Εναντιώνονται τα Κίτρινα Γιλέκα στη μάχη κατά της κλιματικής αλλαγής; Ο Μάρτιν Σάντμπου των Financial Times επικαλείται μία πρόσφατη μελέτη που αποδεικνύει ότι όχι μόνο είναι ενήμερα για την απειλή αλλά τάσσονται υπέρ της άμεσης λήψης μέτρων για την αντιμετώπισή της. Ωστόσο θεωρούν κραυγαλέα αδικία το ότι το κόστος αυτής της εξαιρετικά κρίσιμης μάχης καλούνται να το πληρώσουν άνθρωποι που αντιμετωπίζουν ήδη και επί μακρόν οικονομικές δυσχέρειες.
Το πρόβλημα, εξηγεί ο Σάντμπου, είναι ότι το εν λόγω ερώτημα – «Ποιος θα πληρώσει το κόστος της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής;» – ενδέχεται να παραλύσει τις όποιες προσπάθειές καταβάλλονται με στόχο την απoλιγνιτοποίηση των οικονομιών και το μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα.
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, κυρίως στην Ευρώπη, αναγνωρίζει πως η κλιματική αλλαγή αποτελεί ουσιαστικά μία κρίση που πρέπει να αντιμετωπιστεί άμεσα. Πολλοί από αυτούς, όμως, είναι λιγότερο ενήμεροι και ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και το κόστος που συνεπάγεται η δραστική αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
«Το τελικό εμπόδιο στον δρόμο της απολιγνιτοποίησης δεν είναι, οπότε, το να πειστεί η κοινή γνώμη ότι η κλιματική αλλαγή είναι πραγματική, αλλά να ξεπεραστούν οι υποψίες ότι κάθε σχετική πολιτική είναι ανέντιμη, αναποτελεσματική και φορτώνει το βάρος σε όσους αξίζουν λιγότερο να το φέρουν», γράφει ο Σάντμπου.
Ελλοχεύει, με λίγα, λόγια ο κίνδυνος η πράσινη μετάβαση να καταστεί ακόμη ένας από τους πολλούς «πολιτισμικούς πολέμους» (cultural wars) που μαίνονται ήδη στις δυτικές κοινωνίες. Ειδικά όσον αφορά την κλιματική κρίση και την αντιμετώπισή της, στη μία πλευρά βρίσκονται οι φιλελεύθεροι και προνομιούχοι κάτοικοι των πόλεων ενώ στην άλλη πλευρά βρίσκονται όλοι οι υπόλοιποι. «Είναι εύκολο να απορριφθούν οι κλιματικές πολιτικές ως σχεδιασμένες με τρόπο ώστε να τιμωρούν τον τρόπο ζωής όλων των πολιτών, εξαιρουμένων των φιλελεύθερων αστών», αναφέρει σχετικά ο επικεφαλής οικονομικός σχολιαστής των Financial Times. Και προειδοποιεί ότι «θα αποτύχουμε εάν η ευρεία αποδοχή της κλιματικής πρόκλησης δεν συνοδευτεί από μία εξίσου ευρεία αποδοχή των μέσων αντιμετώπισής της» και αυτό μπορεί να συμβεί μόνον εάν «εξασφαλιστεί ότι αυτά τα μέσα και θα είναι και θα φαίνονται ότι είναι δίκαια».
Οι εκκλήσεις των πολιτικών για «δίκαιη μετάβαση» αποδεικνύουν πως αναγνωρίζουν το ζήτημα. Ομως, δεδομένης της κρισιμότητας της κατάστασης, τα λόγια κάθε άλλο παρά αρκούν και αυτό σημαίνει πως «όσοι φοβούνται τις δραστικές πολιτικές για την κλιματική αλλαγή, πρέπει να βιώσουν ότι αυτές οι πολιτικές αποβαίνουν αποδεδειγμένα υπέρ τους».
Εχοντας αυτό κατά νου ο Σάντμπου αναφέρεται σε ένα «πείραμα» που πραγματοποιείται στον Καναδά. Φέτος, κάθε τετραμελής οικογένεια στην κεντρική επαρχία Σασκάτσουαν, θα λάβει από την καναδική κυβέρνηση 1.100 δολάρια ως επιστρεπτέα πίστωση φόρου. Το συνολικό ποσό αντιστοιχεί χονδρικά στα χρήματα που εισπράττει κάθε χρόνο το κράτος από τους φόρους άνθρακα που καταβάλλουν οι κάτοικοι της επαρχίας. Μέσω της αποκαλούμενης «Climate Action Incentive Paym
Αυτό που καθιστά αξιοσημείωτο το πείραμα του Καναδά (πρώτη το επεχείρησε η Βρετανική Κολομβία, η πλέον δυτική επαρχία της χώρας) είναι ο συνδυασμός ενός υψηλού φόρου άνθρακα και της αναδιανομής των εισπράξεων στους πολίτες, είτε ως ισόποση εφάπαξ πληρωμή είτε υπέρ των φτωχότερων και όλων όσοι ζουν σε αραιοκατοικημένες περιοχές.
Καθώς «οι φτωχοί εκπέμπουν λιγότερο άνθρακα σε απόλυτες τιμές σε σχέση με τους πλούσιους, αλλά περισσότερο σε σχέση με τον προϋπολογισμό τους, το ανταποδοτικό κομμάτι της πολιτικής αυτής, αποζημιώνει και με το παραπάνω την πλειονότητα του πληθυσμού για την αύξηση της τιμής της ενέργειας. Πρόκειται για μία δίκαιη κατανομή των βαρών», εξηγεί ο Σάντμπου, υπογραμμίζοντας, ωστόσο, πως το πιο σημαντικό είναι όχι μόνο να είναι δίκαιη αλλά και να εκλαμβάνεται ως δίκαιη από τους πολίτες.
Οσον αφορά την αποδοτικότητα της εν λόγω πολιτικής, μιλώντας στη λονδρέζικη εφημερίδα η Κάθριν Χάρισον, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, σημείωσε πως προς τον παρόν δεν κάνει θαύματα. Αλλά θεωρεί πως μπορεί να βελτιωθεί σημαντικά. Εάν καταστεί πιο απτή η ανταποδοτική παροχή, μέσω της αντικατάστασης, για παράδειγμα, της πίστωσης φόρου με επιδόματα τα οποία θα καταβάλλονται ανά μήνα και όχι σε νοικοκυριά αλλά σε κάθε πολίτη ξεχωριστά.
Εξίσου σημαντικό, σύμφωνα με την καναδέζα ακαδημαϊκό, είναι να καταστεί ξεκάθαρη η συσχέτιση της όποιας παροχής με τον φόρο άνθρακα. Το να καταργηθεί πλέον ο φόρος άνθρακα δεν αποτελεί επιλογή. Στον Καναδά, όπου τη Δευτέρα 20 Σεπτεμβρίου διεξάγονται ομοσπονδιακές εκλογές, στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας μέχρι και το Συντηρητικό Κόμμα σταμάτησε να εναντιώνεται, όπως παραδοσιακά έκανε, στη φορολόγηση του άνθρακα. Και στην περίπτωση που επικρατήσουν οι Φιλελεύθεροι του Τζάστιν Τριντό και παραμείνουν στην εξουσία, το σχέδιο τους για αύξηση του φόρου άνθρακα στα 170 δολάρια ανά τόνο έως το 2030, θα μπορούσε να εκτινάξει την οικονομική παροχή ανά οικογένεια έως τις 4.000 δολάρια τον χρόνο, σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις.
«Ανάλογα ποσά λογικά θα πείσουν πολλούς αναποφάσιστους πως αυτό που είναι καλό για τον πλανήτη είναι καλό και για εκείνους. Οι πολιτικοί που σοβαρολογούν για μηδενικές εκπομπές άνθρακα πρέπει να υιοθετήσουν την συγκεκριμένη πολιτική δίχως καθυστέρηση», καταλήγει ο Σάντμπου.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News