οποίες κυρίως – αν όχι μόνον – 14χρονα, άντε 16χρονα συγκινούν και προσελκύουν στις αίθουσες, είναι «εταιρικές οντότητες», όπως ισχυρίζεται ο Σκορσέζε, και όχι «υψηλή κινηματογραφική τέχνη»; Η οποία αγνοεί – κατά το επιχείρημα – τα τεράστια μπάτζετ, που έβαλε στο χολιγουντιανό παιχνίδι ο επίσης πολύς Στίβεν Σπίλμπεργκ με τα «Σαγόνια του καρχαρία» ή τα πάμπολλα ειδικά εφέ που έφερε στην οθόνη ο Τζορτζ Λούκας με τον «Πόλεμο των Άστρων», από τα 70s.
Από το 2018 μέχρι το 2020 βγήκαν (ή θα βγουν) στις κινηματογραφικές αίθουσες 18 ταινίες με υπερήρωες. Το 2016 και 2017 οι ταινίες υπερηρώων έφτασαν στο ζενίθ τους, φέρνοντας στα χολιγουντιανά ταμεία κάπου 500 εκατ. δολάρια περισσότερα από τα προηγούμενα χρόνια. Στο μεταξύ, ο συγγραφέας του «Hue 1968» Μαρκ Μπόουντεν, από τους «New York Times» προειδοποιούσε για την «ψευδο-βαθύτητα των ιστοριών και των χαρακτήρων, που μόνον το σινεμά δεν υπηρετούν». Και έβλεπε επί της οθόνης τον «Θορ», τους «Εκδικητές», τους «Φύλακες του Γαλαξία» ως «τα καλύτερα επιχειρήματα για την ασημαντότητα του κινηματογραφικού είδους τους». Και τους άλλοτε χάρτινους υπερήρωες ως «κατοίκους ενός μανιχαϊστικού κόσμου σε διαρκή σύγκρουση», έμφορτο υπερβολικών ειδικών εφέ, όσο το Χόλιγουντ ανακάλυπτε πως χάρη στη νέα τεχνολογία μπορεί να «καταχραστεί» τον κόσμο των κόμικς, εισπράττοντας έναν σκασμό λεφτά. Πολύ περισσότερα από όσα επένδυε.
Λίγο αργότερα, στο BBC, η Ζόι Ζαλντάνα απαντούσε σκληρά, χαρακτηρίζοντάς τους «ελιτιστές», σε κείνους που θεωρούσαν ότι οι ηθοποιοί που παίζουν σε ταινίες υπερηρώων «ξεπουλάνε το σινεμά».
Στα καθ’ ημάς, ο σκηνοθέτης του «Αόρατου» και του «Καμιά συμπάθεια για τον διάβολο» Δημήτρης Αθανίτης, καταθέτει την δική του άποψη: «Προφανώς και δεν είναι σινεμά οι ταινίες υπερηρώων. Παραμένουν απλοϊκές κατασκευές με σχηματικούς χαρακτήρες, κυριολεκτικά χάρτινους. Ταινίες ίσως για ένα παιδικό κοινό, που όμως όταν πια επιβάλλονται συνολικά μέσα από θηριώδη μπάτζετ, ατελείωτα εφέ και τεράστια διαφήμιση, οδηγούν όλο το σινεμά προς μια κατεύθυνση, αισθητικά και ιδεολογικά. Κι από αυτή την άποψη, το θέμα δεν είναι μόνο θέμα των σινεφίλ».
Το σινεμά παραμένει το ισχυρότερο μέσο επικοινωνίας αλλά και επιβολής προτύπων ζωής, πιστεύει ο Έλληνας σκηνοθέτης. Αυτό, λοιπόν, κατά τη γνώμη του «είναι ένα σινεμά που αντανακλά μια απλοϊκή κοινωνία του άσπρου-μαύρου, κακού-κακού, μια κοινωνία θεατή που περιμένει τους ανύπαρκτους υπερήρωες να τα λύσουν όλα. Αφήνω δε που όλα αυτά τα υπερβολικά εφέ δεν μπορούν να κρύψουν την αίσθηση του ψεύτικου που αφήνουν και που σαν θεατή με αφήνουν ανικανοποίητο. Μιλάμε για ταινίες που γίνονται κυριολεκτικά βάσει συνταγής και με το υποδεκάμετρο. Όλα γνωστά και προβλέψιμα σε βαθμό κακουργήματος. Βάλε στο σέϊκερ τόση δράση, τόσα εφέ, λίγο χιούμορ και χτύπα δυνατά. Μετά σέρβιρε με όσο περισσότερη διαφήμιση. Καθόλου τυχαίο ότι μιλάμε για ταινίες που έχεις ξεχάσει με το που βγαίνεις από την αίθουσα κι από τον μάταιο ηχητικό βομβαρδισμό».
Είναι ψεύτικο το ερώτημα αν οι ταινίες του υπερηρωικού είδους είναι ποιοτικό σινεμά ή όχι, πιστεύει από την πλευρά του ο Δημοσθένης Χριστόπουλος, των NerdThings.gr, που εστιάζουν στον κινηματογράφο και τα κόμικς, ομιλητής και στα περίφημα Smash Fest. «Κανένα είδος δεν αποτελείται μόνο από καλές ή μόνο από κακές ταινίες, ο Κόπολα και ο Σκορτσέζε που έχουν υπηρετήσει το σινεμά «είδους» το γνωρίζουν πολύ καλά. Η πραγματική συζήτηση έχει να κάνει με το σινεμά της Marvel και το μοντέλο της, όχι με το είδος συνολικά. Για την Marvel η συνταγή της επιτυχίας έχει να κάνει με την κυριαρχία των στούντιο και των παραγωγών πάνω στους δημιουργούς, για τους Κόπολα και Σκορτσέζε το σινεμά είναι συνώνυμο της απόλυτης ελευθερίας του ίδιου του δημιουργού και της διακριτικής και μη παρεμβατικής παρουσίας των παραγωγών στα παρασκήνια. Είναι δεδομένο πως οι σκηνοθέτες με άποψη τίθενται από θέση αρχής απέναντι στο μοντέλο (και όχι στενά στο σινεμά) της Marvel και είναι εξίσου δεδομένο πως οι κινηματογραφόφιλοι, που αγαπάνε όχι απλά το σινεμά αλλά και το ίδιο το υπερηρωικό είδος ως σινεφίλ θεατές και όχι ως καταναλωτές ή λογιστές των στούντιο, ταυτίζονται με τις κραυγές αγανάκτησης του Σκορτσέζε και του Κόπολα».
«Είναι μια αιώνια σύγκρουση αντιλήψεων», προσθέτει, «που απλά έρχεται να επιδεινωθεί με το «Joker». Όταν το Χόλιγουντ ξεζουμίζει τα προϊόντα του, νομοτελειακά κάνει στροφή στην ελευθερία των δημιουργών, τους δίνει περισσότερες ελευθερίες. Το «Joker» συμβολίζει αυτή τη μετάβαση αλλά οι δυο τάσεις δεν θα πάψουν ποτέ να κοντράρονται, απλά κατά καιρούς θα υπερισχύει είτε η μία είτε η άλλη. Μετά από μια δεκαετία βαρεμάρας, επιτέλους επιστρέφουμε σε μια πιο ουσιαστικά κινηματογραφική περίοδο και οι Σκορτσέζε-Κόπολα απλά υπερασπίζονται την επαναφορά του κινηματογράφου που αγαπάνε».
Μήπως, λοιπόν, το διακύβευμα σε αυτή την συζήτηση, αν όχι κόντρα, που άνοιξαν τα τοτέμ της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας αφορά, εν τέλει, ακριβώς αυτό: αφού το Χόλιγουντ ξεζούμισε τα κόμικς και τους υπερήρωές τους, τους πλάσαρε σε πολλές και διαφορετικές συσκευασίες, εισπράττοντας δισεκατομμύρια, γνώρισε και «καλλιτεχνική» κατακραυγή από την κριτική και, πλέον, χλιαρή υποδοχή στα ταμεία, θέλει ένα άλλοθι για να γυρίσει, πίσω, στα πρωταρχικά; Προτού φτάσει στην «μεγάλη κάμψη», το ναδίρ, που ευαγγελίζονται πολλοί.
Και όταν λέμε πρωταρχικά, μιλάμε εν προκειμένω για το προκλητικό, κοινωνικό, «καλλιτεχνικό» σινεμά των αμερικάνικων 70s, του «τοτέμ» Μάρτιν Σκορσέζε, δηλαδή; Ή στην επική διάσταση του ίδιου σινεμά, μέσα από τα καρέ του άλλου «τοτέμ» Φράνσις Φορντ Κόπολα; Ειδικά για τον Σκορσέζε, δεν εκτιμάται ως τυχαίο ότι ο «Τζόκερ», που κλείνει το μάτι στον εμβληματικό «Ταξιτζή» του, γίνεται αφορμή για αυτόν τον ντόρο (αν όχι κόντρα).
Ο ίδιος ο Σκορσέζε, πιονιέρος σε αυτό το «καλλιτεχνικό» αμερικανικό σινεμά, είχε επιστρέψει πανηγυρικά και ο ίδιος στα (ακόμη πιο) πρωταρχικά. Το 2011, με το «Hugo» του, έκλεινε το μάτι στον Γάλλο πρωτοπόρο κινηματογραφιστή και συγγραφέα βιβλίων επιστημονικής φαντασίας των αρχών του 20ού αιώνα, Ζορζ Μελιές. Ο οποίος μάλιστα στην εποχή του επιχρωμάτιζε κάποια καρέ, πασχίζοντας να χαρίσει στο σινεμά το… μέλλον του: Τις πρώτες έγχρωμες εικόνες, σε έναν κόσμο που ακόμη «έβλεπε» ασπρόμαυρα.
Ένα πολύκροτο βιβλίο από τις Εκδόσεις του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνιας, από τον Λίο Τσάρνεϊ και την Βανέσα Σουόρτς, «Cinema And The Invention Of Modern Life», καταλήγει στην εκτεταμένη έρευνά του ότι το σινεμά πλάθει επί της οθόνης την «σύγχρονη ζωή». Την μοντέρνα ζωή, αν θέλετε. Και η (πραγματική) ζωή ακολουθεί. Σαν τους «Μοντέρνους καιρούς» του Τσάρλι Τσάπλιν κι ακόμη παραπέρα.
Όπως διαμορφώνει και παιδικές συνειδήσεις. Μάρτυρας η έρευνα του άλλου πονήματος της Βίκι Λεμπό (Reaction Books), «Childhood And Cinema». Ίσως, λοιπόν, να πρέπει να πάρουμε πιο σοβαρά – σαν πρότυπο ζωής και μέλλοντος – το σινεμά. Και το σημερινό τέλμα του στις φαντασιακές υπερπαραγωγές των χάρτινων, αρχικά, υπερηρώων. Και την όποια στροφή προς τα πίσω ψάχνει άλλοθι για να κάνει. Τα τοτέμ του αμερικανικού σινεμά μίλησαν: το παιχνίδι πρέπει να αλλάξει.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News