627
Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Σοκαρισμένοι Νεοϋορκέζοι βαδίζουν στη Γέφυρα του Μπρούκλιν για να απομακρυνθούν από το σημείο της επίθεσης στο Κάτω Μανχάταν. Πίσω τους οι Δίδυμοι Πύργοι φλέγονται... | Photo by Spencer Platt/Getty Images/Ideal Images

Γιατί η Αλ Κάιντα «νίκησε» στην 11η Σεπτεμβρίου

Protagon Team Protagon Team 11 Σεπτεμβρίου 2018, 12:17
Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου 2001. Σοκαρισμένοι Νεοϋορκέζοι βαδίζουν στη Γέφυρα του Μπρούκλιν για να απομακρυνθούν από το σημείο της επίθεσης στο Κάτω Μανχάταν. Πίσω τους οι Δίδυμοι Πύργοι φλέγονται...
|Photo by Spencer Platt/Getty Images/Ideal Images

Γιατί η Αλ Κάιντα «νίκησε» στην 11η Σεπτεμβρίου

Protagon Team Protagon Team 11 Σεπτεμβρίου 2018, 12:17

«Μετά από 17 χρόνια, μπορούμε πλέον να πούμε πως η Αλ Κάιντα κέρδισε τον πόλεμο όχι μόνο στο έδαφος, αλλά κυρίως στα μυαλά των Αμερικανών»: έτσι αρχίζει ένα εκτενές άρθρο του συγγραφέα Στίβεν Μαρτς στο περιοδικό Foreign Policy, σχετικά με την σημερινή επέτειο από την ημέρα εκείνη που ο κόσμος μας, όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τότε, άλλαξε άπαξ και δια παντός.

«Η 11η Σεπτεμβρίου ήταν μια καθοριστική στιγμή στην ιστορία του πολέμου και της τρομοκρατίας, αλλά ήταν και η πρώτη επίθεση που σχεδιάστηκε και εκτελέστηκε μέσω των ψηφιακών συνδέσεων. Ο καναδός επικοινωνιολόγος Μάρσαλ ΜακΛούαν πρόβλεψε κάποτε ότι ο Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος θα ήταν ένας «αντάρτικο πληροφόρησης χωρίς διαχωρισμό στη συμμετοχή μεταξύ στρατιωτών και απλών πολιτών». Η ημέρα εκείνη ήταν η αρχή αυτού του πολέμου», σημειώνει ο Μαρτς.

Στη συνέχεια, το άρθρο κάνει εκτενή αναφορά στον Τ.Ε. Λόρενς, γνωστό και ως Λόρενς της Αραβίας, τον βρετανό αξιωματικό που τη δεκαετία του 1920 έγινε «ο μεγάλος πρωτοπόρος του πολέμου πληροφοριών των ανταρτών στον 20ό αιώνα». Η πιο γνωστή του ρήση ήταν ότι «ο Τύπος είναι το καλύτερο όπλο στο οπλοστάσιο ενός σύγχρονου στρατιωτικού διοικητή».

Ο Λόρενς αναρωτήθηκε «πώς κερδίζεις έναν πόλεμο όταν είσαι υποδεέστερος του αντιπάλου σου;» «Δεν χρειαζόταν να κερδίσει. Απλώς έπρεπε να αποφασίσει ότι είχε κερδίσει και κατόπιν να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο. Ο αγώνας του ήταν στο να αλλάξει τον ορισμό της νίκης, να αλλάξει την έννοια των γεγονότων και όχι τα ίδια τα γεγονότα. Έπρεπε να δοθεί μια μάχη για τις ιστορίες που λένε οι άνθρωποι και για το συλλογικό υποσυνείδητο που αναδύεται μέσα από τις ιστορίες που λένε οι άνθρωποι», γράφει.

«Η μέθοδος που επέλεξε ο Οσάμα μπιν Λάντεν και η Αλ Κάιντα ήταν ουσιαστικά μια επέκταση του πολέμου των αντάρτικων, με την έννοια ότι χρησιμοποιείται από την ασθενέστερη δύναμη ενάντια στους ισχυρότερους και χρησιμοποιεί τις ίδιες γραμμές επικοινωνίας ενάντια σε εκείνους που τις οργάνωσαν και τις κατασκεύασαν. Αντί λοιπόν να σαμποτάρει τις γραμμές επικοινωνίας κατά μήκος της περιφέρειας, η Αλ Κάιντα σαμποτάρισε το δίκτυο στο κέντρο, την πηγή της μεταδιδόμενης επικοινωνίας», σημειώνει ο συγγραφέας.

«Είναι προφανές ότι ο πόλεμος των ΜΜΕ σε αυτόν τον αιώνα αποτελεί μία από τις ισχυρότερες μεθόδους», έγραφε ο Mπιν Λάντεν σε επιστολή του στον μουλά Ομάρ τον Ιούνιο του 2002.

Και μετά είναι και οι παράπλευρες απώλειες που κάποιος είναι διατεθειμένος να υποστεί: η Αλ Κάιντα μπορεί να έχασε τους 19 τρομοκράτες της, όμως από το γεγονός αυτό πυροδότησε τον παγκόσμιο πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, με τις ΗΠΑ να δαπανούν γι’ αυτόν πάνω από 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια και να έχουν να λογοδοτήσουν για την απώλεια των ζωών χιλιάδων αμερικανών στρατιωτών.

«Το πιο σημαντικό όμως ήταν το ότι άλλαξαν τον τρόπο με τον οποίο η Αμερική άρχισε να βλέπει τον εαυτό της και τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε πλέον την Αμερική. Έπεισαν τις ΗΠΑ ότι ο μόνος τρόπος για να προστατευθούν από αυτή την απειλή ήταν η αναστολή των πολιτικών ελευθεριών. Δεκαεπτά χρόνια μετά, η Αμερική επιστρέφει σχεδόν ηττημένη από τη Μέση Ανατολή, με τον υπόλοιπο κόσμο να πιστεύει όντως ότι είναι ένας «ηττημένος κατακτητής». Ενώ οι Ταλιμπάν εξακολουθούν να αποτελούν μια εξαιρετικά υπολογίσιμη δύναμη στο Αφγανιστάν», προσθέτει.

Κατά τον συγγραφέα, η μεγαλύτερη αδυναμία που αντιμετωπίζουν πλέον οι Ηνωμένες Πολιτείες στον μαινόμενο αυτό πόλεμο είναι ότι αρνούνται επίμονα να αναγνωρίσουν το πόσο ευάλωτες είναι. «Οι επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχουν καταστεί εμφανείς, αλλά η κυβέρνηση των ΗΠΑ, τα ΜΜΕ και οι τεχνολογικές εταιρείες στη Σίλικον Βάλεϊ δεν έχουν δείξει καμία απολύτως βούληση να αμυνθούν από τις συνέπειες αυτές», επισημαίνει.

Ο έλεγχος των social media είναι πλέον θέμα εθνικής ασφάλειας αλλά δυστυχώς όσοι βρίσκονται σε θέσεις εξουσίας στον Λευκό Οίκο είναι απλά πολύ ηλικιωμένοι για να το αποδεχτούν. Αυτός ο έλεγχος θα πρέπει να βρίσκεται στα χέρια εκλεγμένων αξιωματούχων ή σε λίγους πραγματικούς πατριώτες στη Σίλικον Βάλεϊ», καταλήγει με νόημα ο Μαρτς.

Ακολουθήστε το Protagon στο Google News

Διαβάστε ακόμη...

Διαβάστε ακόμη...